.... τρεις του Σεπτέμβρη να περνάς .. Το Κίνημα του στρατηγού Μακρυγιάννη στο όνομα του Συντάγματος και η ανακτορική καμαρίλα που καταδίωξε όλους τους οπλαρχηγούς για να καταντήσουν νεροκουβαλητές και καταδικασμένοι σε θάνατο. Επαναλήφθηκε μετεμφυλιακά με τις εξορίες και τις εκτελέσεις.. Οι δωσίλογοι και κουκουλοφόροι τον Εφιάλτη είχαν πρόγονό τους
..................
Γράφει ο Ιωάννης Κουρουτάκης, Λογοτέχνης
Ο Όθωνας, ο δευτερότοκος γιος του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου κατόπιν υποδείξεως των τριών προστάτιδων δυνάμεων Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας και με βάση το πρωτόκολλο που υπόγραψαν στις 13 Φεβρουαρίου 1832 στο Λονδίνο εξελέγη βασιλιάς της Ελλάδας.
Συνοδευόμενος από βαυαρικά στρατεύματα κατοχής και από τριμελούς αντιβασιλείας που θα τον αντικαθιστούσε στο βασιλικά του καθήκοντα μέχρι να ενηλικιωθεί – ήταν ήδη 18 ετών – έφτασε στο Ναύπλιο στις 18 Ιανουαρίου 1833, μέσα σε αποθεωτικές εκδηλώσεις τόσο των αγωνιστών του ’21 όσο και του συγκεντρωμένου πλήθους.
Οι Έλληνες έβλεπαν στο πρόσωπο του Όθωνα τον Σωτήρα. Οι ελπίδες τους όμως γρήγορα διαψεύσθηκαν. Η πρώτη ενέργεια της αντιβασιλείας ήταν όχι μόνο να διαλύσει αλλά και να καταδιώξει το στρατό του εικοσιένα που μετά από οκτάχρονο εξουθενωτικό αγώνα, και αφού έχασε τα πάντα, ελευθέρωσε την πατρίδα.
Στη συνέχεια η θλιβερή αντιβασιλεία κατεδίωξε τους επώνυμους καπεταναίους, τα πρωτοκλασσάτα δηλαδή ονόματα που ηγήθηκαν του ιερού αγώνα, με αποκορύφωμα τη δίκη των Κολοκοτρώνη, Πλαπούτα και την καταδίκη τους σε θάνατο.
Η σθεναρή όμως στάση των δικαστών Πολυζωίδη, Τερτσέτη στόμωσε το λεπίδι του δημίου.
Για τη διατήρηση εξάλλου των στρατευμάτων κατοχής – των Πραιτωριανών – ξοδεύτηκε το μεγαλύτερο μέρος από τα δάνεια που πήρε το νεοσύστατο κράτος από τις τρεις προστάτιδες δυνάμεις. Και οι αγωνιστές τίποτα. Για να ζήσουν κατάντησαν νεροκουβαλητές, ζητιάνοι και ληστές.
Όταν στις 2 Ιουνίου 1835 ο Όθωνας ενηλικιώθηκε και ανέλαβε τα βασιλικά του καθήκοντα οι Έλληνες αναθάρρησαν γιατί νόμισαν πως η κατάσταση θα άλλαζε από την αφόρητη ξενοκρατία που επικρατούσε στα χρόνια της μισητής αντιβασιλείας.
Οι ελπίδες τους όμως δεν άργησαν να αποδειχθούν μάταιες.
Τίποτα δεν άλλαξε. Ο Όθωνας ως ελέω θεού μονάρχης κυβερνούσε απολυταρχικά τον τόπο. Ο Μακρυγιάννης τότε, ο θρυλικός αυτός σαρανταπληγιασμένος ήρωας του ’21, που οι πληγές που δέχτηκε από τα σπαθιά των Τούρκων κατά το Γενικό Πανεθνικό ξεσηκωμό ακόμα αιμορραγούσαν΄
Ο Μακρυγιάννης ο απροσκύνητος αυτός αγωνιστής που σε κάθε ευκαιρία τάβαζε τόσο με το βασιλιά, όσο και με τους βαυαρούς λέγοντάς τους πως οι Έλληνες πρέπει να κυβερνηθούν όχι με φοβέρες αλλά με δικαιοσύνη, σκέφτηκε αφού η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο, πως ο μόνος τρόπος που απόμενε ήταν να διεκδικήσουν δυναμικά οι Έλληνες τα δικαιώματά τους.
Άρχισε λοιπόν ο ακατάβλητος αγωνιστής να συνομιλεί με τους άλλους αγωνιστές, να τους θυμίζει τα δοξασμένα χρόνια, τον σκοπό για τον οποίο πολεμήσανε την τωρινή κατάσταση, και να καταλήγει πως έπρεπε να οργανωθούν για να επιδιώξουν κάποια αλλαγή. Τους καλούσε δε στο σπίτι του για να συζητήσουν.
Οι αγωνιστές αναστέναζαν, δάκρυζαν και ακολουθούσαν πρόθυμα τον Μακρυγιάννη στο σπίτι του. Τότε κατέβασε τις άγιες εικόνες, τους όρκιζε στο όνομα της Αγίας Τριάδας και τους έλεγε:
«Πατριώτες, χρειάζεται να γίνει εθνική συνέλευση για να δέσουμε τον βασιλιά με νόμους. Και γι’ αυτό, καθώς σας κατήχησα εγώ, να κατηχάτε εσείς άλλους». Και τους έβαζε να υπογράφουν τον όρκο.
Ο όρκος βρέθηκε στο γραφείο του με περισσότερες από διακόσιες υπογραφές. Αυτά όλα γινόντουσαν πριν από το 1840. Στη συνέχεια ο Μακρυγιάννης, ο αγνός και τίμιος αυτός αγωνιστής, που για να απαλλαγεί η Ελλάδα από την Οθωμανική τυραννίδα τάδωσε όλα, έτσι και τώρα για να απαλλαγεί η Πατρίδα από την Οθωνική τυραννίδα και καμαρίλα και να αποκτήσει Σύνταγμα, τάδωσε όλα.
Ότι και να πει κανείς για τον ήρωα αυτόν αγωνιστή είναι λίγο. Το σπίτι του που βρισκόταν στη συνοικία που έχει το όνομά του ήταν το επαναστατικό κέντρο των αγωνιστών. Ήταν το κέντρο της συνωμοσίας εναντίον του βασιλιά και της παλατιανής του καμαρίλας.
Ο Μακρυγιάννης ενήργησε με θάρρος και αποφασιστικότητα, σωστά, συνετά και με μεθοδικότητα προκειμένου να μυήσει όσο το δυνατό περισσότερους, πρόθυμους να βοηθήσουν την όποια εξέγερση, για να αποκτήσει Σύνταγμα η Ελλάδα. Ας παρακολουθήσουμε τον απαράμιλλο Μακρυγιάννη σε μια του προσπάθεια.
Ο μυημένος στο αντιμοναρχικό κίνημα ξακουστός καπετάνιος του ’21 Θοδωράκης Γρίβας, έφυγε από την Αθήνα για την ιδιαίτερη πατρίδα του το Ξερόμερο να οργανώσει κι εκεί την εξέγερση.
Στην Ακαρνανία όμως ο αρχηγός του μεταβατικού Μήτρος Δεληγιώργος ο οποίος διέθετε σημαντικές δυνάμεις Χωροφυλακής, από πληροφοριοδότες έμαθε όσα έλεγε, κι όσα προσπαθούσε να προετοιμάσει ο Γρίβας.
Χωρίς να χάσει καιρό λοιπόν ξεκινά κι έρχεται στην Αθήνα, να ενημερώσει την Κυβέρνηση, να προλάβει την εξέγερση. …Και ο Μακρυγιάννης διηγείται: Ας τον απολαύσουμε!
«Τότε αυτό μαθαίνοντας εμείς νεκρώσαμεν όλοι, όχι χαθήκαμεν. Η Θεία Πρόνοια τι κάνει! Τον ανταμώνω εις το παζάρι… Ήταν κανά δύο ώρες να νυχτώσει΄ του είπα να πάμεν εις το σπίτι μου να φάμεν. Μου λέγει:
– Δεν έρχομαι, ότι θα πάγω να παρουσιαστώ πρώτα
– Εγώ αυτό δεν ήθελα. Τέλος τον εβίασα και τον πήρα και ήρθε και φάγαμεν… Ως τα μεσάνυχτα κοντά άρχισε να τον ρωτάγω δια χαμπέρια από ‘κει οπούταν. Μου λέγει αυτά όπου σημείωσα΄ και θα τα ειπεί όπου ανήκει ότι κιντυνεύομεν. Λήθηκαν τα κόκκαλά μου όλα. Γεμίζω δύο κούπες κρασί, του λέγω:
– Να το πιούμεν εις συχώριον εκεινών οπού σκοτώθηκαν δια την Πατρίδα παράγορα κι άφησαν χήρες και γυναίκες κι ορφανά παιδιά. Οι γριές των σκοτωμένων διακονεύουν, οι νιες στατικώς τους πατούνε την τιμή τους. Όσοι αγωνισταί μείναν οι περισσότεροι νηστικοί και δυστυχισμένοι, μην υποφέροντας την δυστυχία πάνε λησταί και τους πιάνει η δικαιοσύνη, βάνει την τζελατίνα και τους κόβει, και γεμάτες οι φυλακές του κράτους. Πιε, του λέγω, είναι δια την τζελατίνα και παλούκι των αγωνιστών, εκείνων οπού τους αδικούνε και χάθηκαν, το άνθος της Πατρίδος. Δια τους αγωνιστάς και χήρες κι ορφανά και δια εκείνους που θυσίασαν το ιδικότους εις τον αγώνα της πατρίδος, δεν έχει ψωμί η πατρίδα, δι’ αυτούς όλους είναι φτωχή, και δια τον Αρμασμπέρη έχει, οπούρθε ψωργιασμένος κόντης, κι έφυγε μ’ ένα μιλιούνι τάλαρα, κι αγόρασε εις την πατρίδα του έναν τόπον, και τον έβγαλε «Ελλάς» και μουτζώνει εμάς τους ανοήτους Έλληνες. Που είναι οι καλύτερες γες, που είναι τα εργαστήρια των Τούρκων και σπίτια, που είναι τα περιβόλια και οι σταφιδότοποι; Ποιος τάχει παρμένα; Ποιους θα υποστηρίξεις εδώ οπούρθες, και ποιους θα προδώσεις; Που το τσάκισες αυτό το χέρι;
– Στο Μεσολόγγι, μου λέγει.
– Που το τζάκισα εγώ αυτό;
– Στους Μύλους του Αναπλιού
– Διατί τα τζακίσαμεν;
– Δια την λευτεριά της πατρίδος.
– Που είναι η λευτεριά και η δικαιοσύνη; Σήκω απάνου» Πάνε στο δωμάτιο που ήτανε τα εικονίσματα και τον ορκίζει. Του διαβάζει το κείμενο του όρκου «και τον υπόγραψε ο αγαθός και γεναίγος πατριώτης».
Ο Αξιωματικός της Χωροφυλακής Μήτρος Δεληγιώργης, όχι μονάχα δεν ενημέρωσε την Κυβέρνηση για το κίνημα που ετοιμαζόταν, αλλά γύρισε στην Ακαρνανία «και από τότε μας βοήθησε περισσότερο από κάθε άλλον», γράφει ο Μακρυγιάννης.
Η αντιμοναρχική συνωμοσία ενισχύθηκε σημαντικά με την συμμετοχή των αρχηγών των δύο από τα τρία μεγάλα κόμματα. Του αγγλόφιλου και του Ρωσόφιλου.
Τώρα το πως και γιατί οι αρχηγοί των δύο αυτών κομμάτων δέχτηκαν να αναμειχθούν σε μια συνωμοσία που είχε σκοπό να ανατρέψει το απολυταρχικό καθεστώς του Όθωνα αποτελεί θέμα ενός άλλου ιστορικού σημειώματος. Το μόνο κόμμα που δεν έλαβε μέρος στο κίνημα ήταν το γαλλόφιλο του αυλόδουλου Κωλέττη.
Ο Αρχηγός και ο Υπαρχηγός του Αγγλόφιλου κόμματος ήσαν ο Μαυροκορδάτος και ο Λούτος. Και τους δύο εμύησε στο κίνημα ο Μακρυγιάννης. Και οι δύο υποσχέθηκαν πλήρη υποστήριξη και τήρησαν την υπόσχεσή τους.
Το 1842 ακολουθεί η μύηση του Ανδρέα Μεταξά, αρχηγού του Ρωσόφιλου κόμματος, που κι αυτός υποστήριξε με θέρμη το κίνημα. Σιγά – σιγά το κίνημα θέριευε. Τρανά ονόματα του ΄21 πύκνωσαν τις τάξεις του.
Όπως ο Καννάρης που ήταν διοικητής του ναύσταθμου στον Πόρο, ο Νότης Μπότσαρης, ο Κριεζώτης στη Χαλκίδα, ο Θεοδωράκης Γρίβας στη Δυτική Ελλάδα, ο Σισσίνης, ο Καλλέργης και πολλοί άλλοι. Οι αρχηγοί του κινήματος γρήγορα αντελήφθησαν ότι έπρεπε να βρούνε γερά στηρίγματα στο στρατό, διότι χωρίς την ενεργό υποστήριξή του, ήταν αδύνατο να επιτύχουν το σκοπό τους.
Ο στρατός άλλωστε ήταν η μόνη δύναμη που μπορούσε να αντιμετωπίσει και στην ανάγκη να συντρίψει την πανίσχυρη χωροφυλακή που έμενε πιστή στην «ελέω θεού» βασιλεία του Όθωνα. Έπρεπε να προσέξουν πολύ διότι και η απλή ανακοίνωση σ’ αυτούς του μυστικού ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη.
Τέλος το τόλμησαν. Πλησίασαν τον διοικητή του 2ου τάγματος πεζικού ΣκαρβέληΝικ και τον διοικητή της μοίρας πυροβολικού Σχινά Ελ. Και οι δύο όμως ήσαν επιφυλακτικοί. Δεν επιθυμούσαν εξέγερση του στρατού. Συνέστησαν να περιοριστούν σε κάποιο διάβημα στο παλάτι.
Έπειτα από αλλεπάλληλες συσκέψεις οι κινηματίες αποφάσισαν να αποταθούν στον ριψοκίνδυνο και γενναίο συνταγματάρχη του ιππικού Καλλέργη Δημήτριο. Ναι, ένας τέτοιος αξιωματικός θα μπορούσε να ηγηθεί του κινήματος του στρατού. Η μόνη δυσκολία ήταν ότι ο Καλλέργης υπηρετούσε στο Άργος.
Γρήγορα όμως ξεπεράστηκε αυτή η δυσκολία γιατί με συντονισμένες ενέργειες κατόρθωσαν να μετατεθεί στην Αθήνα και να του ανατεθεί η διοίκηση του ιππικού της φρουράς των Αθηνών. Και ο Μακρυγιάννης γράφει:
«Μιαν ημέρα, τον Αύγουστο μήνα 1843, αντάμωσα τον Καλλέργη στο παζάρι, του λέγω: «Καημένε Καλλέργη, σε τόσους αγώνες της πατρίδας κιντυνέψαμεν και είμαστε ως αδελφοί΄ Τώρα ούτε με γνωρίζεις, ούτε σε γνωρίζω. Επιθυμούσα ν’ ανταμωθούμεν μιαν ημέρα». Μου λέγει: «-Το δείλι έρχομαι εις το σπίτι σου κι ανταμωνόμαστε».
Πάει πράγματι το δείλι ο Καλλέργης στο σπίτι του Μακρυγιάννη και «μπήκανε εις ομιλία» για τα δεινά της πατρίδας. Συμφώνησαν πως δεν υπήρχε άλλη λύση, παρά μία δυναμική ενέργεια στρατού και λαού.
Την άλλη μέρα ξαναντάμωσαν και πάνε στη Σχολή Ευελπίδων και βρίσκουν τον διοικητή της Σπυρομήλιο. Τον έπεισαν κι αυτόν, «τον καλόν πατριώτη» και μπαίνουν τότε και οι τρεις τους σε μια Εκκλησία, ορκίζονται, και την άλλη μέρα, επισκέπτονται τον αρχηγό του Ρωσόφιλου κόμματος Ανδρέα Μεταξά, και συζήτησαν μ’ αυτόν πώς έπρεπε να ενεργήσουν για να επιτύχει το κίνημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου