Άρθρο του Ρώσου ηγέτη στην ΕΦΣΥΝ που αναρτήθηκε και στον ιστότοπο της Ρωσικής προεδρίας..
Πέρασαν 75 χρόνια από το τέλος του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου (1941-1945). Για τους δικούς μου γονείς ήταν τα τρομερά χρόνια στο αποκλεισμένο Λένινγκραντ, όπου πέθανε ο αδελφός μου Βίκτωρ, δύο ετών, όπου από θαύμα έμεινε ζωντανή η μητέρα μου. Ο πατέρας μου, παρότι του είχε χορηγηθεί απαλλαγή, πήγε εθελοντής να υπερασπίζεται την πόλη του. Πολεμούσε στο προγεφύρωμα «Nevsky Pyatachok», τραυματίστηκε βαριά.
Ευθύνη μας απέναντι στο παρελθόν και το μέλλον είναι να κάνουμε το παν για να αποτρέψουμε την επανάληψη των τρομερών τραγωδιών. Γι’ αυτό και θεώρησα καθήκον μου να μιλήσω μ’ αυτό το άρθρο για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Θα υπενθυμίσω για άλλη μια φορά κάτι το αυτονόητο: οι βαθύτατες αιτίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκονται εν πολλοίς στις αποφάσεις που πάρθηκαν στο κατόπι του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Συνθήκη των Βερσαλλιών στάθηκε για τη Γερμανία σύμβολο βαθιάς αδικίας. Ο αρχιστράτηγος των συμμαχικών δυνάμεων, Γάλλος στρατάρχης Φερντινάν Φος, χαρακτήρισε προφητικά τη Συνθήκη: «Δεν είναι ειρήνη, είναι ανακωχή για είκοσι χρόνια».
Αυτή ακριβώς η εθνική ταπείνωση είχε διαμορφώσει το κατάλληλο περιβάλλον για τις ακραίες και ρεβανσιστικές διαθέσεις στη Γερμανία. Οι ναζιστές, εκμεταλλευόμενοι εντέχνως αυτά τα συναισθήματα, έχτιζαν την προπαγάνδα τους, υποσχόμενοι να απαλλάξουν τη Γερμανία από τη «βαριά κληρονομιά των Βερσαλλιών», να αποκαταστήσουν την πάλαι ποτέ δύναμή της, και στην ουσία ωθούσαν τον γερμανικό λαό στον νέο πόλεμο. Παραδόξως, σ’ αυτό, άμεσα ή έμμεσα, συνέβαλαν τα δυτικά κράτη, πρωτίστως η Μεγάλη Βρετανία και οι ΗΠΑ. Οι οικονομικοί και βιομηχανικοί τους κύκλοι αρκετά ενεργά επένδυαν τα κεφάλαιά τους στα γερμανικά εργοστάσια και τις φάμπρικες.
Ενα από τα βασικότερα αποτελέσματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν η ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών. Αλλά η Κοινωνία των Εθνών, όπου κυριαρχούσαν τα κράτη-νικητές, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία, υπέδειξε την αναποτελεσματικότητά της και απλά χάθηκε στις ανούσιες συζητήσεις. Στην Κοινωνία των Εθνών και γενικώς στην ευρωπαϊκή ήπειρο δεν εισακούστηκαν οι επαναλαμβανόμενες εκκλήσεις της Σοβιετικής Ενωσης για τη δημιουργία ενός δίκαιου συστήματος συλλογικής ασφάλειας. Συγκεκριμένα, να υπογραφούν η Ανατολική Συνθήκη και η Συνθήκη Ειρηνικού, που θα αποτελούσαν ανάχωμα στις επιθετικές διαθέσεις.
Η Κοινωνία των Εθνών δεν κατάφερε να αποτρέψει συγκρούσεις σε διάφορα μέρη του κόσμου. Και όσον αφορά τη Συμφωνία του Μονάχου, όπου εκτός από τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι συμμετείχαν και οι αρχηγοί της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας, αυτή οδήγησε, με πλήρη συγκατάθεση της Κοινωνίας των Εθνών, στον διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας. Θέλω να σημειώσω σχετικά ότι, σε αντίθεση με πολλούς τότε αρχηγούς της Ευρώπης, ο Στάλιν δεν έχει εκτεθεί με προσωπική συνάντηση με τον Χίτλερ, τον οποίον θεωρούσαν τότε στους δυτικούς κύκλους καθ’ όλα αξιοσέβαστο πολιτικό, καλοδεχούμενο στις πρωτεύουσες της Ευρώπης.
Στον διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας, μαζί με τη Γερμανία συμμετείχε και η Πολωνία. Εξαρχής και από κοινού αποφάσιζαν ποια μέρη της Τσεχοσλοβακίας θα πάρει η καθεμιά τους. Ο διαμελισμός της Τσεχοσλοβακίας ήταν σκληρός και κυνικός. Το Μόναχο έδειξε πως τις αμοιβαίες συμφωνίες δεν τις λογαριάζει καθόλου. Η Συμφωνία του Μονάχου έγινε εκείνη η σκανδάλη, η οποία, αν πατιόταν, ήταν αδύνατον πλέον να αποτραπεί ένας μεγάλος πόλεμος στην Ευρώπη.
Σήμερα οι πολιτικοί της Ευρώπης, πρωτίστως της Πολωνίας, θα ήθελαν να «αποσιωπήσουν» το Μόναχο. Η Βρετανία, καθώς και η Γαλλία, που ήταν τότε κύριοι σύμμαχοι των Τσέχων και Σλοβάκων, προτίμησαν να ξεχάσουν τις εγγυήσεις που δόθηκαν για να αποτραπεί ο κατασπαραγμός αυτής της ανατολικοευρωπαϊκής χώρας.
Δεν την παράτησαν απλά, αλλά σκόπευαν να κατευθύνουν τις διαθέσεις της Γερμανίας προς την Ανατολή, ώστε να γίνει αναπόφευκτη η σύγκρουση Γερμανίας και Σοβιετικής Ενωσης και η αφαίμαξη αμφοτέρων. Η Συμφωνία του Μονάχου έδειξε στη Σοβιετική Ενωση ότι τα δυτικά κράτη θα λύνουν τα ζητήματα της ασφάλειας χωρίς να υπολογίζουν τα συμφέροντά της, και με κάθε ευκαιρία μπορούν να δημιουργήσουν το αντισοβιετικό μέτωπο.
Η Σοβιετική Ενωση ώς την τελευταία στιγμή προσπαθούσε να αξιοποιήσει κάθε ευκαιρία για δημιουργία μιας αντιχιτλερικής συμμαχίας, παρά τη διπρόσωπη στάση των δυτικών χωρών. Ετσι, από τις υπηρεσίες πληροφοριών η σοβιετική ηγεσία λάμβανε λεπτομερείς πληροφορίες για τις παρασκηνιακές επαφές μεταξύ Γερμανίας και Αγγλίας το καλοκαίρι του 1939. Θέλω να τονίσω: οι επαφές ήταν εντατικές και σχεδόν ταυτόχρονες με τις τριμερείς διαβουλεύσεις των εκπροσώπων της Γαλλίας, της Μεγάλης Βρετανίας και της ΕΣΣΔ, οι οποίες εκ μέρους των Δυτικών εταίρων σκόπιμα «σέρνονταν».
Στην κατάσταση που διαμορφώθηκε, η Σοβιετική Ενωση είχε υπογράψει με τη Γερμανία το Σύμφωνο Μη Επίθεσης, και ουσιαστικά το έκανε τελευταία από τις χώρες της Ευρώπης. Και όλα αυτά υπό την πραγματική απειλή αντιμετώπισης πολέμου σε δύο μέτωπα – με τη Γερμανία στα δυτικά και την Ιαπωνία στα ανατολικά.
Ο Στάλιν και το περιβάλλον του αξίζουν να κατηγορηθούν για πολλά και δικαίως. Αλλά όχι για την άγνοια σχετικά με τον χαρακτήρα των εξωτερικών απειλών. Εβλεπαν ξεκάθαρα ότι γίνεται προσπάθεια να στηθεί η Σοβιετική Ενωση απέναντι στη Γερμανία και τους συμμάχους της και έπρατταν ανάλογα, συνειδητοποιώντας αυτή την πραγματική απειλή για να κερδίσουν πολύτιμο χρόνο ώστε να ενισχύσουν την άμυνα της χώρας.
Θα ήταν αφελές να πιστέψει κανείς ότι, τελειώνοντας με την Τσεχοσλοβακία, ο Χίτλερ δεν θα έγειρε επόμενες εδαφικές αξιώσεις. Αυτή τη φορά ενάντια στον πρόσφατο σύμμαχό της στον διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας, την Πολωνία. Η τραγωδία που ακολούθησε βαραίνει αποκλειστικά τη συνείδηση της τότε πολωνικής ηγεσίας, που εμπόδισε την υπογραφή της συμφωνίας ανάμεσα στην Αγγλία, τη Γαλλία και την ΕΣΣΔ και εναπόθεσε τις ελπίδες της στη βοήθεια των Δυτικών εταίρων, εκθέτοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τον λαό της στη ναζιστική μηχανή καταστροφής. Οι Δυτικοί εταίροι δεν δικαίωσαν τις προσδοκίες της Πολωνίας.
Αργότερα, στη Δίκη της Νυρεμβέργης, οι Γερμανοί στρατηγοί προσπάθησαν να εξηγήσουν την τόσο γρήγορη επιτυχία τους στην Ανατολή και ο πρώην αρχηγός του Επιτελείου Επιχειρήσεων της Ανώτατης Διοίκησης της Βέρμαχτ, Α. Γιοντλ, ανέφερε το εξής: «... Αν το 1939 δεν είχαμε ακόμα ηττηθεί, αυτό το οφείλουμε στο γεγονός ότι περίπου 110 γαλλικές και αγγλικές μεραρχίες, που πολεμούσαν στον πόλεμό μας με την Πολωνία στα δυτικά, ενάντια στις 23 γερμανικές μεραρχίες, ήταν παντελώς αδρανείς».
Αμέσως μετά την επίθεση κατά της Πολωνίας, τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου του 1939, το Βερολίνο επίμονα και επανειλημμένα καλούσε τη Μόσχα να συμμετάσχει στις πολεμικές επιχειρήσεις. Η σοβιετική ηγεσία αγνοούσε αυτές τις εκκλήσεις. Μόνο όταν έγινε πλέον σαφές ότι η μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία δεν έχουν σκοπό να βοηθήσουν τον σύμμαχό τους και η Βέρμαχτ έχει την ικανότητα να καταλάβει ταχύτατα όλη την Πολωνία και στην ουσία να βρεθεί κοντά στο Μινσκ, στις 17 Σεπτεμβρίου, πάρθηκε η απόφαση να οδηγηθούν οι μονάδες του Κόκκινου Στρατού στις ανατολικές παραμεθόριες περιοχές, που σήμερα είναι τμήματα των εδαφών της Λευκορωσίας, της Ουκρανίας και της Λιθουανίας. O Χίτλερ προσπαθούσε επανειλημμένα να ωθήσει την ΕΣΣΔ σε αντιπαράθεση με τη Μεγάλη Βρετανία, η σοβιετική ηγεσία όμως δεν ενέδωσε.
Ο Χίτλερ έκανε την τελευταία προσπάθεια να πείσει τη Σοβιετική Ενωση για κοινή δράση κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Μολότοφ στο Βερολίνο τον Νοέμβριο του 1940. Αλλά ο Μολότοφ ακολούθησε κατά γράμμα τις οδηγίες του Στάλιν και περιορίστηκε στις πολύ γενικές συζητήσεις για την ιδέα των Γερμανών σχετικά με τη συμμετοχή της ΕΣΣΔ στη Συνθήκη των Τριών, στη Συμμαχία της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ιαπωνίας, που είχε υπογραφεί τον Σεπτέμβριο του 1940.
Και ήδη τον Δεκέμβριο, παραμερίζοντας όλες τις προειδοποιήσεις των στρατηγών του για τον καταστροφικό κίνδυνο του πολέμου στα δύο μέτωπα, υπέγραψε το «Σχέδιο Μπαρμπαρόσα». Το έκανε αφού συνειδητοποιούσε ότι η Σοβιετική Ενωση αποτελούσε την κύρια δύναμη που του αντιτίθεται στην Ευρώπη και η μελλοντική αναμέτρηση στην Ανατολή θα ήταν αποφασιστική για την έκβαση του παγκόσμιου πολέμου. Οσον αφορά την εκστρατεία στη Μόσχα, ήταν σίγουρος πως θα είναι γρήγορη και επιτυχής.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν ξεκίνησε ξαφνικά. Και η επίθεση της Γερμανίας κατά της Πολωνίας δεν ήταν αναπάντεχη. Ηταν αποτέλεσμα πολλών συγκυριών και παραγόντων εκείνης της περιόδου. Αλλά, αναμφισβήτητα, εκείνο που είχε προκαθορίσει τη μεγαλύτερη τραγωδία στην ιστορία της ανθρωπότητας ήταν ο εγωισμός των κρατών, η δειλία, η υποχώρηση μπροστά στον εισβολέα, που γινόταν όλο και πιο ισχυρός, η ανετοιμότητα των πολιτικών ελίτ για αναζήτηση του συμβιβασμού. Γι’ αυτό είναι ανέντιμο να ισχυρίζεται κανείς ότι η διήμερη επίσκεψη στη Μόσχα του ναζιστή υπουργού Εξωτερικών Ρίμπεντροπ ήταν η βασική αιτία για το ξεκίνημα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ολες οι κύριες χώρες στον έναν ή τον άλλον βαθμό έχουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης για το ξεκίνημά του.
Το γράφω χωρίς να έχω την παραμικρή πρόθεση να κατηγορήσω τους μεν και να αθωώσω τους δε. Ομως πολλοί από τους εταίρους μας όλο και ανεβάζουν τις διαστάσεις των πληροφοριακών επιθέσεων κατά της χώρας μας. Βγάζουν βαθιά υποκριτικές πολιτικοποιημένες ανακοινώσεις. Ετσι, π.χ., το ψήφισμα «Για τη σημασία διατήρησης της ιστορικής μνήμης για το μέλλον της Ευρώπης», που εγκρίθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου του 2019 από το Ευρωκοινοβούλιο, κατηγόρησε ευθέως την ΕΣΣΔ –μαζί με τη ναζιστική Γερμανία– για την εξαπόλυση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Είναι αυτονόητο ότι δεν υπάρχει καμιά μνεία για τη Συμφωνία του Μονάχου.
Εκτός από την απειλή για τις θεμελιώδεις αρχές της παγκόσμιας τάξης, εδώ υπάρχει και μια άλλη, ηθική πλευρά. Ο χλευασμός, η διαστρέβλωση της μνήμης αποτελεί όνειδος.
Στη συντριβή του ναζισμού –ό,τι και αν προσπαθούν να αποδείξουν σήμερα– η αποφασιστική συνεισφορά ήταν της Σοβιετικής Ενωσης. 75% όλων των προσπαθειών της αντιχιτλερικής συμμαχίας ανήκουν στην ΕΣΣΔ. Στις 27 Σεπτεμβρίου του 1944, στην επιστολή προς τον Στάλιν, ο Τσόρτσιλ έγραφε ότι «ο ρωσικός στρατός ήταν αυτός που ξεκοίλιασε τη γερμανική πολεμική μηχανή...». Σχεδόν 27 εκατομμύρια Σοβιετικοί πολίτες σκοτώθηκαν στα μέτωπα, στη γερμανική αιχμαλωσία, πέθαναν από πείνα ή σκοτώθηκαν στους βομβαρδισμούς, στα γκέτο και στους φούρνους των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης. Η ΕΣΣΔ έχασε κάθε έβδομο πολίτη της χώρας, η Μεγάλη Βρετανία έναν στους 127 και οι ΗΠΑ έναν στους 320.
Ο πυρήνας της αντιχιτλερικής συμμαχίας άρχισε να διαμορφώνεται αμέσως μετά την επίθεση κατά της Σοβιετικής Ενωσης, όταν οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία τη στήριξαν ασυζητητί στον αγώνα κατά της χιτλερικής Γερμανίας. Στη Διάσκεψη της Τεχεράνης, το 1943, οι Στάλιν, Ρούζβελτ και Τσόρτσιλ έφτιαξαν τη Συμμαχία των Μεγάλων Χωρών.
Η ΕΣΣΔ τηρούσε απόλυτα τις υποχρεώσεις απέναντι στους συμμάχους της, πάντα άπλωνε χείρα βοηθείας. Ετσι, με τη μεγάλης κλίμακας επιχείρηση «Μπαγκρατιόν» στη Λευκορωσία, ο Κόκκινος Στρατός στήριξε την απόβαση των Αγγλων και των Αμερικανών στη Νορμανδία. Τον Ιανουάριο του 1945, προχωρώντας προς τον ποταμό Οντερ, οι μαχητές μας έβαλαν τέλος στην τελευταία ισχυρή επίθεση του Βέρμαχτ στο Δυτικό Μέτωπο, στις Αρδέννες. Και τρεις μήνες μετά τη νίκη στον πόλεμο κατά της Γερμανίας, η ΕΣΣΔ, ακολουθώντας τη Συνθήκη της Γιάλτας, κήρυξε πόλεμο στην Ιαπωνία και νίκησε την τεράστια στρατιά του Κβαντούν.
Το 1945 έκαναν την εμφάνισή τους και τα πυρηνικά όπλα. Η διευθέτηση των διαφωνιών με μεθόδους βίας έγινε εξαιρετικά επικίνδυνη. Η θλιβερή εμπειρία της Κοινωνίας των Εθνών ελήφθη υπόψη το 1945. Η δομή του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ διαμορφώθηκε έτσι ώστε οι εγγυήσεις υπέρ της ειρήνης να γίνουν στο μέγιστο συγκεκριμένες και αποτελεσματικές. Ετσι, γεννήθηκε ο θεσμός των μόνιμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας και το δικαίωμα του βέτο ως προνόμιο και ευθύνη τους.
Τι σημαίνει το δικαίωμα του βέτο; Είναι η μοναδική λογική εναλλακτική στην άμεση σύγκρουση μεταξύ των μεγαλύτερων χωρών. Το γεγονός ότι ο Ψυχρός Πόλεμος δεν κατέληξε σε Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο επιβεβαίωσε θριαμβευτικά την αποτελεσματικότητα των συμφωνιών των «Τριών Μεγάλων». Οι αρχές λειτουργίας του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ είναι ο μοναδικός μηχανισμός αποτροπής μιας παγκόσμιας σύγκρουσης.
Σήμερα, όπως και το 1945, πρέπει να δείξουμε πολιτική βούληση και συνάμα να συζητήσουμε το μέλλον. Οι εταίροι μας, κύριοι Σι Τζινπίνγκ, Μακρόν, Τραμπ, Τζόνσον, έχουν υποστηρίξει τη ρωσική πρωτοβουλία για διεξαγωγή της συνάντησης αρχηγών των πέντε πυρηνικών κρατών, μόνιμων μελών του Σ.Α. Πρώτα απ’ όλα είναι σκόπιμο να συζητήσουμε βήματα για την ανάπτυξη των συλλογικών αρχών στις παγκόσμιες υποθέσεις, να μιλήσουμε ειλικρινά για τα ζητήματα διατήρησης της ειρήνης, ενίσχυσης της παγκόσμιας και της περιφερειακής ασφάλειας, ελέγχου των στρατηγικών εξοπλισμών, συλλογικών ενεργειών στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας και του εξτρεμισμού.
Η Συνάντηση Κορυφής Ρωσίας, Κίνας, Γαλλίας, ΗΠΑ και Μεγάλης Βρετανίας θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην εξεύρεση κοινών απαντήσεων στις σύγχρονες απειλές. Μπορούμε και πρέπει να εμπιστευόμαστε ο ένας τον άλλον. Αυτή η εμπιστοσύνη θα αποτελέσει βάση για συντονισμένες δράσεις για την ενίσχυση της ασφάλειας στον πλανήτη. Χωρίς υπερβολές, σ’ αυτό συνίσταται το κοινό μας καθήκον και ευθύνη απέναντι σε όλο τον κόσμο.
● Το πλήρες άρθρο δημοσιεύεται στον επίσημο ιστότοπο της προεδρίας, kremlin.ru
*πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου