Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2021

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ

 

 Ο αρχαιολόγος που τον Νοέμβρη του 1977 με την
ανακάλυψή του αναστάτωσε όλο τον κόσμο

 

 

 

 Από την Βικιπέδια

Γεννήθηκε στην Προύσα στις 23 Οκτωβρίου 1919. Ο πατέρας του, Λεωνίδας, ήταν από τη Σάμο και η μητέρα του από την Ίμβρο.[9] Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή η οικογένειά εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Μπήκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1936, όπου προσωπικότητες όπως αυτή του καθηγητή Κωνσταντίνου Ρωμαίου, του κίνησαν σε πρώτο στάδιο το αρχαιολογικό του ενδιαφέρον. 

Ενώ ήταν φοιτητής, ο Ανδρόνικος εργάστηκε σαν βοηθός δίπλα στον Ρωμαίο στην ανασκαφή της Βεργίνας. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του το 1941, διορίστηκε φιλόλογος σε γυμνάσιο του Διδυμότειχου. 

Στη συνέχεια διέφυγε στη Μέση Ανατολή, κατατάχτηκε στον Ελληνικό Στρατό και πήρε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις[10] όπου υπηρέτησε ως λοχίας στο 8ό τάγμα της ΙΙ ταξιαρχίας η οποία εστάλη στην Τρίπολη της Κυρηναϊκής να φυλάει αιχμαλώτους λόγω ότι ήταν «δημοκρατική».[11] Μετά τον πόλεμο εργάστηκε στη σχολή «Σχοινά» της Θεσσαλονίκης και το 1949 διορίστηκε επιμελητής αρχαιοτήτων στην εφορεία Κεντρικής Μακεδονίας. Το 1952 έγινε καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

 Το διάστημα 1954-1955 μετεκπαιδεύτηκε στην Οξφόρδη, δίπλα στον Σερ Τζον Μπίζλι (Sir John D. Beazley, 1954-1955). Το 1957 εξελέγη υφηγητής της Αρχαιολογίας (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) με τη διατριβή «Λακωνικά ανάγλυφα». Το 1961 εκλέχτηκε έκτακτος καθηγητής της Β΄ έδρας Αρχαιολογίας και το 1964 τακτικός καθηγητής στην ίδια έδρα. Ήταν παντρεμένος με την Ολυμπία Κακουλίδου (1921-2012), την οποία γνώρισε στη σχολή «Σχοινά». 

Αγαπούσε ιδιαίτερα τις τέχνες και τα γράμματα. Διάβαζε πολύ και υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Συλλόγου «Η τέχνη». Αγαπούσε την ποίηση του Κωστή Παλαμά, Γιώργου Σεφέρη και τον Οδυσσέα Ελύτη. Σημαντική υπήρξε και η συμβολή του ως ιστορικού τέχνης. Πραγματοποίησε πολλές ανασκαφικές έρευνες στη Βέροια, τη Νάουσα, το Κιλκίς, τη Χαλκιδική, τη Θεσσαλονίκη, αλλά το κύριο ανασκαφικό του έργο συγκεντρώθηκε στη Βεργίνα. 


 

Η Βεργίνα ανεσκάφη πρώτη φορά υπό του L. Heuzey το 1861 και μεταξύ των ανασκαφών υπήρξε και το Ανάκτορο. Ανασκαφές στην περιοχή έγιναν και κατά την περίοδο 1937-1940, από τον Κ. Ρωμαίο, ενώ η ανασκαφική εμπλοκή του Μ. Ανδρονίκου ξεκίνησε το 1949, αρχικά έως το 1960, όπου ειδικά στο Ανάκτορα συνεργάσθηκε με τους Γ. Μπακαλάκη εκ μέρους του ΑΠΘ και Χ. Μακαρονά από πλευράς Εφορίας Αρχαιοτήτων. 

Μέχρι το 1970, είχαν περατωθεί ουσιαστικά οι ανασκαφές στο Ανάκτορο, και αυτήν περίπου την εποχή ο N. Hammond υποστήριξε το ενδεχόμενο πως ανασκάπτονταν πιθανότατα οι Αρχαίες Αιγές. Με την μεταπολίτευση και συγκεκριμένα το 1976 ο Μ. Ανδρόνικος, άρχισε ν΄ ανασκάπτει την Μεγάλη Τούμπα[12]. Ο τάφος του Φίλιππου Β΄ της Μακεδονίας 

Η κορυφαία στιγμή της πορείας του θεωρείται η 8η Νοεμβρίου 1977, όταν στη Βεργίνα έφερε στο φως ένα από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά μνημεία, τον ασύλητο μακεδονικό τάφο ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας. Στο εσωτερικό του τάφου διασώζονταν πολυάριθμα κτερίσματα, μεταξύ των οποίων μοναδικά και ανεκτίμητης αξίας έργα τέχνης, τα οποία εκτίθενται στη Μεγάλη Τούμπα της Βεργίνας. 

Η πληθύς και η αξία των κτερισμάτων και τα στοιχεία αφηρωισμού της ταφής, πολύ δύσκολα μπορεί να αποδοθεί σε έναν ένδοξο νεκρό ο οποίος δεν υπήρξε βασιλέας. Διατύπωσε την άποψη ότι στο μνημείο αυτό τάφηκε ο Φίλιππος Β΄, βασιλιάς της Μακεδονίας (359-336 π.Χ.). Από ορισμένους συναδέλφους του στην Ελλάδα του ασκήθηκε σκληρή έως αήθης κριτική, ενώ είναι χαρακτηριστικό πως τότε η Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρία, ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, ακόμα και η Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών, δεν του απέστειλαν συγχαρητήρια[13]. 

Παρότι έως και σήμερα η ταυτότητα του νεκρού αμφισβητείται, ωστόσο πλέον αυτό γίνεται από μία μερίδα αρχαιολόγων, μειοψηφίας ως προς αυτό στον επιστημονικό χώρο[14]. το 2008, ο ιστορικός Μιλτιάδης Χατζόπουλος υποστήριξε ότι πρόκειται για τον τάφο του Φιλίππου Β΄.[15] Το 2010, επιστημονική μελέτη των οστών που βρέθηκαν στον τάφο απέρριψε την περίπτωση να πρόκειται για τον Φίλιππο Γ΄ τον Αρριδαίο και υποστήριξε ότι τα ευρήματα είναι συμβατά μόνο με τον Φίλιππο τον Β΄.[16]

 Νεότερη επιστημονική έρευνα που δημοσιεύθηκε στο αμερικανικό επιστημονικό περιοδικό Proceedings of the National Academy of Sciences υποστήριξε ότι ο τάφος που ο Ανδρόνικος απέδωσε στον Φίλιππο Β΄ ανήκει όντως στον Αρριδαίο.[17] . 

Ωστόσο νεότερη οστεολογική εξέταση των ευρημάτων του Τάφου ΙΙ, η οποία διεξήχθη από την ανασκαφική ομάδα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και δημοσιεύθηκε το 2015-2016, οριοθέτησε ακριβέστερα την ηλικία του νεκρού στα 45+-4 έτη. Αυτό αποτελεί ένα χρονικό πλαίσιο το οποίο δεν μπορεί να υποστηρίξει ο Φίλιππος Γ΄ ο Αρριδαίος, όπως δεν μπορεί να τεθεί σε ένα μνημείο του γ΄ τετάρτου του 4ου αιώνα π.Χ., αφού έχασε την ζωή του το 317 π.Χ.[18] 

Επιπλέον διαπιστώθηκε η ύπαρξη χρήσης χουντίτη, η οποία σαφώς παραπέμπει στον αφηρωισμό των ενδόξων βασιλέων κατά την παράδοση της "λευκοχέρας" Περσεφόνης[19]. Σε συνδυασμό με την ύπαρξη ιππικών οστών τα οποία συγκροτούσαν τέθριππο και την ύπαρξη πυράς αλλά κ.ά. στοιχείων, ενισχύεται η άποψη πως ο νεκρός ήταν αφηρωισμένος και γνωρίζουμε πως ο Φίλιππος τιμώνταν το αργότερο από το 343 π.Χ. ως θεοποιημένος. Τα παραπάνω απορρίπτουν οριστικά την απόδοση στον Φίλιππο τον Γ΄. 

Η ίδια οστεολογική μελέτη κατέδειξε πως ο αφηρωισμένος νεκρός υπέφερε από χρόνιες μολύνσεις, ενδεχομένως από ενδοφθαλμίτιδα, μετά από τραύμα και πλήγμα βαθύ στο αριστερό μετακάρπιο. Αντίστοιχα τεκμηριώθηκε πως οι διαφορετικού μήκους κνημίδες (39 εκ. η μία και 41,6 η άλλη) αφορούσαν τη νεκρή, η οποία είχε όντως σπασμένη κνήμη, ενώ δεδομένα ίππευε. Τα στοιχεία της νεκρής αρμόζουν περισσότερο σε άτομο με θρακικές παραδόσεις, ιδίως στην παράδοση κατά την οποία όταν πέθαινε ένας άνδρας με πολλές συζύγους, θάβονταν μαζί και η γυναίκα την οποία θεωρούσε ως την πλέον αγαπημένη του[20]. Ο Φίλιππος ανεξάρτητα αν είχε ως βασίλισσα την Ολυμπιάδα, είχε επτά συνολικά συζύγους και η μία εξ αυτών κατάγονταν από την σκυθική Θράκη. 

Επιπλέον πρέπει να αναφερθεί πως ο Φίλιππος Γ΄ ο Αρριδαίος ετάφη στις Αιγές, αλλά αυτό έγινε λίγο αργότερα από τον Κάσσανδρο. Αυτή η μεταγενέστερη ανακομιδή, αποκλείει την νεκρική καύση του Φιλίππου Γ΄ του Αρριδαίου[21]. Η σημασία του μνημείου είναι αναμφισβήτητη και θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις του 20ού αιώνα σε παγκόσμιο επίπεδο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: