Τη ανελέητη βία των αστυνομικών αρχών αντιμετώπισε ο Παναγούλης (και όχι φυσικά μόνον αυτός) από φοιτητής,διότι δεν συνεμορφούτο προς τας υποδείξεις της ΕΡΕ. Τι είπατε; Πως ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά; Να λέτε και καμιά μαλακια για να περνά η ώρα αλλά όχι να σπάει καρύδια..
Ογδόντα δύο ετών θα γινόταν αυτές τις μέρες ο ήρωας της Δημοκρατίας Αλέξανδρος Παναγούλης αν ζούσε, αλλά τέτοιες προσωπικότητες δεν προορίζονται για να περάσουν κάποια απλοϊκά χρόνια συμβατικής ζωής, αλλά να περάσουν στο συλλογικό υποσυνείδητο για πάντα, όπως και γίνεται.
Η πρώτη, δυναμική, επαφή με την αστυνομία δεν γίνεται με τη σύλληψή του μετά την απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Παπαδόπουλου, αλλά μερικά χρόνια νωρίτερα με κάποια άγνωστα περιστατικά που θα παρακολουθήσουμε παρακάτω.
Είναι 17 Μαΐου 1962, στην εξουσία βρίσκεται μετά τις εκλογές «βίας και νοθείας» η κυβέρνηση ΕΡΕ με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, όταν ο δευτεροετής φοιτητής Πολυτεχνείου Αλέξανδρος Παναγούλης βγαίνοντας μαζί με φίλο του από ταβέρνα της Πλάκας, βλέπουν να τους πλησιάζει αστυνομικός έλεγχος. Επειδή οι εποχές είναι δύσκολες για τέτοια νυχτερινά συναπαντήματα, ο ένας νεαρός φεύγει τρέχοντας, αλλά ο Παναγούλης παραμένοντας ψύχραιμος, δείχνει στους αστυνομικούς τη φοιτητική του ταυτότητα και ακολουθεί ο παρακάτω διάλογος:
– Φοιτητής έ;
-Ναι.
–Και μη μου πεις πως είσαι απ’ αυτούς που γράφουν συνθήματα
–Όλη η Ελλάδα φωνάζει 114. Όσοι δεν το φωνάζουν ή δεν το γράφουν είναι φασίστες και μαλάκες όπως εσύ. Η προκλητικά… λάθος απάντηση του νεαρού Παναγούλη οδηγεί στην άμεση μεταφορά του στο Β΄ Αστυνομικό τμήμα Πλάκας από το οποίο αναχωρεί τις πρωινές ώρες ματωμένος και χτυπημένος.
Καταγγέλλει άμεσα τον ξυλοδαρμό του και μόλις την επόμενη ημέρα, στις 18 Μαΐου, η νεολαία της Ενώσεως Κέντρου, μέλος της οποίας είναι ο Παναγούλης, με καταγγελία της στις εφημερίδες μιλά για φασιστικές οργανώσεις παραφυάδες του κυβερνώντος κόμματος, ενώ τονίζει ότι :«Τοιαύται επιθέσεις ενθυμίζουσαι τα γερμανικά Ες -Ες, όχι μόνο δεν κάμπτουν αλλά αντιθέτως χαλυβδώνουν το φρόνιμα της αγωνιζομένης νεότητος, εις τον αγώνα της εθνικής αντιστάσεως κατά της εσωτερικής κατοχής».
Μετά το σάλο που επικρατεί ο τότε Διευθυντής Αστυνομίας Αθηνών, Ευάγγελος Καραμπέτσος, με ανακοίνωση που μοιράζεται στις εφημερίδες, δημιουργεί ένα ολόκληρο σενάριο στο οποίο ο μεθυσμένος Παναγούλης ήταν ήδη αυτό-τραυματισμένος πριν φτάσουν στο σημείο οι αστυνομικοί, στους οποίους μάλιστα επιτίθεται χτυπώντας και βρίζοντας τους στα αγγλικά και στα τουρκικά…
Όταν μεταφέρεται στο τμήμα, χτυπά με πόδια και κεφάλι πόρτες, παράθυρα και γραφεία, με αποτέλεσμα η αστυνομία να υποχρεωθεί να του φορέσει χειροπέδες για να τον προφυλάξει από τον εαυτό του…
Τρεις ημέρες μετά, το ζήτημα φτάνει στη Βουλή μετά από ερώτηση του βουλευτή της Ενώσεως Κέντρου Ιάκωβου Διαμαντόπουλου, στην οποία απαντά ο υφυπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης, Δημήτριος Δαβάκης.
Ο τελευταίος κατηγορεί με τη σειρά του τον Παναγούλη ότι στο αστυνομικό τμήμα ήταν «…εις έξαλλον κατάστασην μεταφερθείς δε εκεί τα έκαμε, κυριολεκτικώς, λίμπα ανατρέπων τα πάντα και κτυπώμενος μόνος εις τους τοίχους».
Ουσιαστικά δηλαδή, μόνο αποζημίωση δε ζητά ο υφυπουργός από τον Παναγούλη για τις ζημιές σε έπιπλα και τοίχους που προκαλεί ο τελευταίος με τους αυτοτραυματισμούς του…
Το περιστατικό αυτό, αποτελεί την πρώτη επαφή του Αλέκου Παναγούλη με την αστυνομία που πλέον θα τον συντροφεύει σε κάθε βήμα της μικρής και συγκλονιστικής ζωής του.
Ένα χρόνο μετά, όταν τα όργανα της τάξης τον κυνηγούν βλέποντας να γράφει στους τοίχους “114”, αυτός τους ξεφεύγει και, κάνοντας κύκλο, επιστρέφει στο περιπολικό που το γεμίζει με το ίδιο σύνθημα:“114”... Το περιστατικό αυτό, αποτελεί την πρώτη επαφή του Αλέκου Παναγούλη με την αστυνομία που πλέον θα τον συντροφεύει σε κάθε βήμα της μικρής και συγκλονιστικής ζωής του.
Κώστας Μπορδόκας

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου