Η ζωή εν τάφω..
Καιρό είχα να διασταυρωθώ με φίλους.. Με κατάπιε ο ιστότοπός μου και χάθηκα.. Χθες όμως τρύπωσα σε μια χαραμάδα του χρόνου, τον κορόϊδεψα και βγήκα ν’ αναπνεύσω το γιορτινό συναίσθημα της πρωτεύουσας..
Πρωτεύουσα υπήρχε συναίσθημα δεν υπήρχε..Και κυρίως γιορτινό..
Με περπάτησαν οι συνάδελφοι φίλοι μου σε όλο το κέντρο. Κάπως σαν τουρίστας έμοιαζα που ρωτούσε μονίμως αν όλα ήταν στην θέση τους..
Τα μπαράκια τα ουζάδικα και όχι ουζερί γιατί εκνευρίζομαι, εκεί που συστήνονταν και στέριωναν οι σχέσεις των ανθρώπων. Οι έρωτες. Οι φιλίες.. Μέσα από μικροκακίες ανθυποανταγωνισμούς χαρές και λύπες. Πόλη φάντασμα η Αθήνα..
Η ανόργανη ύλη στην θέση της ακίνητη να ελπίζει σε ένα θαύμα. Πως θα φαινόταν μια ψυχή να την συντροφεύσει στην μοναξιά της..
Να του διηγηθεί ωραίες ιστορίες με ανθρώπους ολογέλαστους που είχε κατά το παρελθόν συναντηθεί και ακούσει να ψέλνουν ρεμπέτικους ύμνους συχνά πυκνά με δίχως φράγκο στην τσέπη.
Μας πήρε αμέσως όλους από κάτω η μουντάδα τ’ ουρανού.
«Καλώς τονα κι ας χάθηκες» άκουσα τον σερβιτόρο να μου λέει.. «Πιάσε ρε Νίκο τα καραφάκια μας και βάλε ένα παραπάνω για τον άσωτο απόψε» τ’ απάντησε ένας πολύ γνωστός σας και τεράστιας εμβέλειας μουσικοσυνθέτης..
Ο Γιώργος..
«Έτσι είναι ρε Γιώργο κάθε βράδυ ρώτησα γιατί τα γράφω και καμιά φορά αισθάνομαι να τρέχει στο αίμα μου η υπερβολή..»
Μειοδοτείς μου απάντησε στο φτερό.. Στοίχειωσε η πρωτεύουσα.. Η ζωή εν τάφω. Οι ψυχές κρύφτηκαν πίσω από αποσυντεθιμένα σώματα και δεν τις αισθάνομαι για να γράψω στο πεντάγραμμο δυο νότες..
Στέγνωσε η πηγή μου στέγνωσα κι εγώ κατάληξε..
Κοίταξα με βλέμμα απλανές από το τζάμι ένα ζευγάρι που βημάτιζε γοργά με τα κεφάλια σκυφτά.. Σαν παράνομοι.. Που ζούσαν λαθραία κι έτρεχαν να κρυφτούν από τον νόμο ή από τις ενοχές τους.. Που επέτρεψαν να τους κλέψουν τις ζωές..
Παρ’ όλ’ αυτά καλημέρα.. Γιατί το θαύμα τρέχει στο αίμα μας.. Κι αν τρέξουμε κι εμείς θα συναντηθούμε μαζί του..
Καιρό είχα να διασταυρωθώ με φίλους.. Με κατάπιε ο ιστότοπός μου και χάθηκα.. Χθες όμως τρύπωσα σε μια χαραμάδα του χρόνου, τον κορόϊδεψα και βγήκα ν’ αναπνεύσω το γιορτινό συναίσθημα της πρωτεύουσας..
Πρωτεύουσα υπήρχε συναίσθημα δεν υπήρχε..Και κυρίως γιορτινό..
Με περπάτησαν οι συνάδελφοι φίλοι μου σε όλο το κέντρο. Κάπως σαν τουρίστας έμοιαζα που ρωτούσε μονίμως αν όλα ήταν στην θέση τους..
Τα μπαράκια τα ουζάδικα και όχι ουζερί γιατί εκνευρίζομαι, εκεί που συστήνονταν και στέριωναν οι σχέσεις των ανθρώπων. Οι έρωτες. Οι φιλίες.. Μέσα από μικροκακίες ανθυποανταγωνισμούς χαρές και λύπες. Πόλη φάντασμα η Αθήνα..
Η ανόργανη ύλη στην θέση της ακίνητη να ελπίζει σε ένα θαύμα. Πως θα φαινόταν μια ψυχή να την συντροφεύσει στην μοναξιά της..
Να του διηγηθεί ωραίες ιστορίες με ανθρώπους ολογέλαστους που είχε κατά το παρελθόν συναντηθεί και ακούσει να ψέλνουν ρεμπέτικους ύμνους συχνά πυκνά με δίχως φράγκο στην τσέπη.
Μας πήρε αμέσως όλους από κάτω η μουντάδα τ’ ουρανού.
«Καλώς τονα κι ας χάθηκες» άκουσα τον σερβιτόρο να μου λέει.. «Πιάσε ρε Νίκο τα καραφάκια μας και βάλε ένα παραπάνω για τον άσωτο απόψε» τ’ απάντησε ένας πολύ γνωστός σας και τεράστιας εμβέλειας μουσικοσυνθέτης..
Ο Γιώργος..
«Έτσι είναι ρε Γιώργο κάθε βράδυ ρώτησα γιατί τα γράφω και καμιά φορά αισθάνομαι να τρέχει στο αίμα μου η υπερβολή..»
Μειοδοτείς μου απάντησε στο φτερό.. Στοίχειωσε η πρωτεύουσα.. Η ζωή εν τάφω. Οι ψυχές κρύφτηκαν πίσω από αποσυντεθιμένα σώματα και δεν τις αισθάνομαι για να γράψω στο πεντάγραμμο δυο νότες..
Στέγνωσε η πηγή μου στέγνωσα κι εγώ κατάληξε..
Κοίταξα με βλέμμα απλανές από το τζάμι ένα ζευγάρι που βημάτιζε γοργά με τα κεφάλια σκυφτά.. Σαν παράνομοι.. Που ζούσαν λαθραία κι έτρεχαν να κρυφτούν από τον νόμο ή από τις ενοχές τους.. Που επέτρεψαν να τους κλέψουν τις ζωές..
Παρ’ όλ’ αυτά καλημέρα.. Γιατί το θαύμα τρέχει στο αίμα μας.. Κι αν τρέξουμε κι εμείς θα συναντηθούμε μαζί του..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου