Παρασκευή 1 Μαΐου 2020

Η ΑΙΜΑΤΟΒΑΜΜΕΝΗ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ 1944

H αιματοβαμμένη Πρωτομαγιά του 1944: Η δολοφονία από τους ναζί 200 Ελλήνων κομμουνιστών- Η αυτοθυσία Σουκατζίδη - MediaΈτσι πεθαίνουν οι γνήσιοι Έλληνες Οι πλείστοι εξ αυτών των διακοσίων της Καισαριανής η αφρόκρεμα του λαού. Επιστήμονες. Τα συγκινητικά σημειώματα




Προηγουμένως Έλληνες εθελοντές (Γερμανοτσολιάδες χίτες και ταγματασφαλίτες δηλαδή) εφόνευσαν αυτοβούλως εις Μολάους εκατό έλληνες κομμουνιστές εις αντίποινα της εκτέλεσης του φασίστα Γερμανού στρατηγού.. Και τους πολιτικούς απόγονούς τους έστειλε ο λαός στη βουλή και την ευρωβουλή..




Του Βενιζέλου Λεβεντογιάννη


«...στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κι ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό»

Νίκος Καββαδίας: Federico Garcia Lorka


«Την 27ην Απριλίου 1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι παρά τους Μολάους κατόπιν μιας εξ ενέδρας επιθέσεως εδολοφόνησαν ανάνδρως έναν Γερμανόν Στρατηγόν και τρεις συνοδούς του. Πολλοί Γερμανοί στρατιώται ετραυματίσθησαν. Ως αντίποινα διατάχτηκε:
Ο τυφεκισμός 200 Κομμουνιστών την 1.5.1944. Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάοι προς Σπάρτην έξωθεν των χωρίων. Υπό την εντύπωσιν κακουργήματος τούτου Έλληνες εθελονταί εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.
Ο Στρατιωτικός Διοικητής Ελλάδος»

Εφημερίδα «Καθημερινή», 30 Απριλίου 1944



Σκοπευτήριο Καισαριανής, 1 Μαΐου 1944, ξημερώματα


Ο διοικητής του αποσπάσματος ήταν περισσότερο νευρικός από όσο θα έπρεπε. Όλο δίπλωνε και έβαζε στην τσέπη τού στρατιωτικού του πουκαμίσου ένα έγγραφο. Μετά το ξαναέβγαζε από την τσέπη του και το ξεδίπλωνε. Ήταν μια διαταγή που είχε λάβει λίγες ώρες πριν. Τη διάβαζε και την ξαναδιάβαζε. Δεν τον ενδιέφερε που θα έλεγε «πυρ» για να εκτελεστούν εν ψυχρώ 200 άνθρωποι. Ήταν υπάνθρωποι Έλληνες κομμουνιστές και το άξιζαν. Εκείνο που του πάγωνε το αίμα ήταν η υπογραφή στο κάτω μέρος του χαρτιού: «SS-Gruppenführer und Generalleutnant der Waffen-SS und Ordnungspolizei, Walter Schimana».

«Ελάτε, μην κοιμάστε, πάμε άλλη μια φορά. Σε λίγη ώρα έρχονται τα καμιόνια και πρέπει να είμαστε έτοιμοι. Λοιπόν, θα τους φέρουν σε αυτό τον χώρο και θα παραμείνουν. Θα τους φυλάνε οι τσολιάδες. Ύστερα εσείς οι πέντε θα διαλέγετε κάθε φορά 20 από δαύτους και θα τους φέρνετε εδώ μπροστά στον τοίχο. Με προσοχή, είναι κομμουνιστές και μπορεί να κάνουν καμιά τρέλα. Ακούτε; Μετά αναλαμβάνετε εσείς με το σύνθημά μου», είπε και έστρεψε το κεφάλι του στο εκτελεστικό απόσπασμα που είχε ήδη παραταχθεί μπροστά από ένα οπλοπολυβόλο ΜG 34 σε απόσταση οκτώ μέτρων από τον ανατολικό τοίχο.


«Οι επόμενοι 20 θα μεταφέρουν οι ίδιοι στα φορτηγά τους προηγούμενους 20 που θα είναι νεκροί και μετά θα παίρνουν εκείνοι θέση μπροστά από τον τοίχο», είπε και ξεδίπλωσε πάλι το χαρτί της διαταγής για να το διαβάσει.

Σε ελάχιστα λεπτά επρόκειτο να γραφτεί άλλη μια ναζιστική θηριωδία με τα μελανότερα χρώματα της Ιστορίας. Ο θόρυβος από τα 10 καμιόνια Opel Blitz, που ερχόντουσαν από το Χαϊδάρι και ήταν βαρυφορτωμένα με μελλοθάνατους, και που αγκομαχώντας ανέβαιναν από το Παγκράτι, άρχισε να ακούγεται όλο και πιο κοντά...


27 Απριλίου 1944, Μολάοι Λακωνίας προς Σπάρτη - Αμαξωτός δρόμος


Το καμπριολέ αυτοκίνητο με την κοκκινόμαυρη σημαία με τη σβάστικα πάνω από το αριστερό μπροστινό φτερό και το διακριτικό του Στρατηγού επάνω από το δεξί φτερό είχε πέσει το μισό στο όχι και τόσο βαθύ χαντάκι στην άκρη του δρόμου. Η πίσω αριστερή του ρόδα, που βρισκόταν στον αέρα, γυρνούσε ακόμη. Το αυτοκίνητο ήταν διάτρητο από σφαίρες, τόσο στις πόρτες όσο και στη μηχανή. Όσες σφαίρες είχαν περάσει μέσα στα δερμάτινα καθίσματα είχαν αφήσει μικρές μαύρες τρύπες που άχνιζαν ακόμη.
Μέσα στο αυτοκίνητο, ο οδηγός, ο συνοδηγός και στο πίσω κάθισμα ο υποστράτηγος της 41ης Μεραρχίας Οχυρών (Generalmajor) Φραντς Κρεχ μόλις είχαν αποχαιρετίσει τα εγκόσμια. Έξω από το αυτοκίνητο άλλος ένας Γερμανός στρατιώτης κοίταζε με αδειανό βλέμμα τον λακωνικό ουρανό.





«Σηκώστε τον οδηγό. Έτσι όπως έχει πέσει το κεφάλι του στο τιμόνι, η κόρνα ακούγεται μέχρι τα Γκαγκανιά, μη σου πω μέχρι τη Σπάρτη, και σε λίγο θα γεμίσουμε Γερμανούς». Ο ανθυπολοχαγός πεζικού του Ελληνικού Στρατού και νυν διμοιρίτης του 8ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ Μανώλης Σταθάκης έδωσε τη διαταγή καθώς έστριβε τσιγάρο με το ένα του χέρι και κατέβαινε μαζί με τους συντρόφους του από τον λόφο όπου είχαν στήσει την ενέδρα. Τα μούσια του είχαν μακρύνει και τα φυσεκλίκια ήταν περασμένα χιαστί στο στέρνο του. Η διμοιρία του μόλις είχε εξολοθρεύσει ένα σημαίνον πρόσωπο των ναζί.

Σε λίγες μέρες το θεριό μαζί με τα τάγματα ασφαλείας θα απαντούσε με αισχρό τρόπο. Πενήντα Έλληνες για κάθε έναν νεκρό Γερμανό στρατιώτη. Σύνολο 200. Και εάν ήταν και σιχαμεροί κομμουνιστές που δεν καθόντουσαν στα αυγά τους, ακόμη καλύτερα.

Ήδη από το ίδιο απόγευμα βγήκε η διαταγή του λυσσασμένου στρατιωτικού διοικητή της Ελλάδας:

«Και αυτό το αίμα πίπτει επί των κεφαλών σας.
Εις τας 27-4-44 εφόνευσαν, Κομμουνισταί αντάρται κατόπιν υπούλου επιθέσεως παρά τους Μολάους, έναν Γερμανόν στρατηγόν και τρεις εκ των συνοδών του. Κατά την επίθεσιν ταύτην ετραυματίσθησαν αρκετοί Γερμανοί στρατιώται. Ως αντίποινα απεφασίσθη:

● Η εκτέλεσις 200 Κομμουνιστών την ημέραν της 1-5-1944.
● Εκτέλεσις όλων των ανδρών οι οποίοι θα ανευρεθούν υπό των Γερμανικών στρατιωτικών τμημάτων επί της οδού Μολάων - Σπάρτης εκτός της περιοχής των χωριών.
● Ως αντίποινα διά το έγκλημα τούτο, εξετέλεσαν τα Ελληνικά εθελοντικά σώματα 100 κομμουνιστάς ιδία πρωτοβουλία.
Ο Ελληνικός λαός πρέπει επί τέλους να εννοήση ότι δεν αρκεί απλώς να κατακρίνουν οι ορθώς σκεπτόμενοι κύκλοι τα εγκλήματα των ανταρτών, αλλά ότι είναι ανάγκη διά της στάσεως των και διά της πράξεως και να αντιταχθούν εις τη μειονότητα των εγκληματιών ανταρτών».


Η εύκολη λύση για να βρεθούν συγκεντρωμένοι 200 Έλληνες κομμουνιστές ήταν να τους πάρουν από το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Οι περισσότεροι ήταν Ακροναυπλιώτες που ο Μεταξάς τους στέρησε το δικαίωμα να πολεμήσουν για την πατρίδα το 1940 και οι συνεχιστές του τους παρέδωσαν στους κατακτητές.


Φυλακές Χαϊδαρίου, Κυριακή 30 Απριλίου 1944


Οι φυλακές Χαϊδαρίου χτίστηκαν επί Μεταξά και λειτούργησαν ως στρατώνες. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής έγιναν συνώνυμο της κολάσεως. Οι τρόφιμοί τους ήταν πολιτικοί κρατούμενοι από την Ακροναυπλία και την Ανάφη, ενώ προς το τέλος του ’43 άρχισαν να φτάνουν και Έλληνες Εβραίοι που προορισμό είχαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Κεντρικής Ευρώπης.
Το στρατόπεδο περιβαλλόταν από ψηλό μαντρότοιχο γύρω - γύρω και κάθε λίγα μέτρα υπήρχαν υπερυψωμένες πάνοπλες σκοπιές. Υπήρχε τριπλή σειρά συρματοπλέγματος προς τα έξω και πυκνό συρματόπλεγμα μέσα από τον τοίχο. Η είσοδός του βρισκόταν στη δυτική πλευρά. Το στρατόπεδο αποτελούσαν περισσότερα από 15 αριθμημένα κτήρια (bloc haus).





Οι διαδρομές που έκαναν οι κρατούμενοι κομμουνιστές ήταν δύο. Από το κολαστήριο της οδού Μέρλιν στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου και από εκεί στον θάνατο. Τη Δευτέρα 29 Νοεμβρίου του 1943 ανέλαβε διοικητής ο αιμοβόρος και μέθυσος Πρώσος ταγματάρχης των SS Πολ Ραντόμσκι. Οι κρατούμενοι τον αποκαλούσαν «ο Σύρμας». Τον Φλεβάρη του 1944 τον διαδέχτηκε ο πανύψηλος πρώην δικηγόρος από το Ανόβερο και νυν υπολοχαγός με τη νεκροκεφαλή στο πηλήκιο Καρλ Φίσερ.
Ο αριθμός των κρατουμένων (όλοι τους κομμουνιστές και κάποιοι Εβραίοι) ξεκινούσε από τους 590 και έφτανε ανά διαστήματα τους 1.200.


Το απόγευμα της παραμονής της Πρωτομαγιάς «πέρασε» ένα φύλλο της «Καθημερινής» και οι κρατούμενοι που καθάριζαν πατάτες στα μαγειρεία διάβασαν το απόσπασμα για την εκτέλεση. Αμέσως ειδοποίησαν τους συντρόφους τους. Λίγα λεπτά αργότερα, ο διοικητής Φίσερ φώναξε στο γραφείο του τον κρατούμενο Ναπολέοντα Σουκατζίδη, που εκτελούσε χρέη διερμηνέα.
Καθώς νύχτωνε και πριν πέσει το σιωπητήριο, οι 243 «Ακροναυπλιώτες» και οι 20 «Αναφιώτες» συγκεντρώθηκαν στον θάλαμο «1» του τρίτου μπλοκ και αφού ντύθηκαν με τα καλά τους ρούχα, άφησαν τα τσιγάρα τους για να μοιραστούν στους άλλους κρατούμενους την επόμενη μέρα. Είχαν καταλάβει ότι θα εκτελούσαν 200 από αυτούς. Εκείνο το βράδυ κανείς δεν κοιμήθηκε. Άλλοι τραγουδούσαν φωναχτά στους θαλάμους, άλλοι σιγοψιθύριζαν κάποιο λυπητερό σκοπό και κάποιοι αποχαιρετούσαν νοερά τη γυναίκα και τα παιδιά τους.

Στις 6.00 το πρωί σήμανε προσκλητήριο στρατοπέδου. Όλοι οι κρατούμενοι συγκεντρώθηκαν στην αυλή. Μια ώρα μετά την καταμέτρηση μοιράστηκε συσσίτιο και στις 8 σήμανε γενικό προσκλητήριο όπου έπρεπε να παρευρεθούν όλοι, ακόμη και οι μάγειρες, ακόμη και οι άρρωστοι.



Το σκηνικό είχε αλλάξει. Οι σκοποί ήταν ζωσμένοι με αυτόματα και έτοιμοι να πυροβολήσουν, ενώ τα πολυβόλα είχαν στραφεί προς την αυλή και όχι προς τα έξω.
Ο διοικητής Φίσερ βαστούσε στο χέρι του έναν μεγάλο κόκκινο φάκελο παραγεμισμένο με χαρτιά γεμάτα ονόματα. Στεκόταν όρθιος σε μια υπερυψωμένη ξύλινη εξέδρα. Μπροστά του, φρουροί με πρόσωπο προς τους κρατουμένους. Στην πρώτη σειρά ήταν οι μάγειρες, μετά το προσωπικό του αναρρωτηρίου, ύστερα τα συνεργεία εργασιών, μετά οι πολιτικοί κρατούμενοι και πίσω τους οι Εβραίοι.


«Όσοι ακούν τα ονόματά τους να βγαίνουν μπροστά, γιατί θα μεταφερθούν σε άλλο στρατόπεδο», είπε ο Φίσερ και μετέφρασε δυνατά στην πρωινή σιωπή ο Σουκατζίδης. Από τα πρώτα ονόματα έγινε φανερό ότι έπαιρναν τους «Ακροναυπλιώτες». Σαν τελείωσε με τα πρώτα 100 ονόματα, ο διοικητής φώναξε τον επικεφαλής του συνεργείου επιπλοποιών Γιώργη Αθανασιάδη και του είπε: «Εσύ πίσω. Δεν θα πας σε άλλο στρατόπεδο».



Η ορντινάντσα του διοικητή τού έφερε ένα ποτήρι νερό και το ήπιε διψασμένα. Έκανε να κατέβει από την εξέδρα και οι κρατούμενοι νόμιζαν πως με τους 100 είχαν ξεμπερδέψει. Ο Φίσερ σκούπισε το πρόσωπό του με ένα μαντήλι και έβγαλε και άλλα χαρτιά από τον κόκκινο φάκελο. Όλοι βάστηξαν την αναπνοή τους. Στη δεύτερη δεκάδα ακούστηκε το όνομα «Ναπολέων Σουκατζίδης» και όλοι πάγωσαν.

Εκείνος προχώρησε μπροστά, παρέδωσε τη σφυρίχτρα και τα χαρτιά του στον βοηθό του Θανάση Μερεμέτη: «Θανάση, μην ξεχνάς ποτέ πως είσαι Έλληνας και εξυπηρετείς Έλληνες κρατούμενους. Να είσαι πάντα καλός μαζί τους. Έχετε γεια», είπε και προσχώρησε στους υπόλοιπους που πήγαιναν για εκτέλεση. Ο διοικητής σταμάτησε την εκφώνηση.


«Σουκατζίδη, εσύ πίσω. Δεν θα πας σε άλλο στρατόπεδο. Θα πάει άλλος στη θέση σου», είπε ο διοικητής και ο Σουκατζίδης απάντησε: «Η ζωή του κάθε Έλληνα, κ. διοικητά, αξίζει όσο η δική μου. Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας, αλλά εάν δεχτώ την πρότασή σας αυτόματα παύω να είμαι Εγώ. Γίνομαι ένα τίποτε. Και κάτι χειρότερο, γίνομαι δολοφόνος. Μην ξεχνάμε ότι εσείς είστε ο κατακτητής και εγώ ο αγωνιστής για τη λευτεριά της πατρίδας μου. Είμαστε εχθροί». Ο διοικητής κατέβηκε από την εξέδρα, του έσφιξε το χέρι και του είπε: «Δεν υπήρξες σκλάβος ποτέ».
Η ώρα είχε φτάσει 10 και οι πόρτες του στρατοπέδου άνοιξαν. Μέσα μπήκαν 10 μεγάλα καμιόνια για τη μεταφορά. Οι κρατούμενοι ανέβαιναν με θάρρος επάνω. Ο Εθνικός ύμνος που τραγουδούσαν όλοι οι μελλοθάνατοι αντηχούσε μέχρι την Ιερά Οδό.


Τα σημειώματα



Μέσα στα φορτηγά οι κρατούμενοι έπρεπε να ειδοποιήσουν τους δικούς τους ανθρώπους. Άρχισαν λοιπόν να γράφουν πρόχειρα σημειώματα, τα οποία πετούσαν στον δρόμο. Οι περαστικοί που γνώριζαν το τέλος της διαδρομής των φορτηγών, κλαίγοντας τα μάζευαν από κάτω. Κάποια άλλα βρέθηκαν στα ρούχα τους ώρες αργότερα και ενώ ήταν νεκροί

.
«Αγαπημένοι μου, ο θάνατός μου δεν θα πρέπει να σας λυπήσει, αλλά να σας ατσαλώσει πιο πολύ. Σφίξτε τις καρδιές σας. Έτσι θα με τιμήσετε καλύτερα. Με πολλήν αγάπη. Μήτσος». Το σημείωμα που έριξε ο δικηγόρος Μήτσος Ρεμπούτσικας.
«Καλύτερα να πεθάνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά παρά να ζει σκλάβος. Ν. Μαριακάκης. Γεωπόνος».




«Πρωτομαγιά. Γεια σας, όλοι πάμε στη μάχη. Κώστας Τσίρκας. Δάσκαλος».

«Για το παιδί και τη γυναίκα μου. Κατίνα, Γιωργούλη μου, σας φιλώ με αγάπη. Κώστας Τσίρκας. Δάσκαλος, Μάρνη 52».

«Πατερούλη, πάω για εκτέλεση. Να είσαι υπερήφανος για τον μονάκριβο γιο σου. Ναπολέων Σουκατζίδης».






«Η τελευταία μου σκέψη μαζί σου. Θα ήθελα να σε κάμω ευτυχισμένη. Να αγαπάς πολύ τον μπαμπά και την αδελφούλα μου. Να βρεις σύντροφο της ζωής σου. Εγώ μου και εγώ σου. Γεια χαρά. Ναπολέων Σουκατζίδης» προς την αρραβωνιαστικιά του Χαρά Λιουδάκη.

«Η κόρη μου η Ρήνα να γίνει δασκάλα. Φιλώ τη γυναίκα μου και το παιδί. Βαγγέλης».

«Έτσι πεθαίνουν οι άξιοι Έλληνες. Ζήτω η λευτεριά. Σπήλιος Αμπελογιάννης».

«Ειδοποιήστε τη χήρα μητέρα μου Κατίνα Αναστασιάδου, οδός Λομβάρδου 2, Αθήναι, ότι πεθαίνω για την Ελλάδα μας. Λευτέρης Αναστασιάδης. Δικηγόρος».




Επίλογος


Η Πρωτομαγιά του 1944 πέρασε βουβή, πένθιμη στην Αθήνα. Το γεγονός της εκτέλεσης μεταδόθηκε αστραπιαία. Όταν η μακάβρια πομπή άρχισε να επιστρέφει με τα καμιόνια προς το Τρίτο Νεκροταφείο όπου είχαν ανοιχτεί 200 ατομικοί ανώνυμοι τάφοι, ο κόσμος έριχνε λουλούδια στις γραμμές του αίματος που έσταζε από τα νεκρά κορμιά μέσα από τα φορτηγά. Το αίμα ήταν πολύ και οι γραμμές χοντρές. Ο κόσμος έκλαιγε όταν έβλεπε τα ματωμένα ίχνη και ορκιζόταν εκδίκηση...

Οι 200 της Πρωτομαγιάς μπήκαν στο πάνθεον των ηρώων. Τα ονόματά τους χαράκτηκαν σε πλάκες στο Σκοπευτήριο. Τα φοβικά καθεστώτα μετά τον εμφύλιο, που δεν θρήνησαν ούτε έναν νεκρό χωροφύλακα κατά τη διάρκεια της Κατοχής, να πεθαίνει με τη λέξη «Ελλάδα» στο στόμα του, έσβησαν τα ονόματα και άφησαν μόνο τις πέτρες.


Η αναγνώριση των νεκρών πατριωτών έγινε ύστερα από έναν χρόνο, από τα προσωπικά τους αντικείμενα, όταν έγινε η εκταφή των πτωμάτων από τους ατομικούς τάφους. Μια μητέρα αναγνώρισε τα ρούχα του γιου της που ήταν εξαφανισμένος. Πίστεψε ότι ήταν νεκρός. Ο γιος της όμως δεν ήταν μέσα στους 200. Είχε δανείσει το σακάκι και το παντελόνι του σε έναν φίλο του που εκτελέστηκε εκείνη την Πρωτομαγιά...





«Πέσε στα γόνατα, προσκύνα το πανάγιο χώμα
με την ψυχή κατάκορφα στον ουρανό υψωμένη,
όποιος και να ’σαι, όθε και να ’σαι κι ό,τι – άνθρωπος να ’σαι!
Πιότερο, αν είσαι του λαού ξωμάχος, χερομάχος,
φτωχόπαιδο, που αθέλητα σε βάλαν να καρφώσεις
τον αδερφό σου αντίκρα σου – με μάνα εσύ και κείνος!
Ετούτ’ η μάντρ’ αγνάντια σου το σύνορο του κόσμου.
Σ’ αφτήν απάνου βρόντηξεν ο Διγενής το Χάρο.
Είτανε πρώτη του Μαγιού, φως όλα μέσα κ’ έξω
(έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλωσύνη)
που αράδειασε πα στο σοβά, πιστάγκωνα δεμένους
και θέρισε με μπαταριές οχτρός ελληνομάχος,
όχι έναν, όχι δυο και τρεις, διακόσια παλληκάρια.
Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα,
μόν’ ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι.
Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνου απ’ όλους
κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος».

Κ. Βάρναλης, «Πρωτομαγιά»




Με πληροφορίες από:


● «Χαϊδάρι: κάστρο και βωμός της Εθνικής Αντίστασης», Α. Φλουντζή
● «Χαϊδάρι», Α. Ζήση.
● «Ο ΕΛΑΣ», Στ. Σαράφης.
● «Εκτελεσθέντες επί κατοχής: Αρχεία Αρχιεπισκοπής», έκδοση 1947.
Φωτό: Αρχείο- από την ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Το τελευταίο σημείωμα».

Δεν υπάρχουν σχόλια: