Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

ΟΚΤΩ ΒΗΜΑΤΑ ΖΩΗΣ

Της Μαρίας Στρίγκου


Δεν έβγαινε συχνά πια. Δεν ήταν που δεν είχε που να πάει. Μέτραγε βέβαια κι αυτό αλλά τα πάρκα και οι πλατείες της πόλης ακόμα μια χαρά ήταν. Έβρισκες – άμα ήθελες – ένα παγκάκι ν’ απλώσεις την ψυχή σου. Να λιαστεί, να φωτοσυνθέσει, να τη δει ο Θεός και να την πονέσει.

Ούτε το ότι δεν είχε λεφτά μήτε για να πιει έναν καφέ, να συντροφέψει το άφιλτρο. Να αράξει στο τραπεζάκι του καφενείου, να χαζέψει την κίνηση, τους περαστικούς. Άμα έχει κρύο είδες πόσο βιαστικά περπατάνε οι άνθρωποι; Σκουντουφλάει ο ένας τον άλλον κι ένα συγνώμη δε λένε. Φοβούνται πως άμα ανοίξουν το στόμα τους θα μπουκάρει το κρύο μέσα τους. Θα τους κατακτήσει ολοκληρωτικά.

Άνεργος δυο χρόνια τώρα. Τα κουτσοβόλευε μ’ ένα μικρό επίδομα και τη βοήθεια της εκκλησίας. Δεν τους τη γύρεψε. Μα ήταν που τον έπιασε ο βήχας στα σκαλοπάτια του αγίου. Και διπλώθηκε στα δυο. Νόμιζε πως θα σκάσει. Πως δεν θα ξαναπάρει ανάσα στη ζωή του. Πως δεν έχει άλλη ζωή πια. Εκεί τον πρόσεξε η νεωκόρισσα. Του έφερε νερό. Τον έβαλε να καθίσει στο στασίδι δίπλα στο καλοριφέρ, να ζεσταθεί. Εκείνη κανόνισε με μια πιτσιρίκα με μεγάλα τετράγωνα γυαλιά, σχεδόν παιδί ακόμα, να πάει να κάνει τις εξετάσεις.

Σπάνια έβγαινε από το σπίτι πια. Ήταν που είχε χάσει την παλιά του δύναμη. Και κρύωνε. Συνέχεια κρύωνε. Μονάχα στο μπαλκονάκι του ακάλυπτου άντεχε να φτάσει. Βήματα συνολικά οχτώ. Εκεί στεκόταν με τις ώρες. Παρατηρώντας τις ραγισματιές στους τοίχους, τα μπαλώματα της υγρασίας, τις μουτζούρες που άφηναν οι απορροφητήρες και τα μισάνοιχτα παράθυρα από μπάνια και κουζίνες.

Άκουγε τους θορύβους των σπιτιών. Πιάτα που πλένονται, κατσαρόλες που τσουγκρίζουν μεταξύ τους, μισά στιχάκια από παλιά τραγούδια. Και βρισιές. Άκουγε και βρισιές καμιά φορά. Και κλάματα. Στα μπαλκόνια του ακάλυπτου, τι μπαλκόνια δηλαδή; Μισό επί μισό το καθένα. Ούτε τάφοι, τόση οικονομία χώρου ο εργολάβος. Μπουγάδες, κάδοι σκουπιδιών και αχρείαστα της οικοσκευής στριμωγμένα.

Τον έθλιβε το τσιμέντο που μεγαλουργούσε.

Σκεφτόταν το χωριό του, την κληματαριά που μαράζωνε απότιστη χρόνια, τα γεράνια που ματώνανε τα απογεύματα του Απρίλη, τον ουρανό που χαριζότανε φιλήδονα σε όλους. Μετά σκεφτότανε τη μάνα του – πεθαμένη δέκα χρόνια και βάλε – τους λιγοστούς συγγενείς του, τον Αζόρ το ασπρόμαυρο κουτάβι που βρήκε παρατημένο έξω απ’ το παράθυρό του. Ωραίος σκύλος ο Αζόρ και πιστός. Μόνο που δεν ήξερε πως τα φορτηγά μπορούν να σε τελειώσουν. Μόνο που δεν ήξερε...

Τότε τον έπιανε ένα παράπονο για το αφύλαχτο κουτάβι, που φούσκωνε σα κύμα στο στήθος του. Τα μάτια του αρχινούσανε να τρέχουν βρύσες. Σιωπηλά και συνεχόμενα. Για όλα τα αφύλαχτα της ζωής του που τα έλιωσε η καθημερινότητα. Για όλα εκείνα που δεν πρόσεξε. Ή δεν τον πρόσεξαν αυτά.

Μια τέτοια στιγμή ήταν που αποφάσισε να στολίσει το δέντρο. Εκεί έξω, στον ακάλυπτο.

Να βγαίνει για το τσιγαράκι του και να χαίρεται η ματιά του. Να σπάσει την επιθετική μονοτονία του γκρί. Στα σκουπίδια ζεις, σκουπίδια στολίζεις. Το κατέβασε απ’ το πατάρι. Μαδημένο και καψαλισμένο ήταν μα δεν έβλαφτε. Το έστησε στη γωνιά. Του φόρεσε μπαλάκια κόκκινα και κίτρινα, απομεινάρια παλιάς γιορτής. Τα σπασμένα τα γύρισε προς τα πίσω να μη φαίνονται. Έριξε και δυο τρεις κορδέλες πάνω του, του ζαχαροπλαστείου αλλά ποιον πείραζε; Δεν ξεχώριζες γράμματα άμα το ‘βλεπες από μακριά. Βρήκε και μια σειρά φωτάκια πεταμένα σ’ ένα συρτάρι. Ανάβανε μόνο τα μισά αλλά δεν είχε σημασία. Δίνανε έναν τόνο γιορταστικό στο συμβάν. Σαν τέλειωσε το στόλισμα, έκατσε για ώρα πολύ ακουμπισμένος στο κάγκελο, για να το καμαρώσει.

Μια ματιά στο δέντρο, μια ματιά στο τσιμέντο.

Μια ματιά στο δέντρο, μια ματιά στο τσιμέντο. Κι ένιωσε νικητής. Δεν τον πείραζε που οι γείτονες από τα απέναντι μπαλκόνια τον κοιτούσαν περίεργα. Ούτε για τα σκουπίδια που πλήθαιναν. Χρονιάρες μέρες και τα σκουπιδιάρικα ήταν σ’ απεργία πάλι. Και τα περιστέρια που άρχισαν να μαζεύονται γουργουρίζοντας τραβηγμένα από το διαφορετικό φως, ούτε αυτά τον πείραζαν. Ένιωθε νικητής μετά από τόσο καιρό. Σχεδόν γενναίος.

Χαμογελούσε ακόμα σαν τον έπιασε ο βήχας. Άγριος, αδυσώπητος, επίμονος και βασανιστικός. Τον δίπλωσε στα δύο. Ξανά και ξανά. Μελάνιαζε, το κεφάλι του έπιανε φωτιά. Τα πνευμόνια του τσιτώνονταν και πονούσαν. Τα φωτάκια του δέντρου αναβόσβηναν αργά. Οι μπάλλες καθρέφτιζαν τον ακάλυπτο, τα απλωμένα ασπρόρουχα της απέναντι, τις φλούδες πορτοκαλιού που ξεχείλιζαν απ’ τον κάδο.

Ο Αζόρ, τι όμορφο κουτάβι, τι άμυαλο σκυλί. Ο Αζόρ. Η Καιτούλα με τα λευκά σοσόνια στο σχολείο. Η μάνα του που έβαζε πάντα ολόκληρο καρύδι μέσα στα μελομακάρονα. Η κοπέλα της εκκλησίας με τα τετράγωνα γυαλιά. Η κληματαριά. Το τσιμέντο της πόλης.

«Σε νίκησα!» έλεγε ανάμεσα στα κύματα του βήχα «Σε νίκησα!» Στο μωσαϊκό του μπαλκονιού δυο κόκκινες στάλες δίπλα στο δέντρο.

Νύχτωνε και τα φωτάκια που αναβόσβηναν δίνανε μια λάμψη στη γιορτή. Έστω κι αν δίπλα τους παλιώνανε μέσα στους κάδους σκουπίδια μιας μέρας.

Η ΣΦΗΚΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: