Η πλαστή πραγματικότητα της εξάπλωσης του ιού
Κατ’ αρχήν ας δούμε τα στοιχεία που μας παρέχουν τη γνώση για την πορεία και την εξάπλωση της νόσου. Καθημερινά ενημερωνόμαστε για έναν αριθμό κρουσμάτων, που δεν αντιστοιχεί στην πραγματική εξάπλωση του ιού στον πληθυσμό, αλλά αντανακλά το σύνολο των ασθενών που νοσηλεύονται με τη νόσο στα νοσοκομεία της χώρας, συν τον περιορισμένο αριθμό εκείνων που διαθέτουν τα 300 ευρώ που χρειάζονται για να διαγνωστούν σε ιδιωτικά κέντρα και οι οποίοι προκύπτουν τελικά θετικοί στον ιό.
Αν ληφθεί όμως υπόψη η πραγματικότητα, σύμφωνα με την οποία στα νοσοκομεία φτάνουν και νοσηλεύονται μόνο τα βαριά περιστατικά, καθώς ο ΕΟΔΥ συνιστά σε όσους τηλεφωνούν με ελαφρά έως μέτρια συμπτώματα της νόσου να μένουν σπίτι χωρίς νοσηλευτική φροντίδα, γίνεται φανερό το γιατί ο αριθμός των κρουσμάτων που καθημερινά ανακοινώνεται από το υπουργείο υγείας αντιστοιχεί σε ένα μικρό μόνο μέρος των συνολικών κρουσμάτων της πανδημίας.
Ο ίδιος ο κ. Τσιόδρας επιβεβαιώνει την υποεκτίμηση της εξάπλωσης της νόσου, καθώς αμφισβητεί τον αριθμό των κρουσμάτων που ο ίδιος δίνει καθημερινά. Ανεβάζοντας τον πραγματικό αριθμό από τα 1.156 διαπιστωμένα κρούσματα, που είναι σήμερα, στους 10.000. Ή και περισσότερους.
Ο πρώην υπουργός υγείας Παύλος Πολάκης από την άλλη, ανεβάζει τον αριθμό αυτόν στα 40.000 - 50.000 συνολικά κρούσματα.
Η μεγάλη απόκλιση μεταξύ εκτιμήσεων και διαπιστωμένων κρουσμάτων, δικαιολογείται από την κρίσιμη επιλογή που έχει κάνει η ελληνική κυβέρνηση, να μην διεξάγονται συστηματικά διαγνωστικά τεστ στον πληθυσμό. Μέχρι σήμερα έχουν γίνει στη χώρα περί τα 13.000 διαγνωστικά τεστ μόνο, τη στιγμή που η Γερμανική κυβέρνηση πέτυχε το μεγάλο στόχο να μειώσει την αναλογία των θανάτων ως προς το συνολικό αριθμό κρουσμάτων, ακριβώς επειδή εκτελεί 300.000 - 500.000 διαγνωστικά τεστ εβδομαδιαία.
Έτσι, γνωρίζοντας ποιοι είναι φορείς και ποιοι από τον γενικό πληθυσμό ασθενούν, έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν πολύ καλύτερες ιατρικές και νοσηλευτικές υπηρεσίες σε όσους το χρειάζονται. Με αποτέλεσμα να θεραπεύεται πολύ μεγάλος αριθμός όσων νοσούν, ενώ συγχρόνως να αντιμετωπίζεται πολύ αποτελεσματικά και το κρίσιμο ζήτημα του περιορισμού της εξάπλωσης και εντέλει της εξάλειψης της νόσου, που είναι και ο τελικός στόχος.
Επιπλέον, γνωρίζοντας η Γερμανική κυβέρνηση με σχετικά μεγάλη ακρίβεια ποιοι ασθενούν και ποιοι είναι φορείς, έχει τη δυνατότητα να απομονώνει μόνο εκείνους που μεταδίδουν τον ιό, αποφεύγοντας έτσι σε μεγάλο βαθμό τα τυφλά και οριζόντια περιοριστικά μέτρα.
Η άγνοια του πραγματικού βαθμού εξάπλωσης της νόσου στον πληθυσμό όμως, έχει και μια ακόμη παράπλευρη απώλεια. Όσο λιγότερα γνωρίζουμε για την πραγματικότητα της εξάπλωσης του ιού στον γενικό πληθυσμό, τόσο πιο αργά και πιο καθυστερημένα θα σταματήσουν τα περιοριστικά μέτρα, κάτω από τον φόβο να αναζωπυρωθεί η μετάδοση της πανδημίας.
Έτσι, παραμένει άγνωστο το πόσον καιρό ακόμη θα χρειαστεί να μείνουμε στα σπίτια μας, όπως και το για πόσο καιρό ακόμη η οικονομία θα βρίσκεται στον πάγο.
Η μόνη θετική επίπτωση της επιλογής της υποκαταγραφής των κρουσμάτων,, είναι ότι η Ελλάδα εμφανίζεται στα διεθνή στατιστικά μοντέλα ως μια χώρα που κατάφερε να περιορίσει αποτελεσματικά τη μετάδοση και εξάπλωση του ιού, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες που μαστίζονται από την αύξηση των κρουσμάτων, αλλά και των θανάτων από την πανδημία.
Η πλαστή αυτή πραγματικότητα που παρουσιάζεται προς τα έξω, δίνει την ευκαιρία στην ελληνική κυβέρνηση να κερδίζει, προσωρινά, πόντους και στον πρωθυπουργό την απατηλή, όσο και πρόσκαιρη εικόνα ενός αποτελεσματικού ηγέτη που νίκησε την πανδημία με τις δύσκολες, πλην σωστές αποφάσεις του.
Γιάννης Μυλόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου