Ή αλλιώς ρευστότητα για τους ομίλους χρέη και βυθός για τους επαγγελματίες
«Η ελληνική οικονομία βρίσκεται στην κορυφή ενός ιδιαίτερα ισχυρού κύματος ανάκαμψης, σε συνέχεια της ιδιαίτερα βαθιάς ύφεσης του προηγούμενου έτους και εν μέσω μιας γενικής θετικής τάσης στην παγκόσμια οικονομία». Αυτό διαπιστώνεται στην τριμηνιαία έκθεση του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), σύμφωνα με το οποίο οι ρυθμοί ανάκαμψης πιάνουν ταβάνι στη διάρκεια της τρέχουσας περιόδου - επί της ουσίας απλά αναπληρώνοντας την περσινή μεγάλη καθίζηση -, ενόψει της επιβράδυνσης που αναμένεται για το επόμενο έτος.
Ειδικότερα, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας στο φετινό 12μηνο αναμένεται στην περιοχή 8 - 8,5%, έναντι κατρακύλας 9% το 2020. Οπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται, «τόσο η φετινή ανάκαμψη όσο και η περυσινή ύφεση είναι από τις ισχυρότερες στην Ευρωζώνη, γεγονός που αντανακλά την ισχυρή συμμετοχή τομέων που επλήγησαν άμεσα από την πανδημία, όπως του τουρισμού, του λιανικού εμπορίου και των μεταφορών».
Για το 2022 αναμένεται επιβράδυνση στην περιοχή του 4%, ενώ σε περίπτωση νέας έξαρσης του υγειονομικού προβλήματος, που θα επιβραδύνει και την οικονομική ανάκαμψη στο διεθνές περιβάλλον, η προοπτική μεγέθυνσης θα περιοριστεί προς το 2,5%.
Μάλιστα, για τη συνέχεια προβλέπονται ακόμη χαμηλότεροι ρυθμοί καθώς «η μακροχρόνια τάση της ελληνικής οικονομίας, με τα προ πανδημίας δεδομένα, ήταν για ετήσια μεγέθυνση περίπου 1%». Σήμερα, με φόντο την αξιοποίηση των εκταμιεύσεων από το Ταμείο Ανάκαμψης προς τους επιχειρηματικούς ομίλους, το ΙΟΒΕ βλέπει δυνητική μεγέθυνση του ΑΕΠ προς το 2% ως μέσο όρο της δεκαετίας. Οπως τονίζεται, «υψηλότεροι ρυθμοί μεγέθυνσης στη δεκαετία, άνω του 3% κατά μέσο όρο, θα μπορούν να επιτευχθούν μόνο με αύξηση της παραγωγικότητας και περαιτέρω προσέλκυση παραγωγικών συντελεστών, εξέλιξη που θα προϋποθέτει ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις», ουσιαστικά δηλαδή την επιτάχυνση των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων που αποτελούν έτσι κι αλλιώς το «καύσιμο» της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Παραπέρα, και η πλευρά του ΙΟΒΕ βλέπει μια σειρά από σημαντικούς εξωγενείς κινδύνους, όπως «μια παράταση της πανδημίας, με τρόπους που μπορεί να μην αναμένονται», οι επιταχυνόμενες αυξήσεις στις τιμές Ενέργειας και εισαγόμενων πρώτων υλών, οι διαταραχές στις αγορές που θα αυξήσουν το κόστος χρηματοδότησης των σχετικά περισσότερο ευάλωτων οικονομιών, όπως η ελληνική.
Από την πλευρά του, ο υπουργός Οικονομικών, Χρ. Σταϊκούρας, μιλώντας στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, αναφορικά με την παροχή ρευστότητας στις επιχειρήσεις, επισήμανε μεταξύ άλλων ότι το 22% των αιτήσεων για δάνειο που υποβάλλουν οι λεγόμενες μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα απορρίπτεται, ενώ το αντίστοιχο μέσο ευρωπαϊκό ποσοστό είναι 8%. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέθεσε, οι εγχώριες τράπεζες, λόγω της χαλαρής νομισματικής πολιτικής, έχουν απορροφήσει από το Ευρωσύστημα, μέχρι σήμερα, κεφάλαια ύψους 47 δισ. ευρώ, και μάλιστα με αρνητικά επιτόκια, από -1% έως -0,5%.
Για να μη μείνει εξάλλου αμφιβολία για το ποιον αφορά ο πακτωλός των δισ. που θα πληρώσουν οι λαοί για να πάει στους επιχειρηματικούς ομίλους και τις μεγάλες επιχειρήσεις, ο υπουργός Οικονομικών υπενθύμισε ότι έχει ήδη τεθεί σε δημόσια διαβούλευση σχέδιο νόμου για την προώθηση των συνενώσεων και συνεργασιών μεταξύ μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, με στόχο την επίτευξη οικονομιών κλίμακας, την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, την αύξηση των επενδύσεων και τη βελτίωση της πρoσβασιμότητάς τους στο τραπεζικό σύστημα.
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών, Β. Ράπανος, ανέφερε ότι η χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα των επιχειρήσεων αποτελεί το 60,5% των περιπτώσεων απόρριψης αιτημάτων τραπεζικής χρηματοδότησης, ενώ το 16,1% των αιτήσεων απορρίπτεται ως μη σκόπιμη επένδυση βάσει της επιχειρηματικής δραστηριότητας του υποψήφιου δανειολήπτη και το 14,1% για μη διαφαινόμενη δυνατότητα αποπληρωμής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου