Θυμάμαι ότι άκουσα πρώτη φορά αυτήν την τρομερή φράση, μικρό παιδάκι, με το χέρι μου χωμένο μέσα στο χέρι του πατέρα μου...
Το οποίον, θυμάμαι, σκίρτησε μικρόν σπασμό, σπαρτάρισμα ανεπαίσθητον.
Χέρι που μύριζε καπνό κι ασφάλεια, στο ίδιο ύψος με το μάγουλό μου.
* * *
Καταλάβαινα ότι κάτι σοβαρόν συνέβαινε, αλλά τι το σοβαρόν ήταν δεν εννοούσα ακριβώς· όπως άλλες φορές, αργότερα, στη ζωή μου οπού...
...ήξερα ότι κάτι σοβαρό συνέβαινε -κάπου στα άβατά μου αλλά δεν ήξερα τι ακριβώς.
.................................................
Ηταν, φαίνεται, η Μεγάλη Παρασκευή οιωνός για όσα στη ζωή σου έμελλε να ευφημήσεις, ώστε να μην πεις το όνομά τους: προδοσία και ψεύδος υποκρισία και λεηλασία.
Λέξεις που σε θεώρησαν θύμα τους, πράξεις και πρόσωπα που σου έκαψαν το πνευμόνι σαν τα τσιγάρα στα πάρτι, όπου ο ένας κλέβει τη ματιά του άλλου και την κάνει υπόσχεση αιχμαλωσίας.
Περίεργη ημέρα, τρίζει το ξύλο της και φτιάχνει ένα ασπρόμαυρο τοπίο που εξελίσσεται αργά· νομίζεις ότι είσαι ο Συρανό ντε Μπερζεράκ κι είσαι ο Πινόκιο. Νομίζεις ότι είσαι ο Πινόκιο κι είσαι ο Συρανό ντε Μπερζεράκ
στην οριογραμμή τού από 'δώ απ' το από 'κεί.
Κι έτσι αλλάζουν οι χρονιές.
Φεύγουν τα χρόνια σαν τα χρονιάτικα ελλείμματα του προϋπολογισμού, 3% τη μια χρονιά, 2% την άλλη
όσο μεγαλώνεις λιγοστεύεις· κι έτσι άλλες χρονιές σε συνεπαίρνει η χαρμολύπη της Μεγάλης Παρασκευής, ψάχνεις ξωκλήσια με μέλισσες και στιγμές σε ύφος βιβλικό, στο ύφος δηλαδή μιας απειλής που σου υπόσχεται ότι θα της ξεφύγεις
κι άλλες χρονιές, με λιγότερο προσκοπική διάθεση μένεις να αναζητάς τα κορίτσια του επιταφίου με τις λευκές κάλτσες ώς το γόνατο· τις ψαλμωδίες που πάντα τελειώνουν πριν τις χορτάσεις
και το λυγμικό σου ρίγος καθώς σε διαπερνούν οι άγγελοι.
Κι άλλοτε, άλλες χρονιές, είναι η Μεγάλη Παρασκευή η ακινησία των στρατιωτών που έπεσαν όπου γης, ή η οργή τους, όπως σ' εκείνο το όνειρο του Κουροσάβα, που απορείοντα τα φαντάσματά τους ζητάνε απ' τον επιζώντα λοχαγό τους, να τους εξηγήσει, γιατί έπεσαν; γιατί δεν μπορούν να γυρίσουν σπίτι;...
Πάλι καλά που οι στρατιώτες υπακούουν στις διαταγές ακόμα κι ως φαντάσματα. Μεταβολή εν' δυο χραπ χροπ, εν' δυο χραπ χροπ, μαρς πίσω στους τάφους σας, χραπ χροπ εν' δυο χραπ χροπ...
Τα μικρά αγόρια γεννιούνται για γόρδιους δεσμούς και δούρειους ίππους. Η σφαγή του Νυμφίου τα μεγαλώνει απότομα, τα ενημερώνει για τον χρόνο
αυτό το «σήμερον κρεμάται επί ξύλου»
σου μένει αίνιγμα που δεν μπορείς να το ξοδέψεις στα μαγαζιά και τις αγορές του κόσμου. Και κυρίως δεν μπορείς να το ξοδέψεις στο άλλο σου μισό. Το άλλο σου μισό είναι πάντα ο ευφημισμός όσων δεν πρέπει να προσαγορεύσεις για να μην πεις το όνομά τους.
Αϊντε να καταλάβουν τα άλιεν τη διαφορά του άοπλου απ' τον αφοπλισμένο.
Εν μέσω δύο ληστών.
Ενός παρηγορημένου κι ενός απαρηγόρητου
Το οποίον, θυμάμαι, σκίρτησε μικρόν σπασμό, σπαρτάρισμα ανεπαίσθητον.
Χέρι που μύριζε καπνό κι ασφάλεια, στο ίδιο ύψος με το μάγουλό μου.
* * *
Καταλάβαινα ότι κάτι σοβαρόν συνέβαινε, αλλά τι το σοβαρόν ήταν δεν εννοούσα ακριβώς· όπως άλλες φορές, αργότερα, στη ζωή μου οπού...
...ήξερα ότι κάτι σοβαρό συνέβαινε -κάπου στα άβατά μου αλλά δεν ήξερα τι ακριβώς.
.................................................
Ηταν, φαίνεται, η Μεγάλη Παρασκευή οιωνός για όσα στη ζωή σου έμελλε να ευφημήσεις, ώστε να μην πεις το όνομά τους: προδοσία και ψεύδος υποκρισία και λεηλασία.
Λέξεις που σε θεώρησαν θύμα τους, πράξεις και πρόσωπα που σου έκαψαν το πνευμόνι σαν τα τσιγάρα στα πάρτι, όπου ο ένας κλέβει τη ματιά του άλλου και την κάνει υπόσχεση αιχμαλωσίας.
Περίεργη ημέρα, τρίζει το ξύλο της και φτιάχνει ένα ασπρόμαυρο τοπίο που εξελίσσεται αργά· νομίζεις ότι είσαι ο Συρανό ντε Μπερζεράκ κι είσαι ο Πινόκιο. Νομίζεις ότι είσαι ο Πινόκιο κι είσαι ο Συρανό ντε Μπερζεράκ
στην οριογραμμή τού από 'δώ απ' το από 'κεί.
Κι έτσι αλλάζουν οι χρονιές.
Φεύγουν τα χρόνια σαν τα χρονιάτικα ελλείμματα του προϋπολογισμού, 3% τη μια χρονιά, 2% την άλλη
όσο μεγαλώνεις λιγοστεύεις· κι έτσι άλλες χρονιές σε συνεπαίρνει η χαρμολύπη της Μεγάλης Παρασκευής, ψάχνεις ξωκλήσια με μέλισσες και στιγμές σε ύφος βιβλικό, στο ύφος δηλαδή μιας απειλής που σου υπόσχεται ότι θα της ξεφύγεις
κι άλλες χρονιές, με λιγότερο προσκοπική διάθεση μένεις να αναζητάς τα κορίτσια του επιταφίου με τις λευκές κάλτσες ώς το γόνατο· τις ψαλμωδίες που πάντα τελειώνουν πριν τις χορτάσεις
και το λυγμικό σου ρίγος καθώς σε διαπερνούν οι άγγελοι.
Κι άλλοτε, άλλες χρονιές, είναι η Μεγάλη Παρασκευή η ακινησία των στρατιωτών που έπεσαν όπου γης, ή η οργή τους, όπως σ' εκείνο το όνειρο του Κουροσάβα, που απορείοντα τα φαντάσματά τους ζητάνε απ' τον επιζώντα λοχαγό τους, να τους εξηγήσει, γιατί έπεσαν; γιατί δεν μπορούν να γυρίσουν σπίτι;...
Πάλι καλά που οι στρατιώτες υπακούουν στις διαταγές ακόμα κι ως φαντάσματα. Μεταβολή εν' δυο χραπ χροπ, εν' δυο χραπ χροπ, μαρς πίσω στους τάφους σας, χραπ χροπ εν' δυο χραπ χροπ...
Τα μικρά αγόρια γεννιούνται για γόρδιους δεσμούς και δούρειους ίππους. Η σφαγή του Νυμφίου τα μεγαλώνει απότομα, τα ενημερώνει για τον χρόνο
αυτό το «σήμερον κρεμάται επί ξύλου»
σου μένει αίνιγμα που δεν μπορείς να το ξοδέψεις στα μαγαζιά και τις αγορές του κόσμου. Και κυρίως δεν μπορείς να το ξοδέψεις στο άλλο σου μισό. Το άλλο σου μισό είναι πάντα ο ευφημισμός όσων δεν πρέπει να προσαγορεύσεις για να μην πεις το όνομά τους.
Αϊντε να καταλάβουν τα άλιεν τη διαφορά του άοπλου απ' τον αφοπλισμένο.
Εν μέσω δύο ληστών.
Ενός παρηγορημένου κι ενός απαρηγόρητου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου