Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

ΕΘΝΙΚΟ ΕΙΝΑΙ Ο, ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟ ΚΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟ Ο, ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ…


Άρθρο του 
Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου 

Με τα τελευταία διαδικτυακά μου άρθρα επιχείρησα να συνδέσω την αριστερή αντίληψη περί ευρωπαϊσμού με την έννοια του πραγματισμού στην πολιτική και εκείνη της αλήθειας με την έννοια της ανάπτυξης μιας ειλικρινούς, σαφούς και έντιμης πολιτικής αφήγησης στο πλαίσιο ενός προγράμματος εκδημοκρατισμού και παραγωγικής ανασυγκρότησης με διαφοροποίηση των παραγωγικών κλάδων στην Ελλάδα υπέρ του δευτερογενούς και πρωτογενούς τομέα. 

Το διανοητικό αυτό προϊόν για να λάβει συγκεκριμένη μορφή στην άσκηση της εφαρμοσμένης πολιτικής, αναπόδραστα καταλήγει σε ένα νέο δόγμα που αφορά στον ορισμό του ελληνικού εθνικού συμφέροντος, εάν αυτό και στον βαθμό που αυτό θεωρηθεί ότι αποτελεί έκφραση της κοινωνικής προόδου στην Ελλάδα. 


Το δόγμα αυτό είναι εκείνο που με την σειρά του εκφράζει έναν συγκεκριμένο πολιτικό οραματισμό, ο οποίος για να λάβει τα χαρακτηριστικά του πραγματικού οφείλει να αναπτυχθεί στο τρίπτυχο στόχος, στρατηγική, πρόγραμμα. Και ο οραματισμός αυτός, υπακούοντας στην ιστορική εξέλιξη και όχι σε οποιοδήποτε συλλογικό (ιστορικό) μύθο, δεν μπορεί παρά να δομείται σε εθνικό πλαίσιο, να αφορά στην ελληνική κοινωνία, στην ελληνική πολιτεία, στο ελληνικό κράτος και στην ελληνική εθνική οικονομία, σε συνάρτηση με την προοπτική τους εντός του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτικού χώρου. 

Έρχομαι λοιπόν σήμερα, ολοκληρώνοντας την προσέγγισή μου στο διακύβευμα της εποχής για τους έλληνες, όπως ακριβώς και για όλους τους υπόλοιπους λαούς που αντιλαμβάνονται με ιστορικούς όρους τον εαυτό τους ως ευρωπαϊκοί λαοί, να καταλήξω στην πρόταση που κατά την άποψή μου αποδίδει με σαφήνεια αυτό το δόγμα, αφού προηγουμένως μέσα από εκατοντάδες αναλυτικά κείμενα περιέγραψα τον στόχο, την στρατηγική και το πρόγραμμα που το δομούν ως ιδέα και πολιτική πρακτική. 

Το δόγμα αυτό θα μπορούσε να είναι: Εθνικό είναι ό, τι είναι αληθινό και αληθινό ό, τι είναι ευρωπαϊκό. Πρόκειται ασφαλώς για ένα «προϊόν» μετα-ρομαντισμού στην συνέχεια εκείνου του ρομαντισμού που συνδέθηκε με την δημιουργία του νεοελληνικού κράτους, έτσι όπως αρθρώθηκε από τον Διονύσιο Σολωμό. 

Το δόγμα δεν είναι καλό πράγμα εάν αποτελεί την κατευθυντήρια γραμμή σε μια ανάλυση, είναι όμως «αναγκαίο κακό» στον βαθμό που επιθυμείς ο πολιτικός σου λόγος να λάβει πραγματιστικά χαρακτηριστικά, όχι ασφαλώς με την έννοια μιας οικουμενικής αλήθειας, αλλά μιας υποκειμενικού – ιστορικού χαρακτήρα αλήθειας που αφορά σε μία συγκεκριμένη περίοδο ανάπτυξης των υλικών και διαλογικών μορφών των κοινωνικοπολιτικών και οικονομικών σχέσεων (με την έννοια του non-discursive και discursive). Το εθνικό δόγμα απαιτεί στρατηγικό πλαίσιο αναφοράς, αλλά σε κάθε περίπτωση έχει ως ανθρωπομορφισμένη προσωπικότητα δόμησής του το εθνικό κράτος, που στην περίπτωσή μας αφορά στην Ελλάδα. 

 Άρα, όπως ίσως αντιλαμβάνεστε, το δόγμα που αποδίδει έναν εθνικό οραματισμό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την πολιτική κοινωνία που ορίζει το εθνικό κράτος – Ελλάδα, είναι ένα διανοητικό προϊόν βασισμένο σε μια υλική αναπαράσταση. Η υλική αυτή αναπαράσταση αποτελεί το γενικότερο πλαίσιο ή σύστημα αναφοράς και αυτό την σημερινή εποχή δεν θα μπορούσε να είναι άλλο για την χώρα μας από την Ενωμένη Ευρώπη. Και Ενωμένη Ευρώπη δεν είναι η σημερινή ΕΕ, η οποία αποτελεί ένα συγκεκριμένο πολιτικοοικονομικό εγχείρημα ενοποίησης της Ευρώπης. Η ΕΕ είναι ένα υπό διαρκή αναθεώρηση καντιανό μοντέλο που προνοεί για την ελευθερία κυκλοφορίας χρήματος, αγαθών, υπηρεσιών και μίας ελίτ από κληρικούς της αγοράς και της γραφειοκρατίας. Η ελευθερία των ανθρώπων σε αυτόν τον πολιτικό χώρο ορίζεται ουσιαστικά από την αγορά και τις συγκυριακές ανάγκες της γραφειοκρατίας, που και οι δύο αποκτούν ταυτότητα μέσω ενός σε μεγάλο βαθμό ολοκληρωμένου χρηματοπιστωτικού συστήματος. 

 Άρα, η ΕΕ είναι μία ένωση που ορίζεται από την ολοκληρωτική λειτουργία του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και όχι μία ένωση που ορίζεται από την ολοκληρωμένη ύπαρξη και λειτουργία του ανθρώπου (ευρωπαίου πολίτη). Με αυτήν την έννοια θα ήταν δραματικό συστηματικό σφάλμα να θεωρήσει κανείς πως η ΕΕ είναι η Ένωση της Ευρώπης. Είναι μία απόπειρα διαμόρφωσης και ένωσης οικονομικών και πολιτικών (:εθνικών) παραγόντων στο πλαίσιο μιας νεο-ηγεμονικής μορφής που χαρακτηρίζεται από πολιτικές λιτότητας, πόλωσης κεφαλαίων και πραγματικής εξουσίας στο κέντρο και αντιπληθωρισμού. Η ΕΕ, λοιπόν, είναι το μετα-διπολικό μοντέλο ένωσης ευρωπαϊκών ελίτ για τον συντονισμένο έλεγχο των επιμέρους ευρωπαϊκών κοινωνιών και αυτό είναι ένα ιστορικό γεγονός που δεν μπορεί κανείς ούτε να παραβλέπει, ούτε να αγνοεί, ούτε απλώς να καταριέται, εάν επιθυμεί να παραμείνει πολιτικά σοβαρός. Είναι ένα ιστορικό βήμα στην εξέλιξη της Ευρώπης που ποτέ δεν ήταν και θα ήταν τραγωδία να δεις ότι μπορεί να είναι στο μέλλον, γραμμική. 

Επιτρέψτε μου να πω σχηματικά πως ο ευρωπαϊσμός με την έννοια της Ενωμένης Ευρώπης είναι ένα διανοητικό προϊόν, με αριστερούς διανοούμενους που ταυτίζονται με τις συγκεκριμένες κοινωνίες από τις οποίες προέρχονται. Αντίθετα ο ευρωπαϊσμός που συνδέεται στενά με την ΕΕ είναι ένα διανοητικό προϊόν, δίχως διανοούμενους, αλλά με κληρικούς που εκκινούν ιδεαλιστικά και θεοσοφικά από τα πάνω και τα αόριστα προς τα κάτω και τα συγκεκριμένα. Από συμπεριφορικά μοντέλα που δομούνται και αναφέρονται σε μία κοινή αγορά και σε μία κοινής αντίληψης γραφειοκρατία με παιδαγωγική το «learning-by-numbers». 

 Το δόγμα που έρχομαι σήμερα να προσφέρω στο πλαίσιο ασφαλώς μιας κανονιστικού τύπου κοινωνικής θεωρίας για τον ευρωπαϊσμό, είναι προϊόν της πρώτης και όχι της δεύτερης προσέγγισης που ανέφερα. Αναφέρεται σε μια κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα όλων των ευρωπαίων πολιτών, οι οποίοι σε καμιά περίπτωση δεν παύουν να έχουν ιδιαίτερες πατρίδες και ιδιαίτερα πολιτισμικά και ταξικά χαρακτηριστικά και όχι σε μία κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα μίας υπό διαμόρφωση ελίτ. Στο πλαίσιο αυτού του στοχασμού θα τολμούσα να παραφράσω τον Διονύσιο Σολωμό – ή μάλλον να παρακολουθήσω την δική του κανονιστική αποκρυστάλλωση εντός της σύγχρονης ιστορίας της Ευρώπης – και να πω: «Το Ελληνικό Έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό, τι είναι ευρωπαϊκό». 

Αυτό δεν απαιτεί την ύπαρξη κανενός απολύτως «πέπλου άγνοιας» για τις πραγματικές σχέσεις που θεσμοθετούν το οικοδόμημα της ΕΕ. Για το αντίθετο μάλλον προτρέπει. Με αυτό δεν δεχόμαστε την τελεολογική αντίληψη για τον ευρωπαϊσμό. Δεν δεχόμαστε ότι η ΕΕ αποτελεί ένα κλαμπ των εθνικών, πολιτικών και οικονομικών ελίτ και πως οι αποφάσεις για το μέλλον της Ένωσης αφορούν αποκλειστικά στους insiders, καθώς αυτοί διαθέτουν μία δήθεν αυθεντική γνώση για το μέλλον της Ευρώπης. Δεν δεχόμαστε ότι «η ΕΕ και οι επιμέρους θεσμοί της είναι έτσι και σε όσους αρέσουν. Οι υπόλοιποι απλώς δεν έχουν θέση σε αυτήν»! Πρόκειται για χυδαιότητα που ιδιωτικοποιεί το Δημόσιο και είναι φαινόμενο άκρως οπισθοδρομικό που μας μεταφέρει στην φάρσα φεουδαλικών δομών. Όπως αναχωρητισμός και λαϊκισμός θα ήταν να θεωρήσει κανείς σήμερα πως η Ελλάδα πρέπει να αναζητήσει την τύχη της και να ορίσει το εθνικό της συμφέρον εκτός της Ευρώπης ή εκτός των δυτικών θεσμών, που ασφαλώς αποτελούν ιστορική εξέλιξη στην βάση του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού. Η τελευταία εκδοχή ενώ σε γενικές γραμμές αναλύει ικανοποιητικά το καπιταλιστικό και ηγεμονικό φαινόμενο στην ΕΕ, επιχειρεί να το υπερβεί όχι δια της πολιτικής και του πολιτικού αγωνισμού εντός αυτού του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου, αλλά δια της φυγής από αυτό. Εδώ η τελεολογία και το «πέπλο άγνοιας» ορίζονται σε αντιδιαστολή με την χυδαιότητα του αγοραίου ευρωπαϊσμού, που σήμερα πολιτικά εκφράζουν κεντροδεξιοί και κεντροαριστεροί. Μία αντιδιαστολή που διαμορφώνει ωστόσο μία θεοσοφικού και όχι φιλοσοφικού τύπου διαλεκτική. 

Αν θεωρήσει κάποιος ότι είναι ανεδαφική η πολιτική αλλαγή στην ΕΕ με την μορφή μιας δημοκρατικής, πλουραλιστικής και ομοσπονδιακής Ενωμένης Ευρώπης, πόσο άραγε πιο ευφάνταστο είναι το σενάριο εκείνο - και πόσο αντιφάσκει στις έννοιες του πραγματισμού και του μαρξισμού - που προπαγανδίζει την επανάσταση για έναν «εθνικό κομμουνισμό» και πόσο επικίνδυνο εκείνο που ορίζει την αποδέσμευση της Ελλάδας από την ΕΕ με όρους εθνικο-σοσιαλιστικούς; Το ζήτημα του κοινού νομίσματος είναι ασφαλώς άλλης τάξεως υπόθεση και είναι έγκλημα να το ταυτίζει κανείς με την Ενωμένη Ευρώπη, ή να ταυτίζεται κανείς με αυτό. Το ευρώ είναι μέσο συναλλαγής και τίποτε περισσότερο. Η οικονομική, προγραμματική συνθήκη που συνδέεται, όμως, με αυτό και του δίνει υπόσταση στην διεθνή χρηματαγορά δεν είναι απλώς σύμβολο που ορίζει αξίες κατά την ανταλλαγή, είναι η πολιτική που ορίζει το σύγχρονο δόγμα του νεο-ηγεμονισμού που εκφράζουν φορείς της δεξιάς και κεντροδεξιάς και αποδέχονται με φαιδρά καμώματα μικροαντιρρήσεων οι κεντροαριστεροί. 

Το δόγμα που έρχομαι σήμερα να προτείνω, ορμώμενος από την ελληνική κοινωνία της ευρωπαϊκής κρίσης και αναφερόμενος στον ευρωπαϊσμό, βρίσκεται στην απέναντι πολιτική όχθη του δόγματος «πάση θυσία στο ευρώ». Το πρόβλημα, όπως από την πρώτη στιγμή εξήγησα στην αρχή της ελληνικής κρίσης, δεν είναι το ευρώ, αλλά οι πολιτικές που συνδέονται με αυτό. Η κοινωνικά προοδευτική μεταρρύθμιση αυτών των πολιτικών θα πρέπει να είναι ο προγραμματικός άξονας σύγκλισης όλων εκείνων των δυνάμεων που ενδιαφέρονται στα σοβαρά για την ευημερία των επιμέρους ευρωπαϊκών κοινωνιών και εννοούν το εθνικό συμφέρον ως βασικό στοιχείο του ευρωπαϊκού συμφέροντος – όπως αναλογικά την εθνική ταυτότητα ως οργανικό στοιχείο της ευρωπαϊκής ταυτότητας των ευρωπαίων και όχι της ελίτ που διαμορφώνει μονοπωλιακές δομές εξουσίας στην Ευρώπη και για την Ευρώπη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: