Το μετέωρο βήμα του πελαργού και ο αφορισμός του ανεκδιήγητου Καντιώτη.. Τι είχα γράψει τότε; Απλώς την απάντηση του τρομερού Κεφαλονίτη. Του Λασκαράτου: "Σε αφόρισαν του είπαν" "Και τι θα πάθω," ρώτησε. "Δεν θα λιώσεις" τον ενημέρωσαν. "Ε,τότε να τους στείλω κι ένα ζευγάρι παπούτσια!!"
΅Από τον Βασίλη Τσιράκη
Μαύρες σημαίες, πλακάτ, καρικατούρες που παριστάνουν τον σκηνοθέτη σαν ένα προδότη που κρατά ένα σακούλι με εκατομμύρια, συνθήματα όπως «Γενίτσαροι μαρξισταί», «Αναρχία, ανθελληνισμός, αθεΐα, ακολασία», με τις καμπάνες να χτυπούν πένθιμα και τα μεγάφωνα να παιανίζουν τη «Μακεδονία ξακουστή», ήταν η αντίδραση μερίδας των κατοίκων της Φλώρινας, που με την παρότρυνση του μητροπολίτη Καντιώτη προσπάθησαν με κάθε τρόπο να εμποδίσουν την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της ταινίας.
Στις 16 Δεκεμβρίου 1990 ο Καντιώτης ανακοίνωσε τον αφορισμό του Αγγελόπουλου και όλων όσοι θα έπαιζαν κάποιο ρόλο στην ταινία. Την ίδια μέρα είχε οργανωθεί μία συγκέντρωση υπέρ της ελευθερίας της τέχνης, στην οποία παρευρέθηκε ο Αγγελόπουλος και οι συνεργάτες του, στον κινηματογράφο ”Ελληνίς”.

Τις μέρες των γυρισμάτων ένα γαλλικό κινηματογραφικό συνεργείο αποτύπωσε την όλη κατάσταση στο παρακάτω ντοκιμαντέρ με τίτλο:
“Film au bord de la crise de nerf – Ταινία στα πρόθυρα της νευρικής κρίσης”.
Δείτε το ντοκιμαντέρ με ελληνικούς υπότιτλους:
Βασίλης Τσιράκης
Η Υπόθεση:
Ένας δημοσιογράφος στη διάρκεια ενός ρεπορτάζ στα σύνορα βλέπει έναν ηλικιωμένο πρόσφυγα που του θυμίζει τον γνωστό πολιτικό που είχε εξαφανιστεί πριν λίγο καιρό από την δημόσια ζωή. Από εκείνη στην στιγμή παρατά το ρεπορτάζ και αφιερώνεται στο να ανακαλύψει αν πράγματι τα δύο πρόσωπα ταυτίζονται. Για το σκοπό αυτό τον επισκέπτεται στο παλιό βαγόνι του τρένου, ενώ ερωτεύεται μια προσφυγοπούλα η οποία όπως ανακαλύπτει είναι προστατευόμενη του και πρόκειται να παντρευτεί με κάποιον από την χώρα της άλλης πλευρά του ποταμού.
Αδυνατώντας να βγάλει συμπέρασμα αν ο ηλικιωμένος πρόσφυγας είναι ή όχι ο πολιτικός, ο δημοσιογράφος προσκαλεί στην ακριτική κωμόπολη την γυναίκα του να επιβεβαιώσει ή όχι την υποψία του.
Το σενάριο:
Διαβάζοντας την παραπάνω περίληψη της υπόθεσης κάποιος-ποια που δεν έχει δει την ταινία θα έβγαζε μάλλον το συμπέρασμα πως ο αφηγηματικός άξονας του σεναρίου διαπερνάται από το ερώτημα, αν ο πρόσφυγας είναι τελικά ο εξαφανισμένος πολιτικός.
Όμως και εδώ, όπως και στην «Αναπαράσταση», το σενάριο δεν δίνει το βάρος στην «αστυνομική» πτυχή της υπόθεσης, δεν μας εγείρει την αγωνία για την λύση του μυστηρίου της εξαφάνισης του πολιτικού, για το ποιο θα είναι το τέλος της ταινίας, αλλά μας επιστρέφει διαρκώς στην αρχή. Και η αρχή είναι τα σύνορα. «Αν κάνω ένα βήμα, είμαι αλλού, ή πεθαίνω», «Πόσα σύνορα πρέπει να περάσουμε για να πάμε σπίτι μας…».
Αλλά το σενάριο δεν αρκείται μόνο στον σχολιασμό της πραγματικότητας, δίνοντας μας το έναυσμα να αναζητήσουμε την αιτία της προσφυγιάς. Βλέπε ανάγνωση αποσπάσματος από το τελευταίο βιβλίο του εξαφανισμένου πολιτικού, «Με ποιες λέξεις κλειδιά θα μπορούσαμε να δώσουμε ζωή σε ένα καινούριο συλλογικό όνειρο», ή ακόμα το παραμύθι του χαρταετού που ο πρόσφυγας διηγείται στο μικρό προσφυγόπουλο.
Τέλος να επισημάνουμε την γραμμικότητα της αφήγησης (που σε τέτοιο απόλυτο βαθμό έχουμε δει μόνο στο Μελισσοκόμο) και την ισορροπία λόγου και εικόνας στην μετάδοση των μηνυμάτων.
Η σκηνοθεσία:

Η γραμμική αφήγηση αλλά και η έλλειψη της ιστορίας, δεν αφήνει κανένα περιθώριο στη σκηνοθεσία για ετεροχρονισμούς και ρήγματα στο χρόνο. Έτσι τα πλάνα σεκάνς με την κυκλικότητα και τις μακρόχρονες σιωπές υπηρετούν αποκλειστικά την βασική τους λειτουργία στις ταινίες του σκηνοθέτη, να μην παρασύρουν δηλαδή, αλλά να προβληματίζουν τον θεατή.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ότι το πρώτο πλάνο σεκάνς της ταινίας γράφεται με την πρώτη εμφάνιση του πρόσφυγα-πρωταγωνιστή στην ταινία (όπου πουλάει πατάτες στο παζάρι δίπλα στο ποτάμι) και το τελευταίο με την τελευταία εμφάνιση του στην ταινία (βαλς με την νύφη δίπλα στο ποτάμι).
Να σημειώσουμε ακόμα πως η περίφημη σκηνή του γάμου διάρκειας 14 λεπτών, κομμένη σε 8 πλάνα, καταλαμβάνει το 1/10 του χρόνου της ταινίας.
Συνοψίζοντας θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε πως το Μετέωρο βήμα του πελαργού είναι ένα από τα κατ’ εξοχήν αντιπροσωπευτικά δείγματα ποιητικού ρεαλισμού των ταινιών του Θ. Αγγελόπουλου.
Συντελεστές:
1991 / έγχρωμη / 138΄
Σκηνοθεσία: Θόδωρος Αγγελόπουλος
Βοηθοί σκηνοθέτη: Τ. Κατσέλης, Σ. Δανιηλίδης, Α. Λαμπρίδης, Λ. Ζαρουτιάδης, Π. Στάικος, Γ. Κατακουζηνός, Σ. Δανιηλίδης, Ε Πετράκη, Δ. Πετράκης.
Σενάριο: Θόδωρος Αγγελόπουλος
Συνεργασία στο σενάριο: Τονίνο Γκουέρα, Πέτρος Μάρκαρης
Έκτακτη συνεργασία στο σενάριο: Θανάσης Βαλτινός
Διεύθυνση φωτογραφίας: Γιώργος Αρβανίτης, Ανδρέας Σινάνος
Σκηνικά: Μικές Καραπιπέρης
Μοντάζ: Γιάννης Τσιτσόπουλος
Μουσική: Ελένη Καραϊνδου
Κοστούμια: Γιώργος Πάτσας
Ήχος: Μαρίνος Αθανασόπουλος
Ερμηνευτές:
Marcello Mastroianni, Jeanne Moreau, Γρηγόρης Πατρικαρέας, Ηλίας Λογοθέτης, Ντόρα Χρυσικού, Βασίλης Μουγιουκλάκης, Δημήτρης Πουλικάκος
Παραγωγή: ΕΚΚ, Θ. Αγγελόπουλος, Arena Films, Vega Films, Arre Produzioni
Διεύθυνση παραγωγής: Αιμίλιος Κονιτσιώτης, Pierre Alain Shatzmann
Εκτέλεση παραγωγής: Φοίβη Οικονομοπούλου
Βοηθοί παραγωγής: Κώστας Λαμπρόπουλος, Νίκος Σέκερης

Απόσπασμα από το σενάριο:
Σκηνή 2.
Tο τζιπ του στρατού που έρχεται από το βάθος, αφήνει τον κεντρικό δρόµο και μπαίνει προσεχτικά σ’ ένα χωματόδρομο. Στη συμβολή µια ταμπέλλα «Συνοριακή Ζώνη. Απαγορεύεται η φωτογράφιση».
O συνταγματάρχης που κάθεται δίπλα στο οδηγό, ένας άντρας στα 50, µε φαρδιούς ώµους και ηλιοκαμένο πρόσωπο, γυρίζει πίσω στον Αλέξανδρο και το συνεργείο.
―Τώρα καταλαβαίνετε γιατί σας είπα ν’ αφήσετε το αυτοκίνητό σας στο στρατόπεδο. H συνοριακή ζώνη είναι συχνά υπονομευμένη ζώνη. Θα κινδυνεύατε να µπείτε σε ναρκοπέδια.
O Αλέξανδρος δεν απαντάει. Κοιτάει το λασπωμένο δρόµο και τα γυµνά δέντρα. O συνταγματάρχης μοιάζει ενοχλημένος.
―Σας περίµενα χτες. Έτσι έλεγε η διαταγή από τη μεραρχία.
―∆εν υπολογίσαµε την απόσταση, παρεμβαίνει ένας από το συνεργείο. Κάναµε 18 ώρες!
―Τι γυρεύετε εδώ πάνω; H περιοχή δεν προσφέρεται για εκδροµές.
―∆εν σας είπαν, απορεί ο Αλέξανδρος.
―Αόριστα. Τα ρεπορτάζ στα σύνορα.
―Ξέρετε µ’ αφορµή αυτό που έγινε στον Πειραιά…
―Κατάλαβα, µουρµουρίζει ο αξιωματικός.
∆εν µοιάζει να τον ενθουσιάζει η ιδέα.
Λίγο µετά στην στροφή του δρόµου βλέπουν µια µεγάλη σιδερένια γέφυρα. «Mπελεϋ» τις λέγανε τον καιρό του πολέµου. Ιδιόµορφη, απλώνει το σκουριασµένα φτερά της πάνω από τον Έβρο, το πλατύ ποτάµι που αποτελεί το φυσικό σύνορο µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και πιο πάνω µεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας, Βουλγαρίας. Το ελληνικό φυλάκιο βρίσκεται κρυµµένο, σχεδόν αθέατο, µέσα σε πυκνή βλάστηση. Κοντά στο ποτάµι στην όχθη σχεδόν, το παρατηρητήριο. Προβάλλει πανύψηλο, πάνω από τις κορφές των γυµνών δέντρων σα παράξενο πουλί.
Φρουροί παντού µε όπλο στο χέρι.
Μια µικρή οµάδα στρατιωτών βγαίνει από το φυλάκιο και παρατάσσεται.
O συνταγµατάρχης χαιρετά τον νεαρό αξιωµατικό.
―Τι γίνεται υπολοχαγέ;
Έπειτα παρουσιάζει τους στρατιώτες.
Παιδιά από διάφορα σηµεία της χώρας. Ντροπαλοί µπροστά στην κάµερα, έπειτα ξεθαρρεύουν και µιλάνε για την εµπειρία του να ζει κανείς στα σύνορα. Ένας απ’ αυτούς λέει ότι δεν φοβάται παρά µόνο τη βουή του ποταµού τη νύχτα. Κάποιος άλλος, την ώρα που δεν περνάει, ένας τρίτος τη λάθος κίνηση που µπορεί να ‘ναι µοιραία.
O συνταγµατάρχης οδηγεί τον Αλέξανδρο και το συνεργείο στη γέφυρα. Τα φαγωµένα σανίδια τρίζουν κάτω από τα πόδια τους. Περπατάνε αργά, προσεχτικά µε το νου στους απέναντι.
O αξιωµατικός εξηγεί τι είναι γι’ αυτόν σύνορο, σύνορα, ορισµός. H τουρκική φρουρά από απέναντι βλέποντας τους να προχωρούν πάν στη γέφυρα έχει ανησυχήσει. Ένας στρατιώτης µε το αυτόµατα σε στάση αναµονής. O αξιωµατικός τους, παρακολουθεί το γεγονός µε τη διόπτρα. O συνταγµατάρχης µε τον Αλέξανδρο και το συνεργείο φτάνουν στο κέντρο της γέφυρας. Κάτω από τα πόδια τους το ποτάµι βουίζει αργοσάλευτο.
Βλέπουν τότε µπροστά τους πάνω στο ξύλινο πάτωµα της γέφυρας τρεις χρωµατιστές λουρίδες, τριάντα πόντους η καθεµιά.
Άσπρη για την ουδέτερη ζώνη στη µέση. Κόκκινη για την Τουρκία και γαλάζια για την Ελλάδα. Μια περίεργη στενόµακρη σηµαία που χωρίζει τη γέφυρα στα δυο. Τα σύνορα.
O συνταγματάρχης πατάει τη γαλάζια γραµµή. Μένει ακίνητος µια στιγµή.
Έπειτα σηκώνει το ένα πόδι και στέκει έτσι σα πελαργός.
Στρέφει το κεφάλι του στον Αλέξανδρο.
―Αν κάνω ένα βήµα, λέει χαµογελώντας αινιγµατικά, είµαι… αλλού…
Γυρίζει και κοιτάζει τον τούρκο φρουρό.
―… ή πεθαίνω, συµπληρώνει.
Σιωπή. Το βουητό του ποταµού.
- Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο: «Θ. Αγγελόπουλος, 10 3/4 , τόμος δεύτερος», Εκδόσεις Αιγόκερως 2020, επιμέλεια Ειρήνη Στάθη.

- Αξίζει να σημειώσουμε πως στη διαδικασία του τελικού μοντάζ κόπηκε από το σενάριο η σκηνή όπου ο δημοσιογράφος πρωταγωνιστής της ταινίας τρέχει γυμνός στα σύνορα (εικόνα που χρησιμοποιήθηκε και στην αφίσα της ταινίας).
Ας δούμε όμως πως απαντά ο ίδιος ο Θ. Αγγελόπουλος σε συνέντευξή του στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» στις 2/6/1991, όταν ρωτήθηκε για τον λόγο που κόπηκε η σκηνή:
«Διότι κρίθηκε ότι δεν ήταν τελικά καθόλου απαραίτητη δραματουργικά. Φοβάμαι πάντα πάρα πολύ τις υπογραμμισμένες καταστάσεις, τις καταστάσεις που δηλώνονται τόσο πολύ, που παύουν πια να είναι αυτό που θα έπρεπε να είναι. Στο γραπτό λόγο μια εικόνα μπορεί να είναι υπέροχη. Όταν όμως δεις την ταινία, μπορεί να είναι τόσο δυνατή, που να ανατρέπει ισορροπίες».
Δείτε:
- Την περίφημη σκηνή του γάμου διάρκειας 13:13 λεπτών που αποτελείται από 8 πλάνα:

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου