Νίκος Μανάβης
Από τις χωματερές και το πλαφόν στο αγελαδινό κρέας, μέχρι τη σημερινή εξάρτηση από τις επιδοτήσεις. Πώς η Κοινή Αγροτική Πολιτική στηρίζει διαχρονικά τα ευρωπαϊκά αγρο-διατροφικά μονοπώλια σε βάρος των μικρών παραγωγών.
Το 1962, όταν λαμβάνονταν οι αποφάσεις για τη διαμόρφωση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της ΕΟΚ (Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα), το πρώτο μέλημα ήταν να λυθεί το πρόβλημα της διατροφικής επάρκειας των κατοίκων της.
Η καθιέρωση των αγροτικών επιδοτήσεων είχε και έναν πρόσθετο στόχο, να
δώσει εισόδημα στους κατοίκους της υπαίθρου ώστε να μειωθεί ο ρυθμός
μετακίνησής τους στα μεγάλα αστικά κέντρα. Ωστόσο αυτού του τύπου οι
σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές έχουν πάντα δύο όψεις. Η εξάρτηση των
αγροτών και των κρατών από τις επιδοτήσεις, τους αναγκάζει να εφαρμόζουν
τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό σημαίνει ότι η αγροτική
πολιτική χαράσσεται από τις Βρυξέλλες και αν δεν την εφαρμόσουμε θα
κοπούν οι επιδοτήσεις.
Δηλαδή οι αγροτικές επιδοτήσεις έγιναν εργαλείο πειθαναγκασμού για να στηριχθούν οι μεγάλες βιομηχανίες μηχανημάτων και εξοπλισμού της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, οι χημικές βιομηχανίες, οι εταιρείες παραγωγής πολλαπλασιαστικού υλικού αλλά και η διαμόρφωση της αγροτικής παραγωγής με τέτοιο τρόπο που θα εξυπηρετεί τις βιομηχανίες τροφίμων, ώστε αυτές να είναι πιο ανταγωνιστικές στις διεθνείς αγορές.
Στην Ελλάδα είναι γνωστό πως προγράμματα του δεύτερου πυλώνα της ΚΑΠ (βλέπε σχέδια βελτίωσης, νέοι αγρότες) σχεδιάζονται με βάση τις επιλογές των εμπόρων μηχανημάτων εδώ και πολλές δεκαετίες. Από το κλείσιμο της Αγροτικής Τράπεζας (Μάρτιος του 2012) κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση των χρηματοδοτικών προγραμμάτων παίζουν οι τράπεζες, ιδιαίτερα η Τράπεζα Πειραιώς.
Συχνά η ΚΑΠ και οι εμπνευστές της παρουσιάζονται ως οι απόλυτοι ορθολογιστές. Δεν υπάρχει μεγαλύτερος μύθος από αυτόν. Οι χωματερές όπου κατέληγαν τα ελληνικά ροδάκινα και τα βουνά από βούτυρο στην Ολλανδία τη δεκαετία του 1980 ήταν χαρακτηριστικά μιας αποτυχημένης πολιτικής που είχε σχεδιαστεί για να ενισχύει τέσσερα βασικά αγροτικά προϊόντα (σιτάρι, άλλα δημητριακά, αγελαδινό γάλα και βόειο κρέας). Μέσα στον ανορθολογισμό της ΚΑΠ περιλαμβάνονταν μέτρα που κατέστρεφαν κλάδους παραγωγής στις χώρες της περιφέρειας για να ενισχύσουν τις μεγάλες αγροτικές και κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις του ευρωπαϊκού πυρήνα. Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν η επιβολή πλαφόν στην παραγωγή αγελαδινού γάλακτος στην Ελλάδα, παρότι η χώρα ήταν ελλειμματική στο συγκεκριμένο προϊόν.
Η ανάπτυξη μεγάλων πολυεθνικών και πολυκλαδικών βιομηχανιών τροφίμων στην Ευρωπαϊκή Ένωση από τη δεκαετία του 1980 και μετά άλλαξε και τον σχεδιασμό της ΚΑΠ. Έτσι η οικογενειακή γεωργία μπήκε στο περιθώριο και στόχος πια ήταν η δημιουργία μεγάλων αγροτικών εκμεταλλεύσεων που θα διασφαλίζουν σταθερή και μεγάλου όγκου παραγωγή πρώτης ύλης για να καλυφθούν οι ανάγκες των βιομηχανιών. Στον σχεδιασμό αυτό συμφωνούσαν οι φιλελεύθερες, νεοφιλελεύθερες και σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις της ΕΟΚ – ΕΕ. Διαφωνούσαν μόνο στον ρυθμό μετάβασης στη νέα εποχή. Πρόκειται για ένα σχεδιασμό καταστροφικό για τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, που είχαν πολύ πιο έντονο οικογενειακό χαρακτήρα οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της συμφωνίας ήταν η συγκυβέρνηση στην ΠΑΣΕΓΕΣ από ΝΔ και ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του 2000.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η ΚΑΠ, με τη σύμφωνη γνώμη των ελληνικών κυβερνήσεων, χάνει εντελώς τον χαρακτήρα μιας πολιτικής που στηρίζει τον αγροτικό κόσμο και προσαρμόζεται στις επιταγές της τότε GATT (General Agreement on Tariffs and Trade), από την οποία προέκυψε ο ΠΟΕ (Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου). Την ίδια περίοδο παύει στην Ευρωπαϊκή Ένωση να ισχύει ο κανόνας της προτίμησης των προϊόντων των κρατών μελών έναντι των προϊόντων τρίτων χωρών. Έτσι άνοιξε ο δρόμος για εισαγωγές ντομάτας από την Αίγυπτο και το Μαρόκο στην Ελλάδα και την Ισπανία αλλά και στις χώρες της βόρειας Ευρώπης. Το ίδιο έγινε και για εκατοντάδες άλλα αγροτικά προϊόντα τρίτων χωρών. Οι εισαγωγές αυτές έγιναν σε αντιστάθμισμα εξαγωγών βιομηχανικών προϊόντων και υπηρεσιών από τα κράτη μέλη.
Τις επόμενες δεκαετίες θα δούμε στην Ελλάδα να καταστρέφονται ολόκληροι παραγωγικοί κλάδοι με απόφαση της ΚΑΠ και φυσικά με την πλήρη συμφωνία των ελληνικών κυβερνήσεων. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των ζαχαρότευτλων. Στην παραγωγή τους εκτιμάται ότι απασχολούνταν περίπου 20.000 αγρότες και αρκετά εργοστάσια παραγωγής ζάχαρης. Επίσης, στο όνομα της αντικαπνιστικής εκστρατείας καταστράφηκε η ελληνική παραγωγή καπνού, με αποτέλεσμα να μειωθεί κατά 90%. Οι ελληνικές κυβερνήσεις συμφώνησαν σε αυτές τις επιλογές γνωρίζοντας τις επιπτώσεις, αλλά ήταν επιλογή τους η καταστροφή αυτών των κλάδων.
Χωρίς κανένα πρόσχημα οι επιμέρους ρυθμίσεις της ΚΑΠ (βλέπε παλιές κοινές οργανώσεις αγοράς) επιτρέπουν στα οινοποιεία των χωρών του ευρωπαϊκού βορρά να προσθέτουν ζάχαρη στον μούστο για να παράγουν κρασί. Μέτρο που είναι απαγορευμένο (και ουσιαστικά αχρείαστο) για τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου.
Εν κατακλείδι
Οι αγροτικές επιδοτήσεις είναι το τυράκι που δίνει εδώ και δεκαετίες η Ευρωπαϊκή Ένωση στον αγροτικό κόσμο για να αποδεχθεί το σταδιακό ξεκλήρισμά του. Επιπρόσθετα, υπάρχουν δεκάδες παραδείγματα που αποδεικνύουν πως η ΕΕ δεν έχει στόχο να εξασφαλίσει τη διατροφική επάρκεια και ασφάλεια των κατοίκων των κρατών μελών. Στόχος της ΚΑΠ είναι να υπηρετήσει την κερδοφορία του πολυπλόκαμου αγρο-διατροφικού βιομηχανικού συμπλέγματος. Για να πετύχει τον στόχο αυτό, χρησιμοποιεί κατά καιρούς διάφορους «φραπέδες» και «χασάπηδες» σε πάρα πολλές χώρες της ΕΕ. Η διαφθορά δεν είναι πρόβλημα, αλλά βασική συνιστώσα της ΚΑΠ εδώ και δεκαετίες. Σήμερα, η κυβέρνηση σε αγαστή συνεργασία με τις Βρυξέλλες και με την ανοχή της πλειοψηφίας των κοινοβουλευτικών κομμάτων μετατρέπει την κρίση σε ευκαιρία ώστε, με εργαλείο την ΚΑΠ, να βάλει ταφόπλακα στην οικογενειακή γεωργία. Κρίσιμη πτυχή στον σχεδιασμό αυτό είναι η καταστροφική παρέμβαση στη φύση με την αθρόα εισαγωγή στην παραγωγική διαδικασία μεταλλαγμένων φυτών και προϊόντων.
Άνοιγμα στα μεταλλαγμένα προϊόντα νέας γενιάς
Η ΚΑΠ όμως δεν στρέφεται μόνο ενάντια στους μικρούς αγρότες. Είναι ταυτόχρονα μια πολιτική που σχεδιάζεται από τις μεγάλες χημικές βιομηχανίες και οδηγεί σε καταστροφικές επιλογές για το περιβάλλον. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η συμφωνία που επιτεύχθηκε μεταξύ των ευρωπαϊκών οργάνων στις 3 Δεκεμβρίου και ανοίγει διάπλατα την πόρτα στην παραγωγή και εμπορία νέας γενιάς μεταλλαγμένων προϊόντων. Η τελική ψηφοφορία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αναμένεται σύντομα, ωστόσο πολύ δύσκολα θα ανατραπεί η συμφωνία που έχει επιτευχθεί μεταξύ της Επιτροπής, του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου.
Η εφαρμογή αυτής της απόφασης θα έχει επιπτώσεις τόσο στο περιβάλλον όσο και στους καταναλωτές αυτών των προϊόντων. Η απόφαση προβλέπει πως τα μεταλλαγμένα προϊόντα νέας γενιάς δεν θα έχουν ειδική σήμανση για να τα ξεχωρίζουν οι καταναλωτές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου