Σχεδόν ενάμιση μήνα από την κυκλοφορία του, το ντοκιμαντέρ Social Dilemma του Τζεφ Ορλόφσκι εξακολουθεί να βρίσκεται στις πρώτες θέσεις της τηλεθέασης παγκοσμίως. Δυστυχώς λίγες ταινίες συμπυκνώνουν την αδυναμία της φιλελεύθερης Αμερικής να συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει γύρω της και γιατί η ίδια αποτελεί μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης.
Μια χημική ουσία εισάγεται σε μια σύριγγα και εγχέεται στον ανθρώπινο οργανισμό. Ακολουθεί ένα κοντινό πλάνο στην κόρη ενός ματιού, η οποία συστέλλεται ή διαστέλλεται με μεγάλη ταχύτητα. Κάπως έτσι θέλησε να παρομοιάσει ο σκηνοθέτης Τζεφ Ορλόφσκι την «εξάρτησή» μας από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – κλέβοντας δηλαδή ανερυθρίαστα την αντίστοιχη σκηνή από την ταινία «Ρέκβιεμ για ένα όνειρο» του Ντάρεν Αρονόφσκι.
Ενώ όμως ο τελευταίος δημιούργησε ένα κινηματογραφικό αριστούργημα για τη χρήση των ναρκωτικών, ο πρώτος παρήγαγε το δικό του ναρκωτικό με το οποίο προσπαθεί να ναρκώσει τους θεατές απέναντι στους πραγματικούς κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες ψηφιακές κοινωνίες. Στον Αρονόφσκι οι τοξικοεξαρτημένοι πρωταγωνιστές καταλήγουν στο χειρουργικό κρεβάτι ή στην πορνεία.
Στο ντοκιμαντέρ του Ορλόφσκι οι νεαροί ήρωες κάνουν κάτι πολύ «χειρότερο», πολιτικοποιούνται, συμμετέχουν σε μια διαδήλωση και συλλαμβάνονται από την αστυνομία. Το τραγικό της υπόθεσης βέβαια δεν είναι μόνο το περιεχόμενο του ντοκιμαντέρ, που έκανε την πρεμιέρα του στο (όχι και τόσο εναλλακτικό πλέον) Φεστιβάλ του Σάντανς, αλλά ότι χιλιάδες άνθρωποι που το παρακολούθησαν δηλώνουν έτοιμοι να κλείσουν τους λογαριασμούς τους στο Facebook ή στο Τwitter θεωρώντας ότι από εκεί πηγάζουν όλα τα δεινά της ανθρωπότητας.
Αγγίζοντας πραγματικές ανησυχίες του κόσμου, για τον αυξανόμενο χρόνο που περνάμε σε ανούσιες δραστηριότητες στον υπολογιστή και στο κινητό μας, το ντοκιμαντέρ επιχειρεί να θίξει ορισμένα από τα κακώς κείμενα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπως τον λεγόμενο καπιταλισμό της επιτήρησης και την οικονομική εκμετάλλευση προσωπικών δεδομένων των χρηστών από τις μεγάλες πλατφόρμες του διαδικτύου.
Ακριβώς όμως επειδή χρησιμοποιεί ως σημείο εκκίνησης υπαρκτά προβλήματα, γίνεται ακόμη πιο επικίνδυνο. Δίνοντας μάλιστα τον λόγο σε πρώην και νυν στελέχη εταιρειών της Silicon Valley, προσπαθεί να κρύψει την παιδαριώδη τεχνοφοβία που το χαρακτηρίζει από την αρχή μέχρι το τέλος.
Αγνοώντας προκλητικά τις οικονομικές συνθήκες και την ανισότητα που τρέφουν τις κοινωνικές εντάσεις της εποχής μας, ο Ορλόφσκι κατηγορεί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για την πολιτικοποίηση και τη ριζοσπαστικοποίηση των νέων – δυο λέξεις οι οποίες στο φιλελεύθερο λεξιλόγιό του έχουν σαφώς αρνητικό χαρακτήρα.
Παρουσιάζοντας ασύνδετα πλάνα, από την εκλογική νίκη του φασίστα Μπολσονάρο στη Βραζιλία και το κίνημα των οπαδών της επίπεδης Γης μέχρι το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων» στη Γαλλία, το ντοκιμαντέρ ουσιαστικά εξισώνει κάθε διεκδίκηση με τα κινήματα των φασιστών και των ψεκασμένων.
Παράλληλα όμως, στην προσπάθειά του να ενοχοποιήσει για όλα αυτά και τη Ρωσία (πάγια γραμμή της ηγεσίας των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ), πέφτει σε αντιφάσεις. Από τη μια δαιμονοποιεί τους «ανεξέλεγκτους» αλγόριθμους που κατασκευάζουν οι εταιρείες και από την άλλη αναζητά σκοτεινά κέντρα όπου κακόβουλοι Ρώσοι χάκερ κινούν τα νήματα στο διαδίκτυο για λογαριασμό του Κρεμλίνου. Και στις δύο περιπτώσεις χρειάζεται απλώς να αντιστρέψεις τη λογική των επιχειρημάτων για να προσεγγίσεις την πραγματικότητα:
Οι αλγόριθμοι δεν είναι «ανεξέλεγκτοι» αλλά αποτελούν την προγραμματιστική απεικόνιση των σχέσεων εξουσίας στο εσωτερικό του καπιταλιστικού συστήματος – σχεδόν όπως οι νόμοι και τα Συντάγματα των χωρών αποτελούσαν τη γραπτή αποτύπωση της ισχύος κάθε κοινωνικής τάξης.
Όσο για τους Ρώσους χάκερ, φαίνεται να κινούνται πολύ συχνότερα με στόχο το προσωπικό κέρδος (προσελκύοντας αναγνώστες σε σκανδαλοθηρικές ή συνωμοσιολογικές σελίδες) και όχι με απευθείας εντολές του Πούτιν. Οι συντελεστές του ντοκιμαντέρ, όμως, αποτυγχάνουν ακόμη και στον τρόπο με τον οποίο πλασάρουν τις τεχνοφοβικές σκέψεις τους.
Οι θεωρίες του τεχνολογικού ντετερμινισμού και του μπιχεβιορισμού, τις οποίες ακολουθούν, είχαν καταρριφθεί επιστημονικά από τα μέσα του περασμένου αιώνα. Όσο για την πεποίθησή τους ότι οι εταιρείες μάς εθίζουν συνειδητά στη χρήση εφαρμογών για κινητά τηλέφωνα, θυμίζει τη βεβαιότητα των γιαγιάδων ότι κάποιοι μας ρίχνουν ναρκωτικά στα ποτά μας όταν πηγαίνουμε στις… ντισκοτέκ.
Η σκέψη τους δεν είναι απλώς ρηχή, είναι ιστορικά πρωτόγονη. Θα ήταν όμως λάθος να αποδώσουμε την τελική εικόνα που παρουσιάζει το «Κοινωνικό δίλημμα» στην τρικυμία εν κρανίω που χαρακτηρίζει τη μεταχίπικη γενιά αρκετών προγραμματιστών της Silicon Valley και στην παιδαριώδη πολιτική τους σκέψη, που διαμορφώθηκε ύστερα από τέσσερις δεκαετίες νεοφιλελευθερισμού.
Δυστυχώς το ντοκιμαντέρ παρουσιάζει την πεμπτουσία της σύγχρονης φιλελεύθερης Αμερικής, η οποία προσπαθεί να κρύψει τις πραγματικές αιτίες των κοινωνικών προβλημάτων και των ταξικών συγκρούσεων.
Το σενάριο θα μπορούσε να το έχει γράψει η Χίλαρι Κλίντον όταν αναζητούσε αποδιοπομπαίους τράγους για την ταπεινωτική εκλογική της ήττα από τον Ντόναλντ Τραμπ – και μάλλον θα τα είχε καταφέρει καλύτερα από τους συντελεστές του ντοκιμαντέρ.
Δεν είναι φυσικά τυχαίο ότι οι μόνοι πολιτικοί που εμφανίζονται στιγμιαία στο ντοκιμαντέρ είναι οι Ρεπουμπλικανοί Τζεφ Φλέικ (ένα πολιτικό «εκκρεμές» με μόνες σταθερές αξίες την απαγόρευση των εκτρώσεων και την ελεύθερη οπλοκατοχή) και Μάρκο Ρούμπιο (από τους βασικούς εμπνευστές του πραξικοπήματος στη Βενεζουέλα και βασικός δίαυλος επικοινωνίας της Ουάσινγκτον με παρακρατικές οργανώσεις αντικαθεστωτικών στο Μαϊάμι).
Αν λοιπόν κάποια μέρα αισθανθείτε την ανάγκη να περάσετε μιάμιση ώρα μπροστά σε μια οθόνη, υπάρχουν πολύ πιο εποικοδομητικές επιλογές. Ακόμη και το να κάνετε like σε φωτογραφίες με γατάκια στο Facebook.
Άρης Χατζηστεφάνου |
Εφημερίδα των Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου