Θρησκευτικός φονταμεταλισμός ή άθλιες προβοκάτσιες των σκοτεινών υπηρεσιών;
Πάμε τώρα στην σκοτεινή πλευρά της ημέρας..
Ένας άνδρας που οδηγούσε φορτηγάκι το έριξε πάνω σε ποδηλάτες και διαβάτες το απομεσήμερο της Τρίτης στο Μανχάταν, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους οκτώ άνθρωποι—οι έξι από τους οποίους ήταν ξένοι—και να τραυματιστούν άλλοι 11, στην πρώτη φονική επίθεση η οποία διαπράχθηκε στη Νέα Υόρκη μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001.
Από τους οκτώ ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους, οι πέντε ήταν πολίτες της Αργεντινής και μία υπήκοος Βελγίου, ανακοίνωσαν τα υπουργεία Εξωτερικών στο Μπουένος Άιρες και στις Βρυξέλλες.
Ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης Μπιλ ντε Μπλέιζιο χαρακτήρισε την επίθεση, η οποία διαπράχθηκε την ημέρα που οι Αμερικανοί γιόρταζαν το Χάλογουιν, μια «θρασύδειλη τρομοκρατική ενέργεια», χωρίς να αναφερθεί σε κάποια τζιχαντιστική οργάνωση. Ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ από την πλευρά του αναφέρθηκε, χωρίς να περιμένει οι διωκτικές αρχές να δώσουν στοιχεία, στην οργάνωση Ισλαμικό Κράτος (ΙΚ), ενώ διέταξε να ενισχυθούν οι έλεγχοι στους αλλοδαπούς που επιθυμούν να εισέλθουν στις ΗΠΑ.
«Μόλις διέταξα το υπουργείο Εσωτερικής Ασφαλείας να ενισχύσει το ήδη πολύ αυστηρό πρόγραμμα ελέγχων» των ξένων που θέλουν να μπουν στις ΗΠΑ, ανέφερε ο Τραμπ σε ανάρτησή του στο Twitter. «Καλή η πολιτική ορθότητα, αλλά όχι για αυτό!», συμπλήρωσε ο ρεπουμπλικάνος.
«Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στο ΙΚ να επιστρέψει ή να μπει στη χώρα μας αφού το νικήσαμε στη Μέση Ανατολή και αλλού. Αρκετά!», ανέφερε νωρίτερα ο Τραμπ.
Πολλά αμερικανικά μέσα ενημέρωσης ανέφεραν ότι ο άνδρας που οδηγούσε το φορτηγάκι, ένας Ουζμπέκος που είχε μεταναστεύσει στις ΗΠΑ το 2010, κραύγασε «Αλλάχου Άκμπαρ» όταν βγήκε από το αυτοκίνητο.
Αν επιβεβαιωθεί το σενάριο μιας τζιχαντιστικής επίθεσης, αυτή θα είναι η πρώτη φορά που ο Τραμπ θα βρεθεί αντιμέτωπος με μια επίθεση αυτού του είδους και τέτοιας βαρύτητας αφότου ανέλαβε τα καθήκοντά του στον Λευκό Οίκο.
«Είναι μια πολύ δύσκολη μέρα για τη Νέα Υόρκη», δήλωσε ο ντε Μπλέιζιο σε δηλώσεις του προς τα ΜΜΕ στον τόπο της επίθεσης, στο νοτιοδυτικό Μανχάταν, όχι μακριά από το μνημείο για τα θύματα των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου.
Ο δημοκρατικός δήμαρχος, ο οποίος διεκδικεί την επανεκλογή του την Κυριακή, προέτρεψε τους νεοϋορκέζους να επιδεικνύουν μεγάλη επαγρύπνηση και να ενημερώνουν τις αρχές για οτιδήποτε ασυνήθιστο.
«Ξέρουμε από τον Σεπτέμβριο του 2001 ότι είμαστε στόχος», αλλά «θα ζήσουμε τις ζωές μας και δεν θα αφήσουμε την τρομοκρατία να νικήσει», τόνισε από την πλευρά του ο Άντριου Κιούμο, ο δημοκρατικός κυβερνήτης της Πολιτείας της Νέας Υόρκης.
Ανακοίνωσε ενίσχυση των μέτρων ασφαλείας στην εξαιρετικά τουριστική οικονομική πρωτεύουσα των ΗΠΑ. Η αστυνομία απηύθυνε έκκληση σε οποιονδήποτε έχει φωτογραφίες ή βίντεο από τη στιγμή της επίθεσης να της δώσει το υλικό αυτό.
Το One World Trade Center, ο ουρανοξύστης που υψώνεται στο σημείο όπου βρίσκονταν οι δίδυμοι πύργοι που κατέρρευσαν την 11η Σεπτεμβρίου 2001, φωτιζόταν όλη τη νύχτα με το κόκκινο, το λευκό και το μπλε, προς τιμή «της ελευθερίας και της δημοκρατίας», ενώ στους ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης πολλοί υπόσχονταν ότι δεν θα υποχωρήσουν έναντι της τρομοκρατίας χρησιμοποιώντας την ετικέτα #NYCstrong («η Νέα Υόρκη δυνατή»).
Η πυροσβεστική υπηρεσία έκανε λόγο για 11 τραυματίες μετά την επίθεση, σε «σοβαρή», αλλά όχι κρίσιμη κατάσταση. Ανάμεσα στους τραυματίες συγκαταλέγονται τρεις Βέλγοι, σύμφωνα με τις Βρυξέλλες.
Οι πέντε Αργεντινοί οι οποίοι σκοτώθηκαν κατάγονταν από το Ροσάριο (κεντρική Αργεντινή) και είχαν πάει στη Νέα Υόρκη προκειμένου «να γιορτάσουν την 30ή επέτειο από το τέλος των σπουδών τους», ανέφερε ανακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών της Αργεντινής. Η Βελγίδα, από την Ρουλέρς της Φλάνδρας, επισκεπτόταν τη Νέα Υόρκη μαζί με την αδελφή και τη μητέρα της, ανέφερε ο βέλγος υπουργός Εξωτερικών Ντιντιέ Ρέιντερς.
Η ταυτότητα του δράστη δεν δόθηκε στη δημοσιότητα από τις αρχές. Η αστυνομία της Νέας Υόρκης ανέφερε μόνο ότι είναι 29 ετών, ενώ διευκρίνισε πως δεν αναζητεί κανέναν άλλον ύποπτο.
Σύμφωνα με πολλά αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, επρόκειτο για τον Σαϊφούλο Σαΐποφ, κάτοικο του Νιού Τζέρσεϊ, όπου είχε νοικιαστεί το φορτηγάκι. Διέθετε άδεια μόνιμης παραμονής στις ΗΠΑ, τη λεγόμενη «πράσινη κάρτα», και δούλευε ως οδηγός για την Uber, σύμφωνα με την εφημερίδα New York Times, η οποία διευκρίνισε πως ο άνδρας βρισκόταν ήδη «στο ραντάρ» της αστυνομίας.
Η αστυνομία γνωστοποίησε ότι ο άνδρας τραυματίστηκε από σφαίρες ανδρών της στην κοιλιακή χώρα και εισήχθη σε νοσοκομείο. Σύμφωνα με πολλά ΜΜΕ, χειρουργήθηκε το βράδυ και η πρόγνωση είναι ότι θα επιζήσει.
Πολλοί ευρωπαίοι ηγέτες, ανάμεσά τους ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν και η πρωθυπουργός της Βρετανίας Τερέζα Μέι, εξέφρασαν την αλληλεγγύη τους στις ΗΠΑ.
Η επίθεση έγινε λίγο μετά τις 15:00 τοπική ώρα (21:00 ώρα Ελλάδας), κατά μήκος του ποταμού Χάντσον, όπου βρισκόταν πλήθος ανθρώπων, αρκετοί από τους οποίους φορούσαν ήδη μεταμφιέσεις για να γιορτάσουν το Χάλογουιν.
Όπως γράφουν οι New York Times, ο Σαϊφούλο Σαΐποφ έφθασε στις ΗΠΑ το 2010, στο Οχάιο, χωρίς καμιά επισημότητα.
«Ο πατέρας μου μας τον παρουσίασε λέγοντας "μόλις ήρθε στις Ηνωμένες Πολιτείες, θα μείνει μαζί μας"», αφηγήθηκε ο Μπεχζόντ Αμπντουσαμάτοφ, 22 ετών. Θυμάται πως ο Σαΐποφ καταγόταν από την Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν και ήξερε ελάχιστα αγγλικά. Κοιμόταν αργά, έψαχνε για δουλειά και προσπαθούσε να βελτιώσει τα αγγλικά του, συνέχισε ο Αμπντουσαμάτοφ, που έμαθε την Τρίτη μέσω ειδοποίησης στο κινητό του τηλέφωνο πως ο Σαΐποφ είναι ο ύποπτος για την τρομοκρατική ενέργεια στο νότιο Μανχάταν.
Ο δράστης της επίθεσης φώναξε «Αλλάχου Άκμπαρ» και άφησε χειρόγραφες σημειώσεις στα αραβικά πλάι στο φορτηγάκι που έριξε πάνω σε ποδηλάτες και διαβάτες, σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες κι έναν αστυνομικό που μίλησε υπό τον όρο να μην κατονομαστεί διότι η έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη.
Ο Σαΐποφ είναι υπήκοος του Ουζμπεκιστάν που μετανάστευσε στις ΗΠΑ το 2010 και διέθετε πράσινη κάρτα, σύμφωνα με τον αστυνομικό. Ο ίδιος διευκρίνισε πως ο Σαΐποφ μπήκε στη χώρα για πρώτη φορά το 2010 από το Διεθνές Αεροδρόμιο Κένεντι και κατόπιν όπως φαίνεται παρέμεινε στις ΗΠΑ.
Το βράδυ της Τρίτης, αστυνομικοί έσπευσαν σε μια διεύθυνση στο Πάτερσον του Νιού Τζέρσεϊ όπου θεωρείται πως διέμενε ο Σαΐποφ κι απέκλεισαν το διαμέρισμά του.
Μουσουλμάνοι που ζουν στην περιοχή σχολίαζαν ότι η επίθεση θα πλήξει την εικόνα τους και την εικόνα της θρησκείας τους.
Ο Κομπίλιον Ματκάροφ, 37 ετών, ουζμπέκος μετανάστης στις ΗΠΑ, είπε πως γνώρισε τον Σαΐποφ στο Φορτ Μάιερς, στη Φλόριντα, πριν από χρόνια, όταν ο Σαΐποφ δούλευε ως οδηγός φορτηγού. Κατόπιν, μετακόμισε στο Νιού Τζέρσεϊ και άρχισε να δουλεύει ως οδηγός για την Uber, πρόσθεσε ο Ματκάροφ, ο οποίος μίλησε τηλεφωνικά στην εφημερίδα New York Times.
«Ήταν ένας πολύ καλός τύπος όταν τον ήξερα. Του άρεσαν οι ΗΠΑ. Έμοιαζε να νοιώθει τυχερός και ευτυχισμένος και μίλαγε σαν όλα να ήταν μια χαρά Δεν έμοιαζε με τρομοκράτη, αλλά δεν ξέρω τι γινόταν μέσα του», είπε ο ίδιος.
Όταν οι αστυνομικοί που διεξάγουν την έρευνα άρχισαν να εξετάζουν πιο προσεκτικά το παρελθόν του Σαΐποφ, συνειδητοποίησαν πως βρισκόταν ήδη στο ραντάρ των ομοσπονδιακών αρχών. Τρία στελέχη των διωκτικών αρχών είπαν ότι είχε προσελκύσει την προσοχή τους στο πλαίσιο μιας άσχετης υπόθεσης.
Τα τελευταία δύο χρόνια, μια έρευνα του FBI, του υπουργείου Εσωτερικής Ασφαλείας, της αστυνομίας της Νέας Υόρκης και ομοσπονδιακών εισαγγελέων του Μπρούκλιν οδήγησε στην απαγγελία κατηγοριών σε βάρος πέντε ανδρών από το Ουζμπεκιστάν και ενός από το Καζακστάν για υλική υποστήριξη στην οργάνωση Ισλαμικό Κράτος.
Ορισμένοι από τους ανθρώπους αυτούς ομολόγησαν την ενοχή τους.
Δεν είναι πάντως σαφές αν ο Σαΐποφ συνδεόταν με τη συγκεκριμένη έρευνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου