Μαριάννα Τζιαντζή
Ο Θ. Πλεύρης και τα ακροδεξιά κοράκια των ΜΜΕ έχουν κατασκευάσει έναν εχθρό στο πρόσωπο των θαλασσοδαρμένων προσφύγων και μας παροτρύνουν να τον μισούμε. Ούτε ψωμί, ούτε νερό, ούτε στρώμα να πλαγιάσουν, ούτε για τα νήπια δεν υπάρχει έλεος.
Βρισκόμαστε στο απελευθερωμένο Στάλινγκραντ τον Φεβρουάριο του 1943. Οι Γερμανοί έχουν παραδοθεί και μια ομάδα Γερμανών αιχμαλώτων, υπό την καθοδήγηση ενός αξιωματικού τους, βγάζουν με φορεία τα πτώματα των Ρώσων αλλά και των συμπατριωτών τους που από το υπόγειο του διώροφου κτιρίου όπου μέχρι χθες στεγαζόταν η Γκεστάπο.
Ρώσοι φρουροί και κάτοικοι της πόλης έχουν συγκεντρωθεί στην είσοδο του υπογείου. Το μίσος για τους ηττημένους εισβολείς διαποτίζει τα πάντα. Τόσο αβάσταχτο είναι το θέαμα που οι αιχμάλωτοι κουβαλητές προτιμούν να επιστρέψουν γρήγορα στο υπόγειο και να μείνουν εκεί όσο το δυνατόν περισσότερο, μες στο σκοτάδι και την μπόχα. Με κόπο οι φρουροί συγκρατούν τους Ρώσους να μη λιθοβολήσουν τους αιχμαλώτους. Ανάμεσα στο πλήθος μια γυναίκα που θρηνεί, ουρλιάζει βλέποντας το πτώμα μιας έφηβης. Αδύνατο να τραβήξει το βλέμμα της από τον αξιωματικό, αδύνατο να τη σταματήσουν. Μες στο σπαραγμό της, το χέρι της βρίσκει τη δύναμη και σηκώνει ένα τούβλο: «το φτωχό, αδύναμο χέρι της, που είχε παραμορφωθεί από χρόνια μόχθου», από τα καυτά ή παγωμένα νερά της μπουγάδας.
Η γυναίκα έχει καρφωμένο το βλέμμα στο πρόσωπο του Γερμανού, που μοιάζει να βρίσκεται στα πρόθυρα της τρέλας. Χωρίς να καταλαβαίνει τι της συμβαίνει, ξαφνικά αφήνει κάτω το τούβλο, ψαχουλεύει στην τσέπη της ζακέτας της και βγάζει ένα κομμάτι ψωμί που της είχε δώσει το προηγούμενο βράδυ ένας Ρώσος στρατιώτης. Το τείνει στον Γερμανό αξιωματικό και λέει: «Να, πάρε να φας κάτι».
Αυτή την εικόνα περιγράφει ο Βασίλι Γκρόσμαν στο βιβλίο του Ζωή και πεπρωμένο. Χωρίς να κάνει κήρυγμα περί ανθρωπιάς, ο συγγραφέας μάς δίνει ένα εκπληκτικό δείγμα της. Κάτι που δεν χωρά στα κηρύγματα μίσους του Πλεύρη, ούτε στα ρατσιστικά ουρλιαχτά εντός και εκτός του διαδικτύου, καθώς και στις πράξεις των «πατριωτών» που πέταξαν φωτοβολίδες στον καταυλισμό των προσφύγων στο Ρέθυμνο, όπως κάποιοι άλλοι είχαν πετάξει ωμά χοιρινά κρέατα στην είσοδο ενός καμπ στη Βόρεια Ελλάδα.
Πες μου τι ταΐζεις τον εχθρό (αυτόν που βαφτίζεις εχθρό) για να σου πω ποιος είσαι
Εκείνος ο εχθρός στον οποίο η Ρωσίδα έδωσε το ψωμί της ήταν υπαρκτός. Η εισβολή του Χίτλερ στη Σοβιετική Ένωση ήταν υπαρκτή. Υπαρκτά και τα δεκάδες εκατομμύρια των νεκρών, υπαρκτά και τα ερείπια (το 80% των κτιρίων του Στάλινγκραντ είχαν ισοπεδωθεί). Το μίσος ήταν δικαιολογημένο. Όμως σήμερα ο Πλεύρης και τα ακροδεξιά κοράκια των ΜΜΕ έχουν κατασκευάσει έναν εχθρό στο πρόσωπο των θαλασσοδαρμένων προσφύγων και μας παροτρύνουν να τον μισούμε. Ούτε ψωμί, ούτε νερό, ούτε στρώμα να πλαγιάσουν – σε κουβέρτες και βρόμικα σλίπινγκ μπαγκ είναι αραδιασμένοι οι πρόσφυγες στο προσωρινό κέντρο κράτησής τους στα Χανιά.
Ούτε για τα νήπια δεν υπάρχει έλεος.
Στα τηλεοπτικά πλάνα τα βλέπουμε ζαρωμένα πλάι στις μητέρες τους ή να τρέχουν στα λίγα τετραγωνικά μέτρα που τους έχουν παραχωρηθεί. «Να πάψει αυτό το παραμύθι με τις μωρομάνες», λέει ο Πλεύρης.
Ένα αγοράκι γύρω στα τρία έχει βρει ένα φαράσι με κοντάρι και το έχει κάνει αλογάκι. Εκεί που παίζει, έρχεται ένας ενήλικας και του το παίρνει. Ένα άλλο παιδί, ακόμα πιο μικρό, έχει βρει ένα λευκό φάκελο και το έχει κάνει αυτοκινητάκι. Χωρίς ρόδες. Μπουσουλώντας, σπρώχνει το χαρτί προς τα μπρος, το σέρνει στο τσιμέντο γιατί σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης τα παιδιά θέλουν να παίζουν κι εκεί όπου δεν έχουν ένα δωμάτιο γεμάτο παιχνίδια, επινοούν τα δικά τους… μ’ ένα σκονισμένο φαράσι, μ’ ένα κομμάτι χαρτί.
Ούτε ένα πλαστικό παιχνιδάκι να μην τους δώσουμε γιατί η ζωή τους στην Ελλάδα πρέπει να γίνει κόλαση και μάλιστα κόλαση χειρότερη απ’ αυτήν που άφησαν πίσω τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου