Δευτέρα 3 Ιουλίου 2017

ΜΕΤΡΑ ΕΠΙ ΜΕΤΡΩΝ Ω ΜΕΤΡΑ

 
 Αλλεπάλληλα μέτρα λαϊκής εξαθλίωσης στο όνομα του ανταγωνισμού


«Η σύμπλευση στον ίδιο στόχο καταδεικνύει ότι όντως δεν υπήρχαν εναλλακτικές λύσεις και ότι η δημοσιονομική προσαρμογή ήταν όρος sine qua non (σ.σ. απαραίτητη προϋπόθεση) για την έξοδο από την κρίση. Γι' αυτό διαδοχικές κυβερνήσεις και πολιτικά κόμματα στήριξαν με την ψήφο τους μέτρα για τη δημοσιονομική εξυγίανση με βαρύ κοινωνικό κόστος».


Αυτό επισημαίνεται στην έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ) για τη νομισματική πολιτική 2016 - 2017, που κατατέθηκε την Παρασκευή από το διοικητή της, Γ. Στουρνάρα, στον πρόεδρο της Βουλής και το Υπουργικό Συμβούλιο. Επιπλέον, η αντιλαϊκή πολιτική για τη διέξοδο από την καπιταλιστική κρίση, σε όφελος, βέβαια, του εγχώριου κεφαλαίου, όπως συμπεραίνει η έκθεση της ΤτΕ, «εφαρμόστηκε με αυξομειούμενη ένταση από όλες τις κυβερνήσεις της περιόδου 2010 - 2017, αν και με διαφορετικό μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής».

Με ολοφάνερες πλέον τις στρατηγικές συμπλεύσεις κομμάτων της αστικής διαχείρισης στη ρότα αυτής της πολιτικής, η ΤτΕ χαρακτηριστικά τονίζει ότι οι δεσμεύσεις που ισχύουν από το πρόγραμμα στήριξης δεν αφήνουν περιθώρια παρεκκλίσεων, καθώς «όπως προκύπτει εξάλλου και από το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής που ψηφίστηκε πρόσφατα, η δημοσιονομική πολιτική θα παραμείνει στην ίδια κατεύθυνση όχι μόνο μέχρι το τέλος του προγράμματος το 2018, αλλά και τα επόμενα χρόνια».

Την ίδια ώρα, οι «αβεβαιότητες» εκδηλώνονται πλέον στο ζήτημα της διαχείρισης του κρατικού χρέους: «Η ελληνική οικονομία χρειάζεται συνδρομή για να μειώσει το υψηλό δημόσιο χρέος. Συνεπώς, θα πρέπει να συγκεκριμενοποιηθεί η δέσμευση των εταίρων για τη διατύπωση μεσοπρόθεσμων μέτρων που θα διασφαλίζουν τη μεσομακροπρόθεσμη βιωσιμότητα», καθώς, όπως τονίζεται στην έκθεση, «η παράταση της εκκρεμότητας εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους και προοιωνίζεται την ανάγκη νέας χρηματοδοτικής συνδρομής μετά το 2018, κάτι που απεύχονται τόσο η Ελλάδα όσο και οι εταίροι»...
 
Ανάκαμψη για το κεφάλαιο με όρο την αντιλαϊκή πολιτική

Απαράβατος όρος για την επάνοδο σε ρυθμούς διατηρήσιμης ανάκαμψης αποτελούν, μεταξύ άλλων, «η συνεπής και αποφασιστική υλοποίηση του προγράμματος μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων, η δραστική αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η μείωση των φορολογικών συντελεστών μέσω της υιοθέτησης μέτρων που θα βελτιώνουν την εισπραξιμότητα των φόρων και των εισφορών, καθώς και περαιτέρω μείωση των μη παραγωγικών δαπανών του ευρύτερου δημόσιου τομέα».
Σε αυτό το φόντο, οι προτεραιότητες της «επόμενης μέρας», σύμφωνα με την ΤτΕ, αφορούν σε παρεμβάσεις και αναδιαρθρώσεις όπως:

1. Αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας με προσανατολισμό «σε ένα νέο εξωστρεφές πρότυπο ανάπτυξης που θα δημιουργεί νέες βιώσιμες θέσεις εργασίας», με κύρια βασικά στοιχεία :
  • Αμεση εφαρμογή ενός μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής που θα είναι περισσότερο «φιλικό προς την ανάπτυξη», δηλαδή με παρεμβάσεις διευκόλυνσης των επιχειρηματικών ομίλων. Ως αντιστάθμισμα αναφέρονται η συγκράτηση και αναδιάρθρωση των «των μη παραγωγικών δαπανών» και η «βελτίωση της εισπραξιμότητας των φόρων και των εισφορών».
  • Επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων που έχουν ήδη αποφασιστεί και καθυστερούν, καθώς και επέκταση των ιδιωτικοποιήσεων με χρήση του θεσμού των Συμπράξεων Δημόσιου - Ιδιωτικού Τομέα.
  • Ταχεία «αξιοποίηση» της μεγάλης αργούσας περιουσίας του Δημοσίου, ιδιαίτερα της ακίνητης, μέσω της κατάλληλης νομοθεσίας για τις χρήσεις γης.
  • Δραστικός περιορισμός των «μεγάλων καθυστερήσεων» στην απονομή της δικαιοσύνης και των «γραφειοκρατικών δυσκαμψιών» στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, οι οποίες συνιστούν από τα «μεγαλύτερα προσκόμματα» για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων.
  • «Μεταρρυθμίσεις» στις αγορές Ενέργειας, προϊόντων και υπηρεσιών, και «άνοιγμα» των επαγγελμάτων που παραμένουν «κλειστά», με άμεσο στόχο τη «βελτίωση της παραγωγικότητας».
  • Πολιτικές και «μεταρρυθμίσεις» που θα διευκολύνουν τη «νέα επιχειρηματικότητα», με παροχή κινήτρων για συνεργασία του ιδιωτικού τομέα με πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα.

2. «Κόκκινα» δάνεια. Η αντιμετώπιση του ζητήματος θεωρείται «η σοβαρότερη πρόκληση που αντιμετωπίζουν το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και η ελληνική οικονομία».
Οπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται, «οι τράπεζες οφείλουν να εντοπίσουν τις επιχειρήσεις με προοπτικές βιωσιμότητας και να ενθαρρύνουν και να στηρίξουν έμπρακτα επενδύσεις σε καινοτόμες δραστηριότητες και στρατηγικούς κλάδους της οικονομίας, ιδίως με εξαγωγικό προσανατολισμό, αξιοποιώντας τα στρατηγικά πλεονεκτήματα της χώρας». Στις περιπτώσεις αυτές, οι τράπεζες καλούνται «να εφαρμόσουν μακροπρόθεσμες λύσεις, επιβραβεύοντας έτσι την υπεύθυνη επιχειρηματικότητα». Ταυτόχρονα, όπως αναφέρεται, «να προωθήσουν οριστικές λύσεις για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις οι οποίες διατηρούνται τεχνητά στη ζωή». Σε αυτό το πλαίσιο, χαρακτηριστικά τονίζεται: «Η παραμονή σε λειτουργία μη βιώσιμων επιχειρήσεων, που αποκαλούνται και "εταιρείες ζόμπι", θα παρατείνει την κατάσταση στασιμότητας της οικονομίας και την υποαπασχόληση των διαθέσιμων πόρων».
Παράλληλα, «θετικά» εκτιμάται ότι θα συμβάλει σε αυτή την κατεύθυνση και η ανάπτυξη εφαρμογής για τη διενέργεια ηλεκτρονικών πλειστηριασμών ακινήτων, σε συνδυασμό με την τροποποίηση του θεσμικού πλαισίου αναφορικά με τις εταιρείες διαχείρισης, με γνώμονα τη διευκόλυνση της εισόδου περισσοτέρων εταιρειών στην αγορά.

3. Κρατικό χρέος. Η προτεραιότητα, σε αυτή τη φάση, δίνεται στην περιγραφή των μέτρων «με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια», με στόχο «να βελτιωθεί το κλίμα που θα διευκολύνει την έξοδο στις αγορές το καλοκαίρι του 2018 ή και νωρίτερα». Οπως επισημαίνεται, «οι αγορές πρέπει να γνωρίζουν εγκαίρως ότι θα ληφθούν μέτρα που θα καταστήσουν το χρέος βιώσιμο». Από την πλευρά της, η ΤτΕ έχει προτείνει την κεφαλαιοποίηση των τόκων προς τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας για ολόκληρη την περίοδο 2022 - 2041 και τη σταδιακή αποπληρωμή τους στη συνέχεια, εντόκως και σε ορίζοντα 20ετίας.
Παράλληλα, σύμφωνα με την έκθεση, παραμένουν σημαντικές επισφάλειες αναφορικά με τη διατηρησιμότητα υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων σε βάθος χρόνου. Σε αυτό το πλαίσιο, με στόχο βέβαια την απελευθέρωση δημοσιονομικού χώρου για την ενίσχυση του εγχώριου κεφαλαίου, σε συνδυασμό με την «ήπια αναδιάρθρωση» του χρέους, η μείωση των στόχων για τα «πλεονάσματα» τίθεται στο «πιο ρεαλιστικό επίπεδο» του 2% του ΑΕΠ, ήδη από το 2021.
 
Οι προβλέψεις για το ΑΕΠ

Την ίδια ώρα, η ΤτΕ κατεβάζει τον πήχη για την προβλεπόμενη ανάκαμψη το 2017 στο 1,6% από 2,7% στην προηγούμενη πρόβλεψη, επισημαίνοντας ότι «η αναπτυξιακή δυναμική που παρατηρήθηκε στη διάρκεια του 2016 ανακόπηκε το τελευταίο τρίμηνο του έτους, λόγω της αβεβαιότητας από την παρατεταμένη διαδικασία διαπραγμάτευσης για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης», ενώ «η επενδυτική δαπάνη της οικονομίας επηρεάστηκε σημαντικά το δ' τρίμηνο του 2016 από την άνοδο της αβεβαιότητας, καθώς δημόσιες και ιδιωτικές επενδυτικές δράσεις φαίνεται ότι αναβλήθηκαν προσωρινά».

Παράλληλα, βέβαια, από τη σκοπιά του κεφαλαίου, «κριτικάρει» την υπέρβαση του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα το 2016, ως παράγοντα που συνέβαλε στην ανάσχεση της οικονομικής δραστηριότητας, λέγοντας ότι «η υπέρβαση του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2016 έναντι του στόχου είχε αρνητική επίδραση στην πραγματική οικονομία, καθώς επιτεύχθηκε μέσω της άντλησης σημαντικών πόρων από την παραγωγική διαδικασία, με τη μορφή της αύξησης της φορολογίας, καθώς και μέσω μειωμένων δαπανών». Σε αυτό το πλαίσιο, η έκθεση επισημαίνει ότι «οι πόροι αυτοί εναλλακτικά θα μπορούσαν να ενισχύσουν την ιδιωτική κατανάλωση ή να αυξήσουν την αποταμίευση του ιδιωτικού τομέα, προκειμένου να εξευρεθούν πόροι χρηματοδότησης ιδιωτικών επενδύσεων».

Επιπλέον εντοπίζονται αβεβαιότητες, καθώς, όπως λένε, «οι προοπτικές της οικονομίας συνδέονται αφενός με τυχόν αστοχίες ή καθυστερήσεις στην εφαρμογή της συμφωνίας με τους θεσμούς και αφετέρου με το εξωτερικό περιβάλλον, λόγω της ανόδου του προστατευτισμού στο παγκόσμιο εμπόριο και των γεωπολιτικών εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή».

Δεν υπάρχουν σχόλια: