Εκρεμεί ωστόσο μια απάντηση στη καταγγελία του ιχθυολόγου Κεφαλονιάς για τη χρήση φορμόλης
Αύξηση για πρώτη φορά έπειτα από πέντε χρόνια διαρκούς πτώσης παρουσίασε το 2017 η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακίου από τις ελληνικές ιχθυοκαλλιέργειες, στοιχείο στο οποίο αντανακλώνται έως ένα βαθμό οι θετικές συνέπειες από την αναδιάρθρωση του κλάδου, διαδικασία η οποία βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη.
Ωστόσο, παρά την αύξηση του όγκου παραγωγής, η αξία των πωλήσεων οριακά ενισχύθηκε σε σύγκριση με το 2016 λόγω της σημαντικής μείωσης των τιμών και στα δύο παραπάνω είδη. Το 2018 οι πιέσεις στην ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια είναι ακόμη πιο ασφυκτικές, λόγω του εντεινόμενου ανταγωνισμού από την Τουρκία, η οποία αφενός αύξησε την παραγωγή της και αφετέρου πουλάει σε πιο ανταγωνιστικές τιμές, συνέπεια της υποτίμησης της τουρκικής λίρας.
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Συνδέσμου Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών (ΣΕΘ) που δημοσιοποιήθηκε χθες, η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακίου ανήλθε το 2017 σε 112.000 τόνους καταγράφοντας αύξηση 6,6% σε σύγκριση με το 2016. Η αξία πωλήσεων ήταν της τάξης των 546 εκατ. ευρώ, ενισχυμένη μόλις κατά 0,5% σε σύγκριση με το 2016. Ο λόγος είναι η μείωση της μέσης τιμής των δύο ειδών κατά 6,99% και η διαμόρφωσή της στα 4,93 ευρώ/κιλό.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ολοένα τοποθετούνται στην αγορά νέα είδη, αν και ακόμη το μερίδιό τους στη συνολική παραγωγή παραμένει χαμηλό. Συγκεκριμένα, το 2017 παρήχθησαν 64.000 τόνοι τσιπούρας, 48.000 τόνοι λαβρακίου και 3.070 τόνοι άλλων ειδών, με κυριότερα από τα νέα είδη να είναι ο κρανιός, το φαγκρί και το μυτάκι.
Οι εξαγωγές ψαριών ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας αυξήθηκαν κατά 10% το 2017 σε σύγκριση με το 2016, φτάνοντας σχεδόν τις 91.000 τόνους, με τα ελληνικά προϊόντα να φτάνουν σε 32 χώρες εντός και εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης. Κυριότερη αγορά είναι η Ιταλία, απορροφώντας το 36% της ελληνικής τσιπούρας και λαβρακίου και το 2017 μάλιστα αυτές σημείωσαν αύξηση (κατά 4,71% η τσιπούρα και κατά 2,33 το λαβράκι).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου