«Σκληρός, άκαρδος κόσμος, που δε άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα πάνω απ’ το δένδρο που βρέχεται»
Τ. Λειβαδίτης
Τη Μαρία, τη μικρή Ρουμάνα, την ξέρω από τότε που ήταν πέντε χρόνων. Τη θυμάμαι να περιφέρεται στη στοά, ένα μικρούλι τόσο δα πλασματάκι, αδύνατο, με μακριά μαύρα μαλλιά και ρούχα πολύ μεγάλα ή πολύ μικρά και πάντα ταλαιπωρημένα. Τον πρώτο καιρό που φάνηκε στην περιοχή, στεκόμουν στην πόρτα και προσπαθούσα να καταλάβω από πού έρχεται και πού πάει, ένα μικρό παιδάκι μόνο του στο δρόμο. Δεν έμαθα ποτέ με σαφήνεια, ποια είναι η ιστορία της.
Οι συνάδελφοι λένε πως η μαμά της είναι πάντα κάπου εκεί κοντά και πουλάει χαρτομαντηλα και στυλό στην πλατεία. Δεν έμαθα επίσης ποιος της κόλλησε το «Μαρία», αλλά όλοι έτσι την φωνάζουν κι ακούει σ’αυτό.
Η Μαρία, λοιπόν, δεν ζητάει ποτέ χρήματα. Θέλει να παίξει με το σκύλο του διπλανού μαγαζιού. Θέλει μια ζεστή μπουγάτσα. Της αρέσει πολύ το μίλκο. Αν κάποιος τη ρωτήσει αν χρειάζεται κάτι, ζητάει μια κούκλα. Πάντα ζητάει κούκλα.
Κατά το μεσημεράκι, η Μαρία μπαίνει στο μαγειρείο. Μετράει το ψιλά που της έδωσε η μαμά της και παίρνει μακαρόνια. Κρατάει σφιχτά στα χεράκια της το πακετάκι και χάνεται προς την πλατεία.
Μια μέρα την πέτυχα κι εγώ εκεί. Στεκόταν ανάμεσά στους άλλους πελάτες και περίμενε υπομονετικά τη σειρά της. Η σειρά της όμως δεν ερχόταν ποτέ. Η Μαρία θα σκεφτόταν σίγουρα πως είναι αόρατη. Σήκωνε τα πόδια στις μύτες και κοιτούσε ανήσυχα την κυρία που σέρβιρε τις μερίδες. Όταν ήρθε η δική μου σειρά την τράβηξα κοντά μου-με ξέρει και με εμπιστεύεται-βάζοντας το χέρι μου γύρω από τους ώμους της και κάρφωσα με τα μάτια την σερβιτόρα.
-Μαρία, τι θα φας;
-Μακαόνια
-Μπορείς να διαλέξεις ό,τι θέλεις, έχει πολλά φαγητά. Σκέψου με την ησυχία σου.
Το σκέφτηκε μια στιγμή, αλλά κατάλαβα ότι τα έχασε με όλα αυτά τα φαγητά που έβλεπε αραδιασμένα στη βιτρίνα.
-Μακαόνια, επέμεινε…
Όταν ή μερίδα της Μαρίας ετοιμάστηκε η «κυρία»(αλλοδαπή και η ίδια) έκρινε καθήκον της να με συμβουλεύσει.
-Δεν είναι τόσο αθώα, όσο θέλεις να νομίζεις. Είναι πολύ πονηρή.
Έπνιξα μια παρόρμηση να την αρπάξω από το μαλλί και να της χώσω το κεφάλι μεσα στο ταψί με τον πουρέ. Κατέπνιξα και την αμέσως επόμενη παρόρμηση να την περάσω γενεές δεκατέσσερις. Ήταν εκεί το παιδί και δεν θα επέτρεπα να ταραχτεί με λόγια και σκηνές που θα απασχολούσαν το μυαλουδάκι του για καιρό. Γύρισα κι έφυγα ήσυχα και εννοείται πως δεν ξαναπάτησα.
Δεν είναι τόσο αθώα λοιπόν η Μαρία. Κι όποιος δεν είναι αθώος, είναι ένοχος. ‘Ένοχο ένα παιδί που από τα 5 του χρόνια γυρίζει μόνο τους στους αφιλόξενους δρόμους μια μεγάλης πόλης, με πανύψηλους ανθρώπους, πάντα βιαστικούς και πάντα εκνευρισμένους. Πονηρό ένα παιδι που ποιος ξέρει τι καταστάσεις κλήθηκε να διαχειριστεί σε μια ηλικία που έπρεπε να πηγαίνει νηπιαγωγείο και να παίζει με πλαστελίνες σε ένα περιβάλλον απόλυτα ασφαλές και οικείο.
Η Μαρία είναι σήμερα 9 χρόνων. Περνάει ακόμη από την περιοχή μας. Μόνο που τώρα πουλάει χαρτομάντιλα. Της αρέσει ακόμη το μίλκο και όταν πεινάει πηγαίνει στην Γεωργία που της έχει πάντα φυλαγμένο ένα κομμάτι μπουγάτσα. Σύντομα η Μαρία θα χάσει την παιδικότητα της και κάποιοι θα την βρουν χαριτωμένη με έναν άλλον τρόπο. Έναν τρόπο που δεν θέλω καθόλου να τον σκέφτομαι.
Η Μαρία που ήταν ένοχη, ήδη από τα πέντε της χρόνια, δεν ξέρω τι θα βρει μπροστά της. Είναι το δέντρο που βρέχεται. Κοινώς αποδεκτό και απόλυτα συνηθισμένο θέαμα. Είναι η μοίρα του τέτοια. Ποιος τρελός ανοίγει μιαν ομπρέλα πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται;
Ν-ήμαρ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου