Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2016

Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΥ ΔΕΡΜΑΤΟΣ


 Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης*

Περισσότερο από μισό αιώνα πριν, όπως πολύ σωστά κάποιοι από το NAACP (National Association for the Advancement of Colored People) τόνισαν, ήταν ασφαλέστερο να πυροβολήσεις έναν νέγρο, απ’ ότι ένα ελάφι εκτός κυνηγητικής περιόδου.
Το 1966, με τη σειρά του, το New Haven Black Panther Party, διατύπωνε μια έκκληση η οποία ακούγεται συνεχώς στο Ferguson του Μιζούρι: «Θέλουμε άμεσο τερματισμό της αστυνομικής βαρβαρότητας και της δολοφονίας μαύρων ανθρώπων».


Η πρώτη διατύπωση, αποκαλύπτει τη βασική συνέχεια των περίεργων και ίσως ανεξήγητων, αστυνομικών πυροβολισμών εναντίον των άοπλων νέγρων, κυρίως νεαρής ηλικίας, σε καλές και κακές στιγμές, σε εποχές μεγαλύτερης και μικρότερης επίσημης μισαλλοδοξίας, σχεδόν σε όλες τις περιοχές της απέραντης χώρας, από το Δέλτα του Μισισιπή έως τις βόρειες μητροπόλεις, ενώ η δεύτερη αποκαλύπτει τη βασική απαίτηση των μαύρων οργανώσεων όλα αυτά τα χρόνια, τουτέστιν να προστατευθεί η ζωή των μαύρων πολιτών.

Αναμφίβολα, οι περισσότεροι αφροαμερικανοί έχουν βιώσει, άμεσα ή έμμεσα, την άδικη μεταχείριση από την αστυνομία.

Σε μια, σχετικά πρόσφατη δημοσκόπηση στο Ferguson, το ένα τέταρτο των μαύρων, δήλωσε ότι σε κάποια φάση της ζωής του είχε νιώσει άδικη μεταχείριση στις συναλλαγές του με την αστυνομία.

Αυτή η δημοσκόπηση παρουσιάζει ένα κρίσιμο μοτίβο της αμερικανικής ζωής. Τουλάχιστον από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, στην αμερικανική ποινική αστυνομία και δικαιοσύνη, υπάρχει περίεργη άποψη για το φυλετικό διαχωρισμό.

Η ενηλικίωση των νεαρών νέγρων διέρχεται από διάφορες φάσεις, μέσα στις οποίες σίγουρα περιλαμβάνεται η συμπεριφορά απέναντι στα αστυνομικά όργανα, πως θα πρέπει να φροντίζουν να αποφεύγουν κάποια πράγματα που άλλοι θεωρούν δεδομένα, όπως το περπάτημα σε συγκεκριμένες ώρες της νύχτας, με ορισμένους τρόπους ντυσίματος και χωρίς την κατάλληλη ταυτοποίηση.

Οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι η μαύρη ιδιότητα του πολίτη είναι ύποπτη και ότι το μαύρο χρώμα αποτελεί αληθινή πρόκληση στην εξουσία, αφού η βάναυση αστυνομική χρήση βίας πολλές φορές γίνεται χωρίς σοβαρή υποκείμενη αιτία.

Οι μαύροι νομικοί αποκαλούν τις συγκεκριμένες στιγμές, ως «φυλετική πολιτογράφηση» (racial naturalization), και την εκλαμβάνουν ως ρητή διάκριση εις βάρος τους ή γενικότερα της φυλετικής τους ομάδας, ενώ όλο και λιγότερο πιστεύουν ότι είναι ισότιμοι πολίτες σε αυτή τη χώρα με όλα τα δικαιώματα και την προστασία που έχουν οι άλλοι άνθρωποι.

Κι αν δεν μάθουν όλα αυτά τα μαθήματα αρκετά γρήγορα, κινδυνεύουν αργότερα σε σύγχυση ή απελπισία όταν οι επώδυνες υπενθυμίσεις επανεμφανίζονται με την όποια μορφή!

Ο Michael Brown είναι ήδη νεκρός, αλλά αυτό δεν πρέπει να επισκιάσει το πραγματικό ζήτημα, ότι δηλαδή η βία λαμβάνει χώρα στη μαύρη ψυχή σε καθημερινή βάση, μέσω των αλληλεπιδράσεων της αστυνομίας με τις μαύρες κοινότητες.

Ο πυροβολισμός του Michael Brown (1996-2014), που έλαβε χώρα στις 9 Αυγούστου 2014, στο Ferguson του Μιζούρι, ένα προάστιο του Σεντ Λούις, από τον εικοσιοκτάχρονο λευκό αστυνομικό Darren Wilson, ξανάφερε στο προσκήνιο αναρίθμητες και επώδυνες μνήμες, με διαμαρτυρίες και πολιτική αναταραχή, δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή τόσο στις ΗΠΑ όσο και στο εξωτερικό, και προκάλεσε ζωηρές συζητήσεις για τη σχέση της επιβολής του νόμου στους αφροαμερικανούς και την αστυνομική χρήση βίας στο Μισούρι αλλά και σε εθνικό επίπεδο.

Φυσικά δεν είναι το τελευταίο περιστατικό αφού ακολούθησαν δυστυχώς κι άλλα παρεμφερή σε διαφορετικές Πολιτείες, με αποτέλεσμα, όπως λένε, η αστυνομία να θεωρείται η «κυβέρνηση» των μαύρων!

Ο μαύρος κοινωνιολόγος, δοκιμιογράφος, αρθρογράφος και συγγραφέας, Kelly Miller (1863-1939), κατανόησε γρήγορα το στενό σύνδεσμο μεταξύ αστυνομίας και φυλετικής κοινωνικοποίησης όταν δήλωνε, «ότι πολύ συχνά το ρόπαλο του αστυνομικού είναι το μόνο όργανο του νόμου με το οποίο ο νέγρος έρχεται σε επαφή».

Αυτό οπωσδήποτε παραπέμπει σε δυσπιστία και αγανακτισμένη στάση των αφροαμερικανών απέναντι στις δημόσιες αρχές, αφού η ποινική δικαιοσύνη, ίσως περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο ίδρυμα στην Αμερική, είναι κατά τους ισχυρισμούς τους, η κυβέρνηση για αυτούς.

Η χρήση του εγκλήματος από τους μαύρους, λειτούργησε στο παρελθόν αλλά και σήμερα ακόμα, για να αμβλύνει τις αξιώσεις ισότητας και να εκτρέψει την προσοχή μακριά από την καθυστερημένη ωρίμανση του δόγματος της ισότητας όλων των πολιτών του έθνους, ισχυρίζονται πολλοί.

Το μαύρο έγκλημα γεννήθηκε από τη στιγμή της ανασυγκρότησης του έθνους και έγινε από τα διαρκή φυλετικά στερεότυπα, βασική δικαιολογία για το μαύρο αποκλεισμό και διαχωρισμό, αφού η έννοια της βιολογικής κατωτερότητας και ακαταλληλότητας των μαύρων για την κοινωνική ιδιότητα του πολίτη, έχασε σταδιακά την πειστική της δύναμη.

Εκεί που όλα τα άλλα απέτυχαν, το κεντρικό κομμάτι της φυλετικής ιδεολογίας παρέμεινε άθικτο, και μεταδόθηκε σε όλη τη χώρα για δεκαετίες.

Το 1968, ψηφίστηκε από το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών, η νομοθεσία «Omnibus Crime Control and Safe Streets Act» που αφορούσε την ασφάλεια και το έγκλημα στους δρόμους της Αμερικής και υπογράφτηκε από τον τότε Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, Λύντον Τζόνσον.

Με αυτό το νόμο, δόθηκαν αρκετά δισεκατομμύρια δολάρια στις τοπικές και τις κρατικές αστυνομικές δυνάμεις για να αυξηθεί το ανθρώπινο δυναμικό, να προχωρήσει η εγκατάσταση αναγκαίων τεχνολογιών παρακολούθησης και ελέγχου, καθώς και η κυκλοφορία τακτικών περιπολιών ειδικών αστυνομικών ομάδων για εγκλήματα και ειδικότερα για ναρκωτικά, στις ταραγμένες μαύρες γειτονιές.

Μια τέτοια ομάδα στο Ντιτρόιτ, για παράδειγμα, ονομάστηκε S.T.R.E.S.S. (Stop the Robberies, Enjoy Safe Streets, δηλαδή: βάλτε τέλος στις ληστείες και απολαύστε ασφαλείς δρόμους), και σκότωνε κατά μέσον όρο ένα νέο μαύρο άνδρα το μήνα κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της μέχρι το 1974, οπότε ο Coleman Young, ο πρώτος αφροαμερικανός δήμαρχος του Ντιτρόιτ, διέλυσε τη μονάδα.

Μέχρι τότε, οι περισσότερες πόλεις είδαν αύξηση των ποσοστών σύλληψης, για αιτίες περίπου ίδιες με τις σημερινές, ειδικά σε εκείνες τις περιοχές οι οποίες έλαβαν τη μεγαλύτερη χρηματοδότηση.

Στη συνέχεια, όπως καταγγέλλουν οι μαύροι, η κεντρική κυβέρνηση δεν προστάτευσε ικανοποιητικά τη μαύρη ζωή από εξωδικαστικές βίαιες ενέργειες.

Αν και δεν είναι ευρέως γνωστό, οι μισές περιπτώσεις από τα 5.000 λιντσαρίσματα που σημειώθηκαν κατά το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, χαρακτηρίστηκαν από την ενεργό συμμετοχή των αρχών επιβολής του νόμου και όχι απλώς εγκαταλείποντας το θύμα αβοήθητο μέσα στον όχλο ή βοηθώντας με όποιο τρόπο στη συγκάλυψη του περιστατικού.

Σε όλες σχεδόν τις φυλετικές ταραχές του προηγούμενου αιώνα, η αστυνομία αδράνησε κατά τη διάρκεια των επιθέσεων σε μαύρους, ενώ συχνά συμμετείχε.

Από την άλλη μεριά, πολλοί ακτιβιστές εναντίον του λιντσαρίσματος αγωνίστηκαν για το νόμο, την τάξη και για ομοσπονδιακή αστυνομική επιτήρηση, βιώνοντας εκ του σύνεγγυς την τοπική αστυνομική βαρβαρότητα.

Ίσως αποτελεί θλιβερή ειρωνεία, αλλά η εκστρατεία για την προστασία της ζωής των μαύρων, ξεκίνησε λίγα χιλιόμετρα μακρυά από το Ferguson, το 1919.

Εκείνη τη χρονιά, ο Leonidas Dyer (1871 - 1957) με καταγωγή το Μιζούρι, έγινε από τους πιο φιλόδοξους και επίμονους υποστηρικτές νομοσχεδίου εναντίον του λιντσαρίσματος στο Κογκρέσο, και πρότεινε αυτό να θεωρείται ομοσπονδιακό έγκλημα που θα μπορούσε να επισύρει ποινή φυλάκισης μέχρι πέντε χρόνια.

Πράγματι, ένας από τους λόγους που τόσοι πολλοί μαύροι ‘πρόσφυγες’ ταξίδεψαν στο Σαιντ Λούις του Μιζούρι, το 1920, ήταν η φυγή τους από το Ανατολικό Σεντ Λούις (East St.Louis) που ανήκει στην Πολιτεία του Ιλινόις, όταν ένας εξαγριωμένος λευκός όχλος οργάνωσε αιματηρή επίθεση στους μαύρους κατοίκους, αφήνοντας κυριολεκτικά πολλούς χωρίς σπίτι για να γυρίσουν πίσω.

Βεβαίως για να είμαστε ακριβείς στους ορισμούς, η βιαιότητα της αστυνομίας και οι πυροβολισμοί εναντίον των αόπλων μαύρων, δεν αποτελεί λιντσάρισμα με τον τρόπο που γινόταν στο πρώτο μέρος του εικοστού αιώνα.

Η μαύρη αντίσταση στα λιντσαρίσματα στην εποχή μετά την ανοικοδόμηση και η παρενόχληση από την αστυνομία της δεύτερης εποχής ανασυγκρότησης, έδωσε αφορμή συχνά για βίαια αντίποινα.

Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση σύρθηκε απρόθυμα στον αγώνα και έριξε την ευθύνη για την προστασία των μαύρων στις τοπικές αστυνομικές δυνάμεις, και μόνο στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ένας νόμος έδινε στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση την εξουσία να ερευνήσει τις τοπικές αστυνομικές δυνάμεις που έδειχναν κάπως «ανάρμοστη» συμπεριφορά.

Η Γερουσία των Ηνωμένων Πολιτειών ζήτησε τελικά συγγνώμη τα τελευταία χρόνια για την αποτυχία των προκατόχων τους να περάσουν νομοθεσία που θα απέτρεπε τις αδικαιολόγητες δολοφονίες μαύρων από τους όχλους οι οποίοι λειτουργούσαν με την αποδοχή ή και την ενθάρρυνση από την αστυνομία.

Η απολογία βεβαίως ήταν για την αποτυχία να σταματήσει η βία εναντίον των μαύρων από τους γνωστούς-αγνώστους όχλους του λιντσαρίσματος και όχι για τις συνεχιζόμενες προστριβές των νεαρών μαύρων και τις αλληλεπιδράσεις τους με την αστυνομία στους δρόμους.

Η ημέρα όμως που το τελευταίο νομοσχέδιο κατά του λιντσαρίσματος στη δεκαετία του 1940, απορρίφθηκε στην πράξη, ήταν η δραματική μέρα του Michael Brown στο Ferguson.

Άλλη μια φορά, το έθνος αυτό απέτυχε να προστατεύσει τη μαύρη ζωή, είτε βασιζόμενο στην ‘απόφαση του Dred Scott’ του 1847, όπου το δικαστήριο στην πιο διαβόητη ίσως υπόθεση, απεφάνθη ότι οι μαύροι δεν έχουν δικαιώματα για τα οποία το κράτος δεσμεύεται να προστατεύσει και ότι δεν θα μπορούσαν ποτέ να γίνουν ισότιμοι πολίτες των Ηνωμένων Πολιτειών.

Μετά από τουλάχιστον έναν αιώνα ξυλοδαρμών από την αστυνομία, πυροβολισμών και λιντσαρισμάτων μαύρων ανδρών και γυναικών, πολλά άλλαξαν εκεί και πολλά όχι, αλλά δυστυχώς οι περισσότεροι λευκοί δεν ερμήνευσαν τα γεγονότα του Ferguson ότι έχουν να κάνουν με τη φυλετική ανισότητα ή κάποιες επίσημες εκδηλώσεις βίας εναντίον του μαύρου πληθυσμού, όπως στο παρελθόν.

*Διευθυντής Χειρουργός Παν. Νοσ. Ηρακλείου


Δεν υπάρχουν σχόλια: