«Μένω σε αυτοκίνητο, τρώω όπου βρω, ψάχνω τις αγγελίες...»
Τώρα πια το κοινωνικό περιθώριο δεν είναι μια απλή θεωρητική ταξινόμηση. Είναι η άγρια πραγματικότητα χιλιάδων ανθρώπων που ζουν, χωρίς καλά καλά να το καταλάβουν, στους δρόμους της απόγνωσης. Το FORUM συνάντησε τρεις από αυτούς και συζήτησε μαζί τους για το πώς πέρασαν από την οργανωμένη καθημερινότητα που κάποτε είχαν στην κόκκινη ζώνη της φτώχειας και της διαρκούς αβεβαιότητας
Κοιμάται στο αυτοκίνητό του μήνες τώρα, σχεδόν από τη στιγμή που έχασε τη δουλειά του. Οταν θέλει να ξεφύγει από τον εφιάλτη που ζει, ακούει και γράφει μουσική...
«Δούλευα ως security και ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα μείνω χωρίς δουλειά. Είναι εφιαλτικό να αισθάνεσαι ξαφνικά αποκομμένος από την ίδια τη ζωή. Είχα δουλειά, είχα σπίτι, είχα μια οργανωμένη καθημερινότητα. Τώρα δεν έχω τίποτα.
Γρηγόρης Μπαχάρης, 31 ετών Εκανε το αυτοκίνητο σπίτι από τότε που έχασε τη δουλειά του. Ο Γρηγόρης αγωνίζεται να βρει ξανά τη ζωή του
Μένω στο αυτοκίνητό μου και τρώω όπου βρω. Ψάχνω κάθε μέρα για δουλειά. Με τις αγγελίες στο χέρι είμαι, αλλά τίποτα... Στην αρχή πίστευα ότι θα έβρισκα κάτι, αλλά σιγά σιγά η ελπίδα σβήνει και τη θέση της παίρνει η απογοήτευση, η απελπισία, η απόγνωση, η κατάθλιψη. Υπάρχουν μέρες που νομίζω ότι εδώ είναι το τέρμα. Και άλλες που σκέφτομαι ότι είμαι μικρός ακόμα για να τα παρατήσω, να μην προσπαθήσω ξανά και ξανά να αποκτήσω ό,τι έχασα».
Ο Γρηγόρης παίρνει μια ανάσα και σαν να συλλογίζεται τι τον περιμένει, ανοίγει την καρδιά του: «Δεν ξέρω πώς θα τα καταφέρω να σταθώ στα πόδια μου.
Δεν είμαι ο μόνος. Καθημερινά, βλέπω νέους ανθρώπους να αναζητούν ένα πιάτο φαγητό. Σίγουρα και αυτοί ψάχνουν για δουλειά. Με πιάνει τρέλα...».
Ο 31χρονος άνεργος είναι περήφανος. Θέλει να τα καταφέρει μόνος. Οταν τον ρωτάμε αν έχει οικογένεια, χαμογελά πικρά και λέει: «Ο πατέρας μου μένει εδώ στην Αθήνα, έχει κάνει άλλη οικογένεια, η μητέρα μου στην Ηλεία... Δεν έχω καμία επαφή με κανέναν. Ισως αν ζούσε η αδερφή μου... Καλύτερα μόνος.
«Μένω σε αυτοκίνητο, τρώω όπου βρω, ψάχνω τις αγγελίες...»
Οπως έπεσα θα ξανασηκωθώ. Εχω διάθεση για δουλειά. Θα συνεχίσω να αναζητώ και ελπίζω ότι κάποια στιγμή, όχι πολύ αργά για μένα, κάτι θα βρω. Δεν γίνεται να συνεχίσω να ζω μέσα σε ένα αυτοκίνητο για πολύ. Αισθάνομαι αποκομμένος από όλους και απ' όλα... Με πνίγει η αδικία αλλά τι να κάνω...»
Μετά είκοσι χρόνια συνεχούς εργασίας στο κρατικό ραδιόφωνο, η κρίση και η επακόλουθη αύξηση της ανεργίας τον οδήγησαν στην απελπισία, αφού δεν μπορούσε πλέον να συντηρήσει τον εαυτό του. Κάπως έτσι, ο Γιώργος Μπαρκούρης, σε ηλικία εξήντα ετών, βρέθηκε στον δρόμο.
«Μετά το ραδιόφωνο, δούλεψα κάποια χρόνια ως τεχνικός δικτύων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών αλλά και στο Τμήμα Ευρωπαϊκών Υποθέσεων. Κάποια στιγμή η εργασία μου έγινε part-time, μέχρι που, μήνα με τον μήνα την έχασα κι αυτή. Ξέρω ότι είναι αρκετά δύσκολο για τους νέους ανθρώπους που προσπαθούν να ξεκινήσουν τη ζωή τους και δεν βρίσκουν δουλειά, αλλά σκεφθείτε και το ψυχολογικό άγχος που έχει ένας άνθρωπος της ηλικίας μου, όταν μένει άνεργος, λίγο πριν απ' τη σύνταξη!
Με στήριξαν...
Μέχρι σχετικά πρόσφατα με στήριζε ένας δικός μου άνθρωπος, αλλά θεώρησα ότι αυτό δεν μπορούσε να συνεχιστεί άλλο και έφυγα».
Ο κ. Μπαρκούρης, παρά το γεγονός ότι έχει παιδιά και εγγόνι, φιλοξενείται στον ξενώνα της οργάνωσης «Κλίμακα» στον Κεραμεικό, όπου, όπως λέει, οφείλει πολλά για τη στήριξη και τη βοήθεια. «Oλα δείχνουν ότι έχει φθαρεί ο θεσμός της οικογένειας όπως τον ξέραμε.
Στα δύσκολα θέλουμε τους δικούς μας ανθρώπους αλλά εκεί είναι που δεν τους έχουμε. Η αλήθεια είναι ότι η όλη κατάσταση που βιώνω κάποια στιγμή πήγε να με πάρει από κάτω αλλά αποφάσισα να σταθώ και να προσπαθήσω να συνεχίσω.
Ο άστεγος είναι ένας ταλαιπωρημένος άνθρωπος, μέσα στον φόβο του, δεν βγάζει δύναμη από μέσα του για να προσπαθήσει για κάτι καλύτερο... Ζω εδώ, κοιμάμαι εδώ σε αυτό το κρεβάτι, και κάθε νύχτα βλέπω ανθρώπους δίχως ένα κρεβάτι, δίχως κατάλυμα. Είναι σοκαριστικό.
Πρέπει κάτι να κάνει η πολιτεία για μας... Ας διαθέσει τα ξενοδοχεία που έκλεισαν. Ας δείξουν ότι θέλουν να μας βοηθήσουν.
Από όλη αυτήν την κατάσταση η θυσία πέφτει σε μας», λέει ο 60χρονος άστεγος, που θέλει να βγάλει μια μειωμένη σύνταξη για να τα φέρει βόλτα.
«Νιώθω ζωντανός νεκρός. Θέλω να βρω δουλειά»
«Τρεις μήνες χωρίς δουλειά, τρεις μήνες στους δρόμους. Βρέθηκα από ένα σπίτι που έμενα σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο και από εκεί όπου με έβρισκε το βράδυ. Ξέρετε τι είναι να κοιμάσαι με -2 και -3 βαθμούς Κελσίου; Δούλευα στις απολυμάνσεις και τόσα χρόνια δεν έμεινα ούτε στιγμή χωρίς δουλειά. Μόνο τώρα, ψάχνω και δε βρίσκω...
Ευτυχώς που τις τελευταίες μέρες έχω βρει ένα δωμάτιο και αισθάνομαι ξανά ότι βρίσκω ένα σημείο αναφοράς που είχα χάσει αυτό το τρίμηνο... Νιώθω ζωντανός νεκρός. Θέλω να βρω μια δουλειά. Τρελαίνομαι όταν βλέπω ανθρώπους να φεύγουν, σκυμμένοι και ταλαιπωρημένοι, αφού έφαγαν ένα πιάτο φαΐ. Αναρωτιέμαι πού πάνε... Και προσέξτε: οι άστεγοι δεν είναι αλήτες. Είναι άνθρωποι που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Προσπαθούν να επιβιώσουν όπως όπως και δεν είναι καθόλου εύκολο. Οταν κοιμάσαι έξω, θα έρθουν να σε κλωτσήσουν, να σε κλέψουν, θα έρθει ο αστυνόμος να σε διώξει, θα παραπονεθεί η γειτονιά ότι βρωμίζεις τον τόπο... Κι όμως. Κάποτε είχα μια φυσιολογική ζωή. Εχω και μια κόρη. Αλλά η επαφή χάθηκε... Θα ήθελα ένα στήριγμα αλλά τι να κάνω; Θα πορευτώ έτσι...»
Τώρα πια το κοινωνικό περιθώριο δεν είναι μια απλή θεωρητική ταξινόμηση. Είναι η άγρια πραγματικότητα χιλιάδων ανθρώπων που ζουν, χωρίς καλά καλά να το καταλάβουν, στους δρόμους της απόγνωσης. Το FORUM συνάντησε τρεις από αυτούς και συζήτησε μαζί τους για το πώς πέρασαν από την οργανωμένη καθημερινότητα που κάποτε είχαν στην κόκκινη ζώνη της φτώχειας και της διαρκούς αβεβαιότητας
Κοιμάται στο αυτοκίνητό του μήνες τώρα, σχεδόν από τη στιγμή που έχασε τη δουλειά του. Οταν θέλει να ξεφύγει από τον εφιάλτη που ζει, ακούει και γράφει μουσική...
«Δούλευα ως security και ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα μείνω χωρίς δουλειά. Είναι εφιαλτικό να αισθάνεσαι ξαφνικά αποκομμένος από την ίδια τη ζωή. Είχα δουλειά, είχα σπίτι, είχα μια οργανωμένη καθημερινότητα. Τώρα δεν έχω τίποτα.
Γρηγόρης Μπαχάρης, 31 ετών Εκανε το αυτοκίνητο σπίτι από τότε που έχασε τη δουλειά του. Ο Γρηγόρης αγωνίζεται να βρει ξανά τη ζωή του
Μένω στο αυτοκίνητό μου και τρώω όπου βρω. Ψάχνω κάθε μέρα για δουλειά. Με τις αγγελίες στο χέρι είμαι, αλλά τίποτα... Στην αρχή πίστευα ότι θα έβρισκα κάτι, αλλά σιγά σιγά η ελπίδα σβήνει και τη θέση της παίρνει η απογοήτευση, η απελπισία, η απόγνωση, η κατάθλιψη. Υπάρχουν μέρες που νομίζω ότι εδώ είναι το τέρμα. Και άλλες που σκέφτομαι ότι είμαι μικρός ακόμα για να τα παρατήσω, να μην προσπαθήσω ξανά και ξανά να αποκτήσω ό,τι έχασα».
Ο Γρηγόρης παίρνει μια ανάσα και σαν να συλλογίζεται τι τον περιμένει, ανοίγει την καρδιά του: «Δεν ξέρω πώς θα τα καταφέρω να σταθώ στα πόδια μου.
Δεν είμαι ο μόνος. Καθημερινά, βλέπω νέους ανθρώπους να αναζητούν ένα πιάτο φαγητό. Σίγουρα και αυτοί ψάχνουν για δουλειά. Με πιάνει τρέλα...».
Ο 31χρονος άνεργος είναι περήφανος. Θέλει να τα καταφέρει μόνος. Οταν τον ρωτάμε αν έχει οικογένεια, χαμογελά πικρά και λέει: «Ο πατέρας μου μένει εδώ στην Αθήνα, έχει κάνει άλλη οικογένεια, η μητέρα μου στην Ηλεία... Δεν έχω καμία επαφή με κανέναν. Ισως αν ζούσε η αδερφή μου... Καλύτερα μόνος.
«Μένω σε αυτοκίνητο, τρώω όπου βρω, ψάχνω τις αγγελίες...»
Οπως έπεσα θα ξανασηκωθώ. Εχω διάθεση για δουλειά. Θα συνεχίσω να αναζητώ και ελπίζω ότι κάποια στιγμή, όχι πολύ αργά για μένα, κάτι θα βρω. Δεν γίνεται να συνεχίσω να ζω μέσα σε ένα αυτοκίνητο για πολύ. Αισθάνομαι αποκομμένος από όλους και απ' όλα... Με πνίγει η αδικία αλλά τι να κάνω...»
Μετά είκοσι χρόνια συνεχούς εργασίας στο κρατικό ραδιόφωνο, η κρίση και η επακόλουθη αύξηση της ανεργίας τον οδήγησαν στην απελπισία, αφού δεν μπορούσε πλέον να συντηρήσει τον εαυτό του. Κάπως έτσι, ο Γιώργος Μπαρκούρης, σε ηλικία εξήντα ετών, βρέθηκε στον δρόμο.
«Μετά το ραδιόφωνο, δούλεψα κάποια χρόνια ως τεχνικός δικτύων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών αλλά και στο Τμήμα Ευρωπαϊκών Υποθέσεων. Κάποια στιγμή η εργασία μου έγινε part-time, μέχρι που, μήνα με τον μήνα την έχασα κι αυτή. Ξέρω ότι είναι αρκετά δύσκολο για τους νέους ανθρώπους που προσπαθούν να ξεκινήσουν τη ζωή τους και δεν βρίσκουν δουλειά, αλλά σκεφθείτε και το ψυχολογικό άγχος που έχει ένας άνθρωπος της ηλικίας μου, όταν μένει άνεργος, λίγο πριν απ' τη σύνταξη!
Με στήριξαν...
Μέχρι σχετικά πρόσφατα με στήριζε ένας δικός μου άνθρωπος, αλλά θεώρησα ότι αυτό δεν μπορούσε να συνεχιστεί άλλο και έφυγα».
Ο κ. Μπαρκούρης, παρά το γεγονός ότι έχει παιδιά και εγγόνι, φιλοξενείται στον ξενώνα της οργάνωσης «Κλίμακα» στον Κεραμεικό, όπου, όπως λέει, οφείλει πολλά για τη στήριξη και τη βοήθεια. «Oλα δείχνουν ότι έχει φθαρεί ο θεσμός της οικογένειας όπως τον ξέραμε.
Στα δύσκολα θέλουμε τους δικούς μας ανθρώπους αλλά εκεί είναι που δεν τους έχουμε. Η αλήθεια είναι ότι η όλη κατάσταση που βιώνω κάποια στιγμή πήγε να με πάρει από κάτω αλλά αποφάσισα να σταθώ και να προσπαθήσω να συνεχίσω.
Ο άστεγος είναι ένας ταλαιπωρημένος άνθρωπος, μέσα στον φόβο του, δεν βγάζει δύναμη από μέσα του για να προσπαθήσει για κάτι καλύτερο... Ζω εδώ, κοιμάμαι εδώ σε αυτό το κρεβάτι, και κάθε νύχτα βλέπω ανθρώπους δίχως ένα κρεβάτι, δίχως κατάλυμα. Είναι σοκαριστικό.
Πρέπει κάτι να κάνει η πολιτεία για μας... Ας διαθέσει τα ξενοδοχεία που έκλεισαν. Ας δείξουν ότι θέλουν να μας βοηθήσουν.
Από όλη αυτήν την κατάσταση η θυσία πέφτει σε μας», λέει ο 60χρονος άστεγος, που θέλει να βγάλει μια μειωμένη σύνταξη για να τα φέρει βόλτα.
«Νιώθω ζωντανός νεκρός. Θέλω να βρω δουλειά»
«Τρεις μήνες χωρίς δουλειά, τρεις μήνες στους δρόμους. Βρέθηκα από ένα σπίτι που έμενα σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο και από εκεί όπου με έβρισκε το βράδυ. Ξέρετε τι είναι να κοιμάσαι με -2 και -3 βαθμούς Κελσίου; Δούλευα στις απολυμάνσεις και τόσα χρόνια δεν έμεινα ούτε στιγμή χωρίς δουλειά. Μόνο τώρα, ψάχνω και δε βρίσκω...
Ευτυχώς που τις τελευταίες μέρες έχω βρει ένα δωμάτιο και αισθάνομαι ξανά ότι βρίσκω ένα σημείο αναφοράς που είχα χάσει αυτό το τρίμηνο... Νιώθω ζωντανός νεκρός. Θέλω να βρω μια δουλειά. Τρελαίνομαι όταν βλέπω ανθρώπους να φεύγουν, σκυμμένοι και ταλαιπωρημένοι, αφού έφαγαν ένα πιάτο φαΐ. Αναρωτιέμαι πού πάνε... Και προσέξτε: οι άστεγοι δεν είναι αλήτες. Είναι άνθρωποι που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Προσπαθούν να επιβιώσουν όπως όπως και δεν είναι καθόλου εύκολο. Οταν κοιμάσαι έξω, θα έρθουν να σε κλωτσήσουν, να σε κλέψουν, θα έρθει ο αστυνόμος να σε διώξει, θα παραπονεθεί η γειτονιά ότι βρωμίζεις τον τόπο... Κι όμως. Κάποτε είχα μια φυσιολογική ζωή. Εχω και μια κόρη. Αλλά η επαφή χάθηκε... Θα ήθελα ένα στήριγμα αλλά τι να κάνω; Θα πορευτώ έτσι...»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου