Γράμμα και γραφή:
Από τον Αρή Καραμέρο
Την αρχή έκανε ο Κύψελος. Δηλαδή αλλιώς το λέγανε το παλλικάρι, έλα όμως που η κυρία Πυθία είχε μασήσει πολύ χορταράκι εκείνη τη βραδυά κι ως συνήθως άρχισε τις παπάρες.
-Ετούτο το παιδίον θα ανατρέψει την κυβέρνηση της Κορίνθου! Το θέμα ήρθε στο υπουργικό συμβούλιο, το οποίο, ύστερα από διαλογική συζήτηση και ψηφοφορία (με χρωματιστά ψηφοδέλτια), αποφάσισε ομόφωνα το μωρό να γίνει γιουβέτσι, για να μπορούνε οι μωροί και οι μωρές να βλέπουν ανενόχλητοι τον Σουλεϊμάν και ν’ αφήνουν τους υπουργούς στο έργο τους και τις μίζες τους.
Έστειλαν λοιπόν δύο φουσκωτούς να κάνουν την δουλειά. Όμως ο Κύψελος, αν και βρέφος την είχε ανθιστεί τη δουλειά και μόλις εμφανιστήκανε οι μπρατσοβούβαλοι έσκασε κάτι χαμόγελα και τους έκανε γλυκά ματάκια, έτσι που τους λυθήκανε τα γόνατα.
Γυρίσανε λοιπόν άπρακτοι στον Πρωθυπουργό, τον κ.Πατροκλείδη Βακχιάδη, που εκτός των άλλων ήτανε και θείος του Κύψελου. -Αρχηγέ, να ξέρεις, το μωρό, αμαρτία να πούμε, δηλαδή να πούμε, δε γίνεται να μη το…… καταλαβαίνεις….. Φρύαξε ο Πατροκλείδης.
-Για κοίτα ρε κάτι άντρες, που τους έκανε ζάφτι ένα βρέφος! Άντρες ήσαστε εσείς ρε; Εσείς ρε δεν πρέπει να φοράτε κοντούς χιτώνες, μακριούς πρέπει να φορέσετε και να καθήσετε στον αργαλειό!
Βλέπεις, ο κ. Πανταλεόν δεν είχε γεννηθεί ακόμη κι έτσι αρσενικοί και θηλυκοί ξεχωρίζανε από το μάκρος του χιτώνα, μονάχα οι παπάδες τον φορούσανε μακρύ μακρύ, γιατί λέει κι ο θεός ο Διόνυσος γυναικεία ντυνότανε, μακρύ τον φορούσε, μούσι, καθότι ποιος είχε δεί τον θεό για να μας πεί πως ήτανε ντυμένος, μονάχα κάτι θεομπαίχτες λένε πως τον είδαν, για να κοροϊδεύουν τις γριούλες και να τους πουλάνε κομποσχίνια και φυλαχτά.
Κάλεσε λοιπόν δυό μαχαιροβγάλτες απ’ την Σκυθία και τους έστειλε να τελειώσουν τη δουλειά. Η μαμά όμως του Κύψελου, φοβισμένη από την πρώτη επίσκεψη, έκλεισε σε μωρό σ’ ένα μπαούλο (κυψέλη) και τόστειλε σ’ ένα μπάρμπα της που έβοσκε τα πρόβατα σε κάτι μακρινά βουνά, να σωθεί. Έτσι του βγήκε τ’ όνομα, Κύψελος.
Και σαν μεγάλωσε, ξαναγύρισε στην Κόρινθο, μάζεψε τους δυσαρεστημένους που ήτανε πάρα πολλοί, γιατί ο κ. Πατροκλείδης κι όλοι οι Βακχιάδες τόχανε παραξηλώσει στην αρπαχτή κι έτσι ένα βράδυ σκοτεινό σαν όλα τα’ άλλα ο Πατροκλείδης βρέθηκε χωρίς κεφάλι, όμως γιουβέτσι δεν έγινε γιατί απ’ τις πολλές μάσες είχε παρασκληρύνει και δεν τρωγότανε. Τους υπόλοιπους Βακχιάδες ο Κύψελος τους εξόρισε κι ο ίδιος ανακηρύχθηκε τύραννος. Κι επειδή οι μεγάλοι γαιοκτήμονες είχανε παραγίνει επικίνδυνοι, αρπάζοντας τη γή των μικροκαλλιεργητών, τους κάλεσε μια μέρα και τους είπε.
-Επειδή είμαι καλός και πονετικός τύραννος, θα σας χαρίσω τη ζωή και δεν θα σας εξορίσω όπως τους Βακχιάδες που ρημάξανε τη χώρα. Όμως εσείς για αντάλλαγμα, θα μου φέρετε το ένα δέκατο της περιουσίας σας και θα δουλέψετε πιο σκληρά για ν’ αυγατίσετε τα άλλα εννέα δέκατα.
Χαμογελάσανε οι πλούσιοι, «δικό μας παιδί» «κι αυτός της αρπαχτής είναι», «άστον να φάει να μπουκώσει και μετά θα μαλακώσει, που θα πάει, πάλι με μας θάναι, πάλι θα τρώμε», «σάματις εμείς θα δουλέψουμε για ν’ αυγατίσουμε τάλλα εννέα δέκατα, οι δούλοι νάν’ καλά».
Μόνο που ο Κύψελος δεν σταμάτησε, τον άλλο χρόνο πάλι τα ίδια, «φέρτε παιδιά το ένα δέκατο και ξέρετε εσείς» και τον παράλλο άντε πάλι, μέχρι που οι μεγαλοτσιφλικάδες και οι αρχιτσελιγκάδες είδανε την περιουσία τους και τη δύναμη τους να μικραίνει. Και τα λεφτά δεν τα κράτησε για πάρτη του ο Κύψελος. Έκανε πολλά δημόσια έργα, λιμάνια δύο παρακαλώ, ένα από την κάθε μεριά του Ισθμού, αποθήκες, δρόμους κι άλλα κτίρια κι έγινε η Κόρινθος διακομετακομιστικό κέντρο εμπορίου και πλούτισε. Και σπίτια πονηρά έχτισε, με κόκκινα φωτάκια κι έφερε τα καλύτερα κορίτσια, ιέρειες τις λέγανε τότε, νάρχονται οι καραβοκύρηδες κι οι πλούσιοι έμποροι ν’ αφήνουν τον παρά τους και να φεύγουν ευχαριστημένοι και φορτωμένοι παράσημα.
Έτσι γεννήθηκαν οι φόροι, από το φέρω, γιατί τότε οι άνθρωποι πλήρωναν σε είδος, έφερναν δηλαδή ένα μέρος από το βιός τους, γεννήματα, ζώα, ακόμη και δούλους. Κι έγινε το αγαπημένο χόμπι των τυράννων όπου γής, ελληνική βεβαίως, που όμως δεν είχανε καμία σχέση με τον Κύψελο και τους φόρους δεν τους έκαναν έργα για το καλό της πατρίδας, αλλά τους χρησιμοποιούσαν για να καλοπερνούν αυτοί και οι παρέα τους. Και τους φόρους δεν τους έβαζαν στους πλούσιους και τους ισχυρούς, παρά στον κόσμο τον φτωχό και τον εργατικό.
Έτυχε τώρα η Λίτσα, από το Αμαλία, συζευγμένη χρόνους πέντε μετά του Χρόνη από το Πολυχρόνη να βρεί στο κομμωτήριο τη σατυρική εφημερίδα «το Αράπικο Φιστίκι», που κάθε βδομάδα τα χώνει χοντρά στην εξουσία. Και να πέσει φίλε μου, ακριβώς την ημέρα που ο δημοσιογράφος κ. Εξυπνόπουλος παρουσίαζε την έρευνα του, δισέλιδη παρακαλώ, για το «Πώς να γλυτώσετε φόρους». Και μόλις ο Χρόνης κάθισε να χαζέψει τηλεόραση, του τάριξε.
-Χρόνη είσαι ζώον! -Αμαλία παραφέρεσαι.
-Χρόνη, εδώ ο κ. Εξυπνόπουλος το λέει καθαρά. Μπορείς να γλιτώσεις φόρους. Αρκεί να βγάλεις μπλοκάκι.
-Τι μπλοκάκι ρε Αμαλία; Να κόβω εισιτήρια για το φεστιβάλ της ΚΝΕ;
-Κρυάδες! Διάβασε βρε, εδώ, να ξεστραβωθείς! Ορίστε! «Τα golden boys που κερδίζουν 120,000 Ευρώ το χρόνο, μπορούν να κερδίζουν φόρους, εφόσον σε συμφωνία με τις επιχειρήσεις, παίρνουν ένα μέρος της αμοιβής τους με Απόδειξη Παροχής Υπηρεσιών, καθώς θα μπορούνε να δικαιολογούν πολλές δαπάνες, που σαν μισθωτοί δεν τους αναγνωρίζονται. Κι αυτό μπορεί να γίνει και σε άλλες κατηγορίες εργαζομένων, με μικρότερες αμοιβές».
-Τα βλέπεις; Άμα το μισό μισθό σου τον περνάς σε μπλοκάκι, θα γλιτώνουμε το χρόνο, ίσαμε 800 ευρώ. Και θα μπορέσουμε να πάμε εκείνο το ταξιδάκι στο Παρίσι.
-‘Σαι καλά ρε Αμαλία; Με 800 ευρώ θα πάμε στο Παρίσι;
-Έ, 800 εφέτος, 800 του χρόνου, θα κόψουμε και κάτι περιττά, έλα βρε αγαπούλα μου, μωράκι μου, κάνε μου τη χάρη. Τώρα βέβαια ο Χρόνης, γκόλντεν μπόϋ δεν είναι 33,000 χιλιάρικα το χρόνο καθαρίζει, το σκέφτηκε λοιπόν,
-800, έ;
-800 ακριβώς. Ορίστε οι πίνακες, είπε η Λίτσα, από το Αμαλία, που είχε μελετήσει ενδελεχώς το ζήτημα. Την άλλη μέρα ο Χρόνης, μπήκε στο γραφείο του αφεντικού.
-Κύριε Παρταόλα, να σας απασχολήσω για λίγο;
-Βεβαίως Χρόνη, κάτσε. -Κύριε Παρταόλα, δεν ξέρω αν είδατε τον καινούργιο νόμο για τα φορολογικά.
-Φυσικά, με ενημέρωσε ο λογιστής. Φρίκη, Χρόνη, φρίκη. Θα μας πάρουν και τα σώβρακα. Ο κ. Παρταόλας, παιδί της πιάτσας, αυτοδημιούργητος, μιλούσε σταράτα.
-Γι’ αυτό θέλω να σας μιλήσω κύριε Παρταόλα μου, σκέφτηκα, εδώ ο Χρόνης κόμπιασε, παραλίγο να πεί «δηλαδή η γυναίκα μου το σκέφτηκε», αλλά συγκρατήθηκε.
-Σκέφθηκα λοιπόν, αν θα μπορούσα, το μισό μισθό μου να τον παίρνω με μπλοκάκι. Έτσι θα γλιτώνω κι εγώ κάτι.
-Ο κ. Παρταόλας σοβάρεψε. Χρόνη μου, εγώ ξέρεις ότι δεν κάνω βήμα αν δεν ρωτήσω το λογιστή και το δικηγόρο. Μ΄αυτούς θα πρέπει να συνεννοηθείς. Μέσα του βέβαια, είχε κάνει κιόλας το λογαριασμό, 16,500 επί 48 % που θα γλιτώνω απ’ το ΙΚΑ, πεντέμιση χιλιάδες στρογγυλά ευρουλάκια θα ταξιδεύανε σε κάτι λογαριασμούς που κρατάω στην Κύπρο.
Ο δικηγόρος, αποφάνθηκε ότι μπορεί να γίνει η δουλειά, έπρεπε όμως να γίνει καινούργια σύμβαση εργασίας, με το καινούργιο μισθό, τον μισό και ζήτησε αμοιβή, 200 ευρώ, από τον Χρόνη φυσικά. Και ο Χρόνης τα πλήρωσε και πλήρωσε και 50 ευρώ τον Βασίλη, το λογιστή, που του συμπλήρωσε το έντυπο Μ1, Μ2, Μ3, Μ15 ΚΑΙ Μ69 για την Εφορία. Πλήρωσε και 20 ευρώ για μια σφραγίδα κι άλλα 20 για ένα βιβλίο Εσόδων –Εξόδων και μιαν Απόδειξη Παροχής Υπηρεσιών και τώρα ήταν πάνοπλος στον αγώνα της εξοικονόμησης των 800 ευρώ.
Ο πρώτος μήνας πήγε καλά και ο δεύτερος επίσης, τον τρίτο μήνα ο λογιστής του είπε πως η επιχείρηση δυσκολευότανε λιγάκι και θα του καθυστερούσε την αμοιβή με το μπλοκάκι, όμως ο Χρόνης το έκοψε και πλήρωσε 50 ευρώ το λογιστή που τον βοήθησε να φτιάξει και να στείλει την Περιοδική Δήλωση του ΦΠΑ. Πλήρωσε και τον ΦΠΑ στην Τράπεζα, δεν πειράζει, θα τα εισπράξω τον άλλο μήνα, σκέφθηκε. Μόνο που δεν τα εισέπραξε, η επιχείρηση είχε πάθει δυσκοιλιότητα, μήνα στον μήνα μαζεύονταν ανεξόφλητα, μόνο τα μπλοκάκια, ο μισθός πληρωνότανε κανονικά, ά όλα κι όλα, ο κ. Παρταόλας ήταν εντάξει με το προσωπικό του, μόνο τους προμηθευτές καθυστερούσε λιγάκι και να τώρα, ο Χρόνης ήτανε και τα δύο και υπάλληλος και προμηθευτής. Προς Θεού, δεν πρόκειται κανείς να χάσει μία δραχμή, με ξέρεις τώρα βρε Χρόνη, δεν είμαι άνθρωπος να φάω τα λεφτά κανενός.
-Μα πρέπει να πληρώσω τον ΦΠΑ κύριε Παρταόλα.
-Κι εγώ βρε Χρόνη, στο ίδιο καζάνι βράζουμε! Πέρασαν κάνα δυό μήνες ακόμα κι ο Χρόνης δεν άντεξε.
-Κύριε Παρταόλα, να ξαναγυρίσω στο ΙΚΑ. Δεν πάει άλλο, δεν βγαίνω.
-Χρόνη, αυτά τα πράγματα δεν γίνονται. Δεν μπορούμε κάθε μέρα ν’ αλλάζουμε συμβάσεις. Θα μας πιάσει η Εφορία και θα μας ξετινάξει. Και το ΙΚΑ τι νομίζεις θα τα χάψει αυτά; Θα μου ζητήσει τις εισφορές για όλους αυτούς τους μήνες. Δηλαδή τι; Πήγα να κάνω ένα καλό, να σ’ εξυπηρετήσω και θα πρέπει να τα πληρώσω εγώ; Με κάτι τέτοια και με τα πρόστιμα που θα πέσουν, θα πρέπει να το κλείσω το μαγαζί. Θα ήσουν ευχαριστημένος να βρεθείς κι εσύ κι όλοι οι συνάδελφοι σου στο δρόμο; Άσε, κάτι θα σκεφθώ. Ίσως από του χρόνου, να σου αυξάνω κάθε χρόνο το μισθό, ώστε να μην φανεί η παρανομία μας. Κι αυτά που σου χρωστάω, σιγά σιγά θα στα δώσω.
Τώρα ο Χρόνης δουλεύει με το μισό μισθό. Αποδείξεις δεν κόβει, γιατί δεν μπορεί να πληρώσει τον ΦΠΑ. Περιμένει να εξοφληθούν οι παλιές για να κόψει καινούργια. Και προσέχει νάναι εντάξει στη δουλειά του, γιατί κάποιος φίλος του σφύριξε πως αν απολυθεί, θα πάρει αποζημίωση με τον μειωμένο μισθό, γιατί έχει υπογράψει σύμβαση κι έχει απαρνηθεί τα παλιά του δικαιώματα.
Και κάθε χρόνο πηγαίνει στον ΟΑΕΕ να πάρει απαλλαγή απ΄ την ασφάλιση. Και τον λογιστή τον πληρώνει. Για να καταθέτει μηδενικές δηλώσεις ΦΠΑ. Γ.Αρής (Καραμέρος)
Από τον Αρή Καραμέρο
Την αρχή έκανε ο Κύψελος. Δηλαδή αλλιώς το λέγανε το παλλικάρι, έλα όμως που η κυρία Πυθία είχε μασήσει πολύ χορταράκι εκείνη τη βραδυά κι ως συνήθως άρχισε τις παπάρες. -Ετούτο το παιδίον θα ανατρέψει την κυβέρνηση της Κορίνθου! Το θέμα ήρθε στο υπουργικό συμβούλιο, το οποίο, ύστερα από διαλογική συζήτηση και ψηφοφορία (με χρωματιστά ψηφοδέλτια), αποφάσισε ομόφωνα το μωρό να γίνει γιουβέτσι, για να μπορούνε οι μωροί και οι μωρές να βλέπουν ανενόχλητοι τον Σουλεϊμάν και ν’ αφήνουν τους υπουργούς στο έργο τους και τις μίζες τους.
Έστειλαν λοιπόν δύο φουσκωτούς να κάνουν την δουλειά. Όμως ο Κύψελος, αν και βρέφος την είχε ανθιστεί τη δουλειά και μόλις εμφανιστήκανε οι μπρατσοβούβαλοι έσκασε κάτι χαμόγελα και τους έκανε γλυκά ματάκια, έτσι που τους λυθήκανε τα γόνατα.
Γυρίσανε λοιπόν άπρακτοι στον Πρωθυπουργό, τον κ.Πατροκλείδη Βακχιάδη, που εκτός των άλλων ήτανε και θείος του Κύψελου. -Αρχηγέ, να ξέρεις, το μωρό, αμαρτία να πούμε, δηλαδή να πούμε, δε γίνεται να μη το…… καταλαβαίνεις….. Φρύαξε ο Πατροκλείδης.
-Για κοίτα ρε κάτι άντρες, που τους έκανε ζάφτι ένα βρέφος! Άντρες ήσαστε εσείς ρε; Εσείς ρε δεν πρέπει να φοράτε κοντούς χιτώνες, μακριούς πρέπει να φορέσετε και να καθήσετε στον αργαλειό!
Βλέπεις, ο κ. Πανταλεόν δεν είχε γεννηθεί ακόμη κι έτσι αρσενικοί και θηλυκοί ξεχωρίζανε από το μάκρος του χιτώνα, μονάχα οι παπάδες τον φορούσανε μακρύ μακρύ, γιατί λέει κι ο θεός ο Διόνυσος γυναικεία ντυνότανε, μακρύ τον φορούσε, μούσι, καθότι ποιος είχε δεί τον θεό για να μας πεί πως ήτανε ντυμένος, μονάχα κάτι θεομπαίχτες λένε πως τον είδαν, για να κοροϊδεύουν τις γριούλες και να τους πουλάνε κομποσχίνια και φυλαχτά.
Κάλεσε λοιπόν δυό μαχαιροβγάλτες απ’ την Σκυθία και τους έστειλε να τελειώσουν τη δουλειά. Η μαμά όμως του Κύψελου, φοβισμένη από την πρώτη επίσκεψη, έκλεισε σε μωρό σ’ ένα μπαούλο (κυψέλη) και τόστειλε σ’ ένα μπάρμπα της που έβοσκε τα πρόβατα σε κάτι μακρινά βουνά, να σωθεί. Έτσι του βγήκε τ’ όνομα, Κύψελος.
Και σαν μεγάλωσε, ξαναγύρισε στην Κόρινθο, μάζεψε τους δυσαρεστημένους που ήτανε πάρα πολλοί, γιατί ο κ. Πατροκλείδης κι όλοι οι Βακχιάδες τόχανε παραξηλώσει στην αρπαχτή κι έτσι ένα βράδυ σκοτεινό σαν όλα τα’ άλλα ο Πατροκλείδης βρέθηκε χωρίς κεφάλι, όμως γιουβέτσι δεν έγινε γιατί απ’ τις πολλές μάσες είχε παρασκληρύνει και δεν τρωγότανε. Τους υπόλοιπους Βακχιάδες ο Κύψελος τους εξόρισε κι ο ίδιος ανακηρύχθηκε τύραννος. Κι επειδή οι μεγάλοι γαιοκτήμονες είχανε παραγίνει επικίνδυνοι, αρπάζοντας τη γή των μικροκαλλιεργητών, τους κάλεσε μια μέρα και τους είπε.
-Επειδή είμαι καλός και πονετικός τύραννος, θα σας χαρίσω τη ζωή και δεν θα σας εξορίσω όπως τους Βακχιάδες που ρημάξανε τη χώρα. Όμως εσείς για αντάλλαγμα, θα μου φέρετε το ένα δέκατο της περιουσίας σας και θα δουλέψετε πιο σκληρά για ν’ αυγατίσετε τα άλλα εννέα δέκατα.
Χαμογελάσανε οι πλούσιοι, «δικό μας παιδί» «κι αυτός της αρπαχτής είναι», «άστον να φάει να μπουκώσει και μετά θα μαλακώσει, που θα πάει, πάλι με μας θάναι, πάλι θα τρώμε», «σάματις εμείς θα δουλέψουμε για ν’ αυγατίσουμε τάλλα εννέα δέκατα, οι δούλοι νάν’ καλά».
Μόνο που ο Κύψελος δεν σταμάτησε, τον άλλο χρόνο πάλι τα ίδια, «φέρτε παιδιά το ένα δέκατο και ξέρετε εσείς» και τον παράλλο άντε πάλι, μέχρι που οι μεγαλοτσιφλικάδες και οι αρχιτσελιγκάδες είδανε την περιουσία τους και τη δύναμη τους να μικραίνει. Και τα λεφτά δεν τα κράτησε για πάρτη του ο Κύψελος. Έκανε πολλά δημόσια έργα, λιμάνια δύο παρακαλώ, ένα από την κάθε μεριά του Ισθμού, αποθήκες, δρόμους κι άλλα κτίρια κι έγινε η Κόρινθος διακομετακομιστικό κέντρο εμπορίου και πλούτισε. Και σπίτια πονηρά έχτισε, με κόκκινα φωτάκια κι έφερε τα καλύτερα κορίτσια, ιέρειες τις λέγανε τότε, νάρχονται οι καραβοκύρηδες κι οι πλούσιοι έμποροι ν’ αφήνουν τον παρά τους και να φεύγουν ευχαριστημένοι και φορτωμένοι παράσημα.
Έτσι γεννήθηκαν οι φόροι, από το φέρω, γιατί τότε οι άνθρωποι πλήρωναν σε είδος, έφερναν δηλαδή ένα μέρος από το βιός τους, γεννήματα, ζώα, ακόμη και δούλους. Κι έγινε το αγαπημένο χόμπι των τυράννων όπου γής, ελληνική βεβαίως, που όμως δεν είχανε καμία σχέση με τον Κύψελο και τους φόρους δεν τους έκαναν έργα για το καλό της πατρίδας, αλλά τους χρησιμοποιούσαν για να καλοπερνούν αυτοί και οι παρέα τους. Και τους φόρους δεν τους έβαζαν στους πλούσιους και τους ισχυρούς, παρά στον κόσμο τον φτωχό και τον εργατικό.
Έτυχε τώρα η Λίτσα, από το Αμαλία, συζευγμένη χρόνους πέντε μετά του Χρόνη από το Πολυχρόνη να βρεί στο κομμωτήριο τη σατυρική εφημερίδα «το Αράπικο Φιστίκι», που κάθε βδομάδα τα χώνει χοντρά στην εξουσία. Και να πέσει φίλε μου, ακριβώς την ημέρα που ο δημοσιογράφος κ. Εξυπνόπουλος παρουσίαζε την έρευνα του, δισέλιδη παρακαλώ, για το «Πώς να γλυτώσετε φόρους». Και μόλις ο Χρόνης κάθισε να χαζέψει τηλεόραση, του τάριξε.
-Χρόνη είσαι ζώον! -Αμαλία παραφέρεσαι.
-Χρόνη, εδώ ο κ. Εξυπνόπουλος το λέει καθαρά. Μπορείς να γλιτώσεις φόρους. Αρκεί να βγάλεις μπλοκάκι.
-Τι μπλοκάκι ρε Αμαλία; Να κόβω εισιτήρια για το φεστιβάλ της ΚΝΕ;
-Κρυάδες! Διάβασε βρε, εδώ, να ξεστραβωθείς! Ορίστε! «Τα golden boys που κερδίζουν 120,000 Ευρώ το χρόνο, μπορούν να κερδίζουν φόρους, εφόσον σε συμφωνία με τις επιχειρήσεις, παίρνουν ένα μέρος της αμοιβής τους με Απόδειξη Παροχής Υπηρεσιών, καθώς θα μπορούνε να δικαιολογούν πολλές δαπάνες, που σαν μισθωτοί δεν τους αναγνωρίζονται. Κι αυτό μπορεί να γίνει και σε άλλες κατηγορίες εργαζομένων, με μικρότερες αμοιβές».
-Τα βλέπεις; Άμα το μισό μισθό σου τον περνάς σε μπλοκάκι, θα γλιτώνουμε το χρόνο, ίσαμε 800 ευρώ. Και θα μπορέσουμε να πάμε εκείνο το ταξιδάκι στο Παρίσι.
-‘Σαι καλά ρε Αμαλία; Με 800 ευρώ θα πάμε στο Παρίσι;
-Έ, 800 εφέτος, 800 του χρόνου, θα κόψουμε και κάτι περιττά, έλα βρε αγαπούλα μου, μωράκι μου, κάνε μου τη χάρη. Τώρα βέβαια ο Χρόνης, γκόλντεν μπόϋ δεν είναι 33,000 χιλιάρικα το χρόνο καθαρίζει, το σκέφτηκε λοιπόν,
-800, έ;
-800 ακριβώς. Ορίστε οι πίνακες, είπε η Λίτσα, από το Αμαλία, που είχε μελετήσει ενδελεχώς το ζήτημα. Την άλλη μέρα ο Χρόνης, μπήκε στο γραφείο του αφεντικού.
-Κύριε Παρταόλα, να σας απασχολήσω για λίγο;
-Βεβαίως Χρόνη, κάτσε. -Κύριε Παρταόλα, δεν ξέρω αν είδατε τον καινούργιο νόμο για τα φορολογικά.
-Φυσικά, με ενημέρωσε ο λογιστής. Φρίκη, Χρόνη, φρίκη. Θα μας πάρουν και τα σώβρακα. Ο κ. Παρταόλας, παιδί της πιάτσας, αυτοδημιούργητος, μιλούσε σταράτα.
-Γι’ αυτό θέλω να σας μιλήσω κύριε Παρταόλα μου, σκέφτηκα, εδώ ο Χρόνης κόμπιασε, παραλίγο να πεί «δηλαδή η γυναίκα μου το σκέφτηκε», αλλά συγκρατήθηκε.
-Σκέφθηκα λοιπόν, αν θα μπορούσα, το μισό μισθό μου να τον παίρνω με μπλοκάκι. Έτσι θα γλιτώνω κι εγώ κάτι.
-Ο κ. Παρταόλας σοβάρεψε. Χρόνη μου, εγώ ξέρεις ότι δεν κάνω βήμα αν δεν ρωτήσω το λογιστή και το δικηγόρο. Μ΄αυτούς θα πρέπει να συνεννοηθείς. Μέσα του βέβαια, είχε κάνει κιόλας το λογαριασμό, 16,500 επί 48 % που θα γλιτώνω απ’ το ΙΚΑ, πεντέμιση χιλιάδες στρογγυλά ευρουλάκια θα ταξιδεύανε σε κάτι λογαριασμούς που κρατάω στην Κύπρο.
Ο δικηγόρος, αποφάνθηκε ότι μπορεί να γίνει η δουλειά, έπρεπε όμως να γίνει καινούργια σύμβαση εργασίας, με το καινούργιο μισθό, τον μισό και ζήτησε αμοιβή, 200 ευρώ, από τον Χρόνη φυσικά. Και ο Χρόνης τα πλήρωσε και πλήρωσε και 50 ευρώ τον Βασίλη, το λογιστή, που του συμπλήρωσε το έντυπο Μ1, Μ2, Μ3, Μ15 ΚΑΙ Μ69 για την Εφορία. Πλήρωσε και 20 ευρώ για μια σφραγίδα κι άλλα 20 για ένα βιβλίο Εσόδων –Εξόδων και μιαν Απόδειξη Παροχής Υπηρεσιών και τώρα ήταν πάνοπλος στον αγώνα της εξοικονόμησης των 800 ευρώ.
Ο πρώτος μήνας πήγε καλά και ο δεύτερος επίσης, τον τρίτο μήνα ο λογιστής του είπε πως η επιχείρηση δυσκολευότανε λιγάκι και θα του καθυστερούσε την αμοιβή με το μπλοκάκι, όμως ο Χρόνης το έκοψε και πλήρωσε 50 ευρώ το λογιστή που τον βοήθησε να φτιάξει και να στείλει την Περιοδική Δήλωση του ΦΠΑ. Πλήρωσε και τον ΦΠΑ στην Τράπεζα, δεν πειράζει, θα τα εισπράξω τον άλλο μήνα, σκέφθηκε. Μόνο που δεν τα εισέπραξε, η επιχείρηση είχε πάθει δυσκοιλιότητα, μήνα στον μήνα μαζεύονταν ανεξόφλητα, μόνο τα μπλοκάκια, ο μισθός πληρωνότανε κανονικά, ά όλα κι όλα, ο κ. Παρταόλας ήταν εντάξει με το προσωπικό του, μόνο τους προμηθευτές καθυστερούσε λιγάκι και να τώρα, ο Χρόνης ήτανε και τα δύο και υπάλληλος και προμηθευτής. Προς Θεού, δεν πρόκειται κανείς να χάσει μία δραχμή, με ξέρεις τώρα βρε Χρόνη, δεν είμαι άνθρωπος να φάω τα λεφτά κανενός.
-Μα πρέπει να πληρώσω τον ΦΠΑ κύριε Παρταόλα.
-Κι εγώ βρε Χρόνη, στο ίδιο καζάνι βράζουμε! Πέρασαν κάνα δυό μήνες ακόμα κι ο Χρόνης δεν άντεξε.
-Κύριε Παρταόλα, να ξαναγυρίσω στο ΙΚΑ. Δεν πάει άλλο, δεν βγαίνω.
-Χρόνη, αυτά τα πράγματα δεν γίνονται. Δεν μπορούμε κάθε μέρα ν’ αλλάζουμε συμβάσεις. Θα μας πιάσει η Εφορία και θα μας ξετινάξει. Και το ΙΚΑ τι νομίζεις θα τα χάψει αυτά; Θα μου ζητήσει τις εισφορές για όλους αυτούς τους μήνες. Δηλαδή τι; Πήγα να κάνω ένα καλό, να σ’ εξυπηρετήσω και θα πρέπει να τα πληρώσω εγώ; Με κάτι τέτοια και με τα πρόστιμα που θα πέσουν, θα πρέπει να το κλείσω το μαγαζί. Θα ήσουν ευχαριστημένος να βρεθείς κι εσύ κι όλοι οι συνάδελφοι σου στο δρόμο; Άσε, κάτι θα σκεφθώ. Ίσως από του χρόνου, να σου αυξάνω κάθε χρόνο το μισθό, ώστε να μην φανεί η παρανομία μας. Κι αυτά που σου χρωστάω, σιγά σιγά θα στα δώσω.
Τώρα ο Χρόνης δουλεύει με το μισό μισθό. Αποδείξεις δεν κόβει, γιατί δεν μπορεί να πληρώσει τον ΦΠΑ. Περιμένει να εξοφληθούν οι παλιές για να κόψει καινούργια. Και προσέχει νάναι εντάξει στη δουλειά του, γιατί κάποιος φίλος του σφύριξε πως αν απολυθεί, θα πάρει αποζημίωση με τον μειωμένο μισθό, γιατί έχει υπογράψει σύμβαση κι έχει απαρνηθεί τα παλιά του δικαιώματα.
Και κάθε χρόνο πηγαίνει στον ΟΑΕΕ να πάρει απαλλαγή απ΄ την ασφάλιση. Και τον λογιστή τον πληρώνει. Για να καταθέτει μηδενικές δηλώσεις ΦΠΑ. Γ.Αρής (Καραμέρος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.