ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Ένα ενδιαφέρον άρθρο του Ανδρέα Μπελεγρή διάβασα στην Αυγή υπό τον τίτλο «Η γλώσσα του Ευκλείδη», με το οποίο ο δημοσιογράφος σκαλίζει, δυστυχώς άτσαλα μεθοδολογικώς, ένα πολύ σοβαρό ζήτημα που αφορά στο πολιτικό ύφος. Κάποιες από τις επισημάνσεις του είναι εύστοχες, κάποιες άλλες λιγότερο εύστοχες, αλλά το μήνυμα εντελώς πρόχειρο έως πολιτικάντικο.
Η μικρή, πικρή αλήθεια δεν είναι πως «η ελληνική πολιτική ζωή απεχθάνεται το χιούμορ» - όπως σημειώνει – αλλά πως οι έλληνες πολιτικοί απεχθάνονται το πνεύμα και οι δημοσιογράφοι τους το χιούμορ. Κι αυτό αποτελεί την δική μου προσωπική/εμπειρική παρατήρηση (το βίωμά μου) κατά την περίοδο της δημοσιογραφικής και επιστημονικής εμπλοκής μου στην πολιτική ζωή της Ελλάδας.
Δυστυχώς αυτό δεν άλλαξε καθόλου με την άνοδο της ευρωπαϊκής αριστεράς στο κοινοβουλευτικό στερέωμα και την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ. Καθόλου! Ο ΣΥΡΙΖΑ αντί να συμβάλει στη βελτίωση της ποιότητας στο ύφος της εξουσίας, ακολούθησε τα πλέον αγοραία και χυδαία στερεότυπα, αναπαράγοντας μια αντιπνευματική κουλτούρα πολιτικής διαστροφής και βαθιάς υποκρισίας, που προσβάλει κάθε προοδευτικό ή απλώς καλλιεργημένο άνθρωπο.
Δυστυχώς η αριστερά του κυρίου Τσίπρα δεν έχει υφολογικώς καμία σχέση με την αριστερά του Λέοντα Μπλουμ - η οποία, για όσους δεν το ξέρουν, είναι αυτή που διαμόρφωσε τους Θεσμούς της Τέταρτης Γαλλικής Δημοκρατίας, ανασυσταίνοντας στην ουσία σε σύγχρονη και δημοκρατική βάση το γαλλικό κράτος - ούτε ασφαλώς με την αριστερά του Ενρίκου Μπερλινγκουέρ, τον οποίο θεωρώ
πατέρα του «constructive realism» στην πολιτική πράξη. Μια πολύ μεγάλη διανοητική προσφορά για την άσκηση της πρακτικής πολιτικής! Η αριστερά του κυρίου Τσίπρα αναπαριστά πλέον ως κυβέρνηση την πνευματική και όχι ιδεολογική – όπως ισχυρίζονται άλλοι αριστεροί και αρκετοί δεξιοί – πτώχευση της αριστεράς. Το τέλος της ιστορίας της, αγαπητέ αναγνώστη, που δεν είναι απλώς η ιστορία των αγώνων του εργατικού κινήματος, αλλά παράλληλα η ιστορία της διανόησης.
Αριστερή πολιτική και γενικότερα αριστερό ύφος χωρίς έντιμη αναφορά, γνώση, στάση και συμπεριφορά με βαθιές ρίζες στην ιστορία της διανόησης κυρίως του προηγούμενου αιώνα, είναι κούφια λόγια, προστυχιά και χυδαία επικοινωνιακή τακτική, ή απλώς κοινότυποι λογαριασμοί και χαμηλού επιπέδου ευφυολογήματα, όπου η συμπλεγματική υπεροψία – η οποία υποκρύπτει δραματική ανασφάλεια – εμφανίζεται σαν χιούμορ. Αυτό δυστυχώς το ύφος είναι που χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο μέρος του υπουργικού συμβουλίου υπό τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα και ολοένα και περισσότερο τον ίδιο προσωπικά. Και το πράγμα αποκτά δραματική μορφή στον βαθμό που οι φορείς αυτής της χαμηλής ποιότητας ύφους εμπλέκονται σε προστριβές με αντιπάλους τους. Στην περίπτωση αυτή είναι να τους λυπάσαι και να προβληματίζεσαι, στον βαθμό που κάποια στιγμή πίστεψες πως ο ΣΥΡΙΖΑ είχε πολιτικοπνευματικό περιεχόμενο, ικανό να τον διαφοροποιήσει οντολογικώς και λειτουργικώς από το ΠΑΣΟΚ.
Δεν φαίνεται να έχει. Και όσο περνά ο καιρός μοιάζει σαν η ιστορία να μας επεφύλαξε μία τραγική φάρσα με την αναπαραγωγή του χειρότερου και πλέον υποκριτικού ύφους που επέδειξε το ΠΑΣΟΚ κατά την μακρά διακυβέρνησή του. Το περίφημο αφήγημα περί «αυταπατών» και το αντίστοιχο «καλύτερα να πτωχεύσει η πολιτική μας ρητορεία παρά να καταστραφεί η χώρα», που χαρακτηρίζουν υφολογικώς τον σύγχρονο πολιτικό λόγο του ΣΥΡΙΖΑ, είναι φτηνιάρικες χυδαιότητες μιας αντιπνευματικής / αντιδιανοητικής πολιτείας. Και στο πλαίσιο αυτό προφανώς δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για να ανθίσει κάποια μορφή αυθεντικού χιούμορ που θα αποκρυσταλλώνει βαθιά πνευματική καλλιέργεια που θα παριστά τον συνδυασμό ενός ποιοτικού γνωστικού μοντέλου με υψηλή συναισθηματική ευφυΐα. Χωρίς αυτά, αναγνώστη μου, η «κοινωνική ευαισθησία» είναι εξουσιαστικό τέχνασμα ή/και στρατηγική συντήρησης στην εξουσία. Τίποτε άλλο!
Η άλλη όψη αυτού του «νομίσματος» χαρακτηρίζεται από μία μορφή στρατευμένης ή μαρκετίστικης δημοσιογραφίας, η οποία εμφανίζει σαν χιούμορ το βάρβαρο, άξεστο, αντιπνευματικό ύφος για να καλύψει ακριβώς την αδυναμία του πολιτικού στον οποίο αναφέρεται, ή σαν έλλειψη της αίσθησης χιούμορ από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Είναι σαν ο πολιτικός φορέας που χαρακτηρίζεται στην πραγματικότητα από έλλειψη «πνεύματος», να εμφανίζεται υποδηλωτικώς ή προδηλωτικώς διά του δημοσιογράφου ως χιουμορίστας και οι αντίπαλοί του να μην μπορούν να αντιληφθούν το «πνεύμα» του ανδρός, καθώς αυτοί είναι ακαλλιέργητοι πνευματικώς και κριτικώς και δεν διαθέτουν αίσθηση χιούμορ. Μόνον που αυτό είναι ένα παιδαριώδες επικοινωνιακό παιχνίδι το οποίο εκθέτει τον ίδιο τον δημοσιογράφο, ο οποίος τρέμει στην πραγματικότητα το χιούμορ, στον βαθμό που δεν είναι κοινό καλαμπουράκι και πλακίτσα. Στο μέτρο που το χιούμορ είναι γνήσιο, δηλαδή συνειδητά πολιτικό.
Ο χειρότερος εφιάλτης των διευθύνσεων μεγάλων ΜΜΕ και κυρίως τηλεοπτικών καναλιών, είναι ο δημοσιογράφος που διαθέτει την πολιτική αρετή του χιούμορ και την εκφράζει/χειρίζεται με αισθητική κομψότητα. Αυτό το δημοσιογραφικό ύφος δεν ήταν και δεν νομίζω να είναι σήμερα ανεκτό από το καθεστώς που ορίζει υφολογικώς τους λεγόμενους «decision and opinion makers». Οι δημοσιογράφοι των πολιτικών που χαρακτηρίζονται από έλλειψη πνεύματος απεχθάνονται στην πραγματικότητα το χιούμορ, καθώς αυτό θα αποκάλυπτε την φτώχια του πολιτικού που έχουν αναλάβει να προστατεύουν.
Το χιούμορ είναι αποτέλεσμα βαθιάς πνευματικής καλλιέργειας σε συνδυασμό με την προσωπική εμπειρία «πόνου, παθών και παθημάτων». Χωρίς αυτόν τον συνδυασμό αυτό που εμφανίζεται σαν χιούμορ είναι ένα γλωσσικό πέπλο που επιχειρεί να καλύψει ένα πολιτικό κενό και ίσως μία διανοητική κενότητα. Το χιούμορ είναι «αυτοβιογραφικό». Μία έκφραση αγωνίας που στρέφεται κυρίως εναντίον του προσωπικού συμπλέγματος και της κοινωνικής υποκρισίας που το αναπαράγει. Και αυτή η άποψη είναι βγαλμένη αποκλειστικώς από την προσωπική μου εμπειρία στον ελληνικό δημόσιο βίο και από πουθενά αλλού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου