Η γνώση είναι ακριβή για λίγους και βασικό εν ανεπαρκεία αγαθό στις λαϊκές μάζες. Την αποθηκεύει η άρχουσα τάξη για ν' αυτοαναπαράγεται.. Τα παιδιά των ανθρώπων του καθημερινού μόχθου είναι ανταλλακτικά στις μηχανές τους.
Σταθερά πάνω από 3 δισεκατομμύρια ευρώ παραμένουν οι δαπάνες των ελληνικών νοικοκυριών για την εκπαίδευση των παιδιών τους, στο κατά τα άλλα «δημόσιο και δωρεάν» σύστημα. Αυτό προκύπτει από επεξεργασία στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ για τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, που είδε τελευταία το φως της δημοσιότητας και αναπαράγεται ευρέως από τον Τύπο. Οπως προκύπτει, η αφαίμαξη του λαϊκού εισοδήματος ακόμα και για τα στοιχειώδη που αφορούν τη μόρφωση των παιδιών, είναι μεγάλη και διαχρονική.
Ενδεικτικά, το 2020 (τελευταίο έτος αναφοράς) τα νοικοκυριά έδωσαν 3.181,9 εκατομμύρια ευρώ για «αγαθά» και «υπηρεσίες» Εκπαίδευσης. Μάλιστα οι δαπάνες αυτές φαίνεται να έχουν σταθεροποιηθεί σε ύψος πάνω από 3 δισ. ευρώ την πενταετία 2015 - 2020. Η χρονιά που καταγράφονται οι μεγαλύτερες ιδιωτικές δαπάνες για την Εκπαίδευση είναι το 2009 (5.531,4 εκατ. ευρώ).
Πολύ μεγάλο ενδιαφέρον έχει ο τρόπος
με τον οποίο επιμερίζονται αυτές οι δαπάνες: 1.301,6 εκατομμύρια ευρώ
έδωσαν το 2020 τα νοικοκυριά σε φροντιστήρια. Από αυτά, τα 680,9
εκατομμύρια αφορούν ξένες γλώσσες και τα 620,7 εκατομμύρια αφορούν την
προετοιμασία των μαθητών για
μαθήματα του σχολείου. Μέσα σε αυτά βέβαια
και τα φροντιστήρια για τις πανελλαδικές εξετάσεις, εκεί που φεύγει
μισός μισθός (και παραπάνω...) για τους γονείς.
Περιλαμβάνονται επίσης οι δαπάνες για φροντιστηριακή υποστήριξη παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες, που δεν καλύπτονται από την «απογυμνωμένη» Ειδική Αγωγή και τις ελλείψεις της Παράλληλης Στήριξης. Αλλά και δαπάνες για το καθημερινό διάβασμα ακόμα και μαθητών του Δημοτικού σε ιδιωτικές δομές, σε μια προσπάθεια των γονιών να καλύψουν τα «κενά» του σχολείου, ειδικά στις περιπτώσεις που οι ίδιοι αδυνατούν να βοηθήσουν το παιδί τους. Αλλο ένα 30% των συνολικών δαπανών αφορά δίδακτρα για τα ιδιωτικά σχολεία.
Στα παραπάνω δεν περιλαμβάνονται βέβαια δαπάνες που είναι απαραίτητες για να φοιτήσει σήμερα ένας νέος/νέα στο πανεπιστήμιο μιας πόλης μακριά από τον τόπο κατοικίας του, εξαιτίας της παντελούς έλλειψης φοιτητικής μέριμνας με ευθύνη του κράτους.
Ούτε το κόστος που έχουν πλέον τα μεταπτυχιακά προγράμματα στην πλειοψηφία των πανεπιστημιακών τμημάτων, τα οποία γίνονται μάλιστα ολοένα και πιο απαραίτητα για να βρει κάποιος στη συνέχεια μια δουλειά. Δεν περιλαμβάνονται τέλος τα ...«μαύρα» χρήματα που δαπανούν οι γονείς από την τσέπη τους κάθε τρεις και μια, ακόμα και για λειτουργικά έξοδα του σχολείου, αφού η χρηματοδότηση από κράτος και δήμους είναι πενιχρή.
Ολα αυτά δεν είναι παρά μόνο η αφορμή για να σκεφτεί κανείς: Τόσες και τόσες μεταρρυθμίσεις έγιναν τα τελευταία χρόνια, τόσες υποσχέσεις υπήρξαν απ' όλες τις κυβερνήσεις, ότι το σχολείο «αλλάζει», «βελτιώνεται», «αναβαθμίζεται», αλλά στην πράξη οι οικογένειες συνεχίζουν να χρυσοπληρώνουν για την εκπαίδευση των παιδιών τους.
Το γιατί δεν είναι δύσκολο να απαντηθεί, βλέποντας ότι στον πυρήνα όλων αυτών των «μεταρρυθμίσεων» δεν βρίσκονται οι λαϊκές ανάγκες για ολόπλευρη και στέρεη γνώση, για αρμονική ψυχική και κοινωνική ανάπτυξη των παιδιών, αλλά η καλύτερη προσαρμογή κάθε βαθμίδας της Εκπαίδευσης, από το Δημοτικό ως το Πανεπιστήμιο, στις ανάγκες της «αγοράς». Και βέβαια, καθοριστικό ρόλο παίζουν οι λεγόμενες «αντοχές της οικονομίας», που είναι η αιτία της υποχρηματοδότησης, της υποστελέχωσης, της διάλυσης των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών, των ρημαγμένων υποδομών και τελικά της ιδιωτικοποίησης με ΣΔΙΤ ακόμα και των σχολικών κτιρίων.
Σ' αυτήν την κατεύθυνση, ο ΣΥΡΙΖΑ «φροντιστηριοποίησε» - για παράδειγμα - τη Γ' Λυκείου πριν λίγα χρόνια, εξαφανίζοντας τα μαθήματα γενικής παιδείας (και η ΝΔ το διατήρησε). Καθρέπτης αυτής της μεταρρύθμισης είναι το γεγονός ότι οι μαθητές της Γ' Λυκείου συνεχίζουν να χτυπούν 12ωρα τη βδομάδα στα φροντιστήρια και να πληρώνουν οι γονείς.
Ας θυμηθούμε επίσης ότι εδώ και μια δεκαπενταετία τα Αγγλικά διδάσκονται από την Α' Δημοτικού (τώρα τα πήγαν και στο νηπιαγωγείο). Για να ανταπεξέλθουν όμως οι μαθητές στις απαιτήσεις εκμάθησης μιας ξένης γλώσσας, δεν αρκούν οι ώρες του σχολείου και οι «περιοδεύοντες» - τις περισσότερες φορές - αναπληρωτές δάσκαλοι των «ειδικοτήτων». Για να μη μιλήσουμε για όλα αυτά που δεν προσφέρονται καν όπως θα 'πρεπε (π.χ. οι απαιτούμενες ώρες γυμναστικής, μουσική, χορός κ.ά.) και που τρέχουν οι γονείς να τα καλύψουν με εξωσχολικές δραστηριότητες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου