«Το 48% των νοικοκυριών διαβιούν πλέον κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ το 20,9% αδυνατεί να καλύψει βασικές ανάγκες, ποσοστό που αυξάνεται στο 43,4% για τους ανέργους», σύμφωνα με τα συμπεράσματα της ετήσιας έκθεσης για τη ελληνική οικονομία και την απασχόληση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ. Την ίδια ώρα, σχετικά με το ύψος των μηνιαίων αμοιβών που απολαμβάνουν οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα προκύπτει η εξής κατανομή στις καθαρές μηνιαίες αποδοχές, η οποία αποτυπώνει τη συμπίεση των μισθών και του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων στη διάρκεια της κρίσης:
κάτω των 800 ευρώ σε ποσοστό 50% (14,5% μέχρι 499 ευρώ, 22% μεταξύ 500-699 ευρώ και 13,5% μεταξύ 700-800 ευρώ), μεταξύ 800-1.000 ευρώ σε ποσοστό 18,6% και άνω των 1.000 ευρώ σε ποσοστό 15,7% (9,8% μεταξύ 1.000-1.299 ευρώ και 5,9% άνω των 1.300 ευρώ).
Αξιοσημείωτη είναι και η πτώση της αγοραστικής δύναμης του πραγματικού κατώτατου μισθού στην Ελλάδα, καθώς την περίοδο 2010-2015 σημειώθηκε μείωση κατά 24,7% και κατά 34,3% για τους νέους κάτω των 25 ετών, αναφέρει η έκθεση. Τα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης παρουσίασε σήμερα στη Ρόδο ο επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου, Γιώργος Αργείτης, κάνοντας λόγο για αρνητικές δημοσιονομικές και μακροοικονομικές εξελίξεις, καθώς και υφεσιακές επιπτώσεις της ασκούμενης πολιτικής στην αγορά εργασίας.
Η εφαρμογή των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής, τα οποία διακρίνονται από τεράστιο έλλειμμα αναπτυξιακού πραγματισμού, έχει προκαλέσει σοβαρές αρνητικές συνέπειες στην αγορά εργασίας, στο μακροοικονομικό σύστημα, στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην ελληνική κοινωνία, ανέφερε μεταξύ άλλων ο κ. Αργείτης, τονίζοντας ότι η χώρα έχει ανάγκη από μία νέα αναπτυξιακή κουλτούρα, η οποία θα έχει ως βάση: – Τη διασύνδεση των δημοσιονομικών, χρηματοπιστωτικών και μακροοικονομικών επιδόσεων της οικονομίας.
-Με τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά του μοντέλου ανάπτυξης, και ειδικά με την παραγωγική ικανότητα και δυναμική της χώρας να δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας. Η εξέλιξη των δημοσιονομικών μεγεθών του 2015 επηρεάστηκε σε σημαντικό βαθμό από το κλίμα αβεβαιότητας και αστάθειας που προκάλεσαν οι πολιτικές εξελίξεις, η διακοπή της χρηματοδότησης της χώρας, η φυγή των καταθέσεων και η επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, τόνισε ο επιστημονικής διευθυντής του Ινστιτούτου της ΓΣΕΕ. Επίσης, όπως επεσήμανε και προκύπτει από την ανάλυση η δημοσιονομική λιτότητα, έχει αποτύχει:
– Να δημιουργήσει βιώσιμες συνθήκες δημοσιονομικής προσαρμογής.
– Να μειώσει την αβεβαιότητα και το πιστωτικό ρίσκο της οικονομίας. – Να συμβάλλει στην ανάκτηση της φερεγγυότητας και της αξιοπιστίας του ελληνικού δημόσιου τομέα.
– Να συμβάλλει στη σταθεροποίηση του μακροοικονομικού και του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η πτώση του διαθέσιμου εισοδήματος και της κατανάλωσης από το 2009 είναι σταθερή, με αποτέλεσμα το διαθέσιμο εισόδημα να μειώνεται με γρηγορότερο ρυθμό από την κατανάλωση και αυτό έχει ως αποτέλεσμα το επίπεδο κατανάλωσης των νοικοκυριών να υπερβαίνει το διαθέσιμο εισόδημά τους σε βάρος της αποταμίευσης και του πλούτου τους. Αυτό το εύρημα, αναφέρει η έκθεση του Ινστιτούτου, δείχνει ότι η συμπίεση της κατανάλωσης έχει φτάσει στο κατώτατο όριό της, γεγονός που αιτιολογεί το μικρό βάθος της ύφεσης την περίοδο 2014-2015 και δείχνει ότι η περαιτέρω μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος θα έχει καταστροφικές συνέπειες για την οικονομία.
Σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας, τα συμπεράσματα που προκύπτουν είναι ότι υπάρχει τάση αποκλιμάκωσης του ποσοστού ανεργίας, η οποία ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2013, και ο ρυθμός μείωσης του ποσοστού ανεργίας, τόσο το 2014, όσο και το 2015, παρέμεινε σταθερός στο 5,6% κατ’ έτος. Αυτό, μεταξύ άλλων, σημαίνει ότι θα χρειαστούν τουλάχιστον 20 χρόνια (ως το 2036), ώστε η ανεργία να επιστρέψει στο ποσοστό 7,3% του Μαΐου του 2008, δηλαδή πριν αρχίσει η οικονομική κρίση.
Ακόμη, τονίστηκε ότι ένα σημαντικό εμπειρικό εύρημα για την κατάσταση της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα είναι ότι οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν τη μεγαλύτερη εργασιακή ανασφάλεια από όλες τις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ, ενώ επισημάνθηκε ότι υπάρχει σημαντική αύξηση της μερικής απασχόλησης και της υποαπασχόλησης.
Σε ό,τι αφορά το ασφαλιστικό, υπογραμμίστηκε ότι για ακόμη μία φορά ο χειρισμός της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης αναπαράγει χρόνιες πολιτικές παθογένειες, όπως την έλλειψη σχεδιασμού της μεταρρυθμιστικής παρέμβασης, την έλλειψη ουσιαστικής διαβούλευσης και την υποτίμηση των συνεπειών της μεταρρύθμισης στην οικονομία και την κοινωνία. Οι προτάσεις που κατατίθενται από την πλευρά του Ινστιτούτου με σκοπό τη βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης είναι η θεσμοθέτηση προγραμμάτων εγγυημένης απασχόλησης, η θεσμοθέτηση της ελάχιστης σύνθεσης προσωπικού, η αύξηση του κατώτατου μισθού, η ενίσχυση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας κ.ά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου