Στις 23 Δεκεμβρίου 2020 ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ προχώρησε σε μία κίνηση χωρίς προηγούμενο: έβαλε βέτο στον νόμο για τον προϋπολογισμό του υπουργείου Άμυνας για το 2021, ο οποίος ψηφίζεται ανελλιπώς επί 59 χρόνια και κανένας Πρόεδρος δεν τον είχε απορρίψει ώς τότε.


Το Κογκρέσο, βέβαια, ψήφισε και ανέτρεψε το προεδρικό βέτο, ωστόσο το ενδιαφέρον βρίσκεται στον λόγο για τον οποίο ο Τραμπ αποφάσισε αρχικά να μπλοκάρει τον νόμο. Ανάμεσα σε διάφορες δικαιολογίες δήλωσε ότι δεν τον εγκρίνει επειδή δεν καταργεί το άρθρο 230 ενός νόμου που έρχεται από το 1996 και αφορά το Διαδίκτυο. Ο Τραμπ καθ’ όλη την Προεδρία του προσπάθησε ανεπιτυχώς να καταργήσει το συγκεκριμένο άρθρο, το οποίο, κατά περίεργο τρόπο, βρίσκεται στο στόχαστρο τόσο Ρεπουμπλικανών όσο και Δημοκρατικών πολιτικών.

Ο θεμέλιος λίθος του Ίντερνετ


Για πολύ κόσμο το άρθρο 230 αποτελεί τον θεμέλιο λίθο αυτού που ονομάζουμε σήμερα Διαδίκτυο. Πέρα από το τεχνικό κομμάτι, το 1996, στον νόμο περί Ευπρέπειας των Επικοινωνιών περιλήφθηκαν και 22 λέξεις που έως σήμερα διασφαλίζουν σε μεγάλο βαθμό την ελευθερία της έκφρασης γνώμης στον κυβερνοχώρο.
Το άρθρο 230 αναφέρει τα εξής: «Κανένας πάροχος ή χρήστης μιας διαδραστικής υπηρεσίας υπολογιστή δεν αντιμετωπίζεται ως εκδότης ή ομιλητής οποιωνδήποτε πληροφοριών παρέχονται από άλλον πάροχο περιεχομένου πληροφοριών».


Ο νόμος στον οποίο περιλαμβάνεται το συγκεκριμένο άρθρο είχε συνταχθεί σε μια προσπάθεια να περιοριστεί η διάδοση πορνογραφικού περιεχομένου μέσω του Διαδικτύου (εξ ου και η «ευπρέπεια» στην ονομασία του νόμου), ωστόσο το άρθρο 230 ήλθε ως αποτέλεσμα δύο διαφορετικών δικαστικών αποφάσεων σχετικά με περιεχόμενο που είχε ανέβει σε ιστοσελίδες.


Οι νομοθέτες αποφάσισαν να συμπεριλάβουν και το συγκεκριμένο άρθρο στη λογική του «καλού Σαμαρείτη», δηλαδή να δώσουν την ευκαιρία στις νεογέννητες (τότε) εταιρείες του Διαδικτύου να αναπτυχθούν και ταυτόχρονα να θέσουν οι ίδιες όρια σχετικά με το περιεχόμενο που θα ανέβαινε στις ιστοσελίδες.

Το άρθρο 230, με απλά λόγια, λέει ότι οι πάροχοι Ίντερνετ και οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης δεν έχουν νομική ευθύνη για το περιεχόμενο που παράγουν οι χρήστες τους. Σε αντίθεση, π.χ., με τις εφημερίδες, αν κάποιος χρήστης του Facebook ανεβάσει μια συκοφαντική ανάρτηση για έναν πολιτικό, ο χρήστης μπορεί να διωχθεί, αλλά όχι το Facebook.


Οι ίδιες οι πλατφόρμες, βέβαια, έχουν δικλίδες ασφαλείας σχετικά με το περιεχόμενο που ανεβαίνει σε αυτές (Όροι Χρήσης, moderators κ.λπ.) και φυσικά έχουν υπάρξει και περιπτώσεις που άλλοι νόμοι κρίθηκαν ότι υπερέχουν του άρθρου 230, ωστόσο μέχρι σήμερα παραμένει το «τείχος προστασίας» των παρόχων υπηρεσιών Διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από συνεχείς αγωγές.

Πολιτικές πιέσεις για αλλαγή


Ωστόσο τα τελευταία χρόνια πολιτικοί από όλο το φάσμα μοιάζουν να θέλουν το συγκεκριμένο άρθρο στην καλύτερη περίπτωση να αναθεωρηθεί και στη χειρότερη να καταργηθεί τελείως.
Ειδικά μετά το σκάνδαλο της Cambridge Analytica, όλο και περισσότεροι πολιτικοί βάζουν στο στόχαστρο τις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες, δηλαδή τις Facebook, Google, Twitter και Apple, θεωρώντας ότι το άρθρο 230 τους δίνει υπέρμετρες δυνατότητες, σε βαθμό που να μπορούν να καθορίζουν ακόμα και την πολιτική συζήτηση στις ΗΠΑ και αλλού, χωρίς οι ίδιες να υπόκεινται σε συνέπειες.


Grosso modo οι Δημοκρατικοί που θέλουν αναθεώρηση του άρθρου 230 ανησυχούν κυρίως για τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για την οργάνωση παράνομων ή και τρομοκρατικών πράξεων, ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι ισχυρίζονται ότι γίνονται διακρίσεις εις βάρος συντηρητικών πολιτικών και ψηφοφόρων και ότι οι φωνές τους «καταπνίγονται» από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.


Μάλιστα, όταν το Twitter και το Facebook «μπανάρισαν» τον Τραμπ μετά τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου, τα πράγματα έγιναν πιο έντονα και η συζήτηση «άναψε» για τα καλά. Για την ώρα οι προσεγγίσεις και οι προτάσεις για αναθεώρηση του άρθρου 230 κινούνται εντός δύο διακριτών πλαισίων:

  1. Αυστηροποίηση: Οι προτάσεις αυτές λένε ότι, αν οι εταιρείες δεν ενημερώνουν τις διωκτικές αρχές για παράνομες πράξεις που σχεδιάζονται από χρήστες στις πλατφόρμες τους, τότε αίρεται η προστασία τους από το άρθρο 230 και μπορούν να διωχθούν κανονικά. Οι Ρεπουμπλικάνοι θέλουν να συμπεριλάβουν σε αυτή τη νομοθεσία και όρους και προϋποθέσεις περί πολιτικής ουδετερότητας, αλλά θεωρείται τουλάχιστον δύσκολο να περάσει κάτι τέτοιο.
  2. Εξαιρέσεις: Άλλοι πολιτικοί θέλουν να μην μπορούν διαδικτυακές εταιρείες να επικαλούνται το άρθρο 230 ως υπεράσπιση σε νομικές υποθέσεις που αφορούν παραβιάσεις πολιτικών δικαιωμάτων, παρενόχληση, θάνατο ή σεξουαλική κακοποίηση και παιδοφιλία. Ένα λεπτό ζήτημα αφορά τους αλγόριθμους των social media και το πώς αυτοί ενδεχομένως μπορούν να διασπείρουν προπαγάνδα, αλλά εδώ υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες και εκτιμάται ότι είναι πολύ δύσκολο να μπει κάτι τέτοιο στη συζήτηση.

Τι ζητούν οι εταιρείες

Μια πιο «ολιστική» προσέγγιση στο ζήτημα, προερχόμενη από τους Ρεπουμπλικάνους, λέει ότι οι μεγάλες εταιρείες, όπως το Facebook και το Twitter, θα πρέπει να εξαιρεθούν από την προστασία του άρθρου 230, το οποίο θα αφορά μικρότερες ή νέες επιχειρήσεις. Επίσης ζητούν μεγαλύτερη διαφάνεια όσον αφορά ζητήματα ελέγχου του περιεχομένου, δικαίωμα έφεσης στην περίπτωση που περιεχόμενο ή λογαριασμός «πέσουν», επανελέγχους ανά πενταετία κ.λπ.


Από την πλευρά τους οι εταιρείες επιμένουν στην αυτορρύθμιση ή, εν πάση περιπτώσει, σε παρεμβάσεις που δεν θα αλλάζουν τον πυρήνα του άρθρου 230, αν και ο ιδρυτής τού Facebook Μαρκ Ζάκερμπεργκ υποστήριξε ότι το Κογκρέσο θα μπορούσε να απαιτήσει από τις εταιρείες να αποδεικνύουν ότι έχουν συστήματα αφαίρεσης παράνομου περιεχομένου.