Ο εγκλωβισμός της Ευρώπης στην Τευτονική κυριαρχία
Στο πλαίσιο της προσπάθειάς της για την αναμόρφωση των ασθενέστερων οικονομιών της Ευρώπης, η γερμανική κυβέρνηση έχει προωθήσει μία σαφώς τευτονική συνταγή επιτυχίας –ένα μίγμα αυστηρής δημοσιονομικής ακεραιότητας και μία υψηλής ταχύτητας, μικρότερη εκδοχή της Ατζέντας 2010 (το πακέτο μεταρρυθμίσεων εργατικής νομοθεσίας και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων που θεσπίστηκε από την κυβέρνηση του Γκέρχαρντ Σρέντερο το 2003, που είχε ως στόχο να καταστεί πιο ανοιχτή και ευέλικτη η αγορά εργασίας).
Πολλοί Ευρωπαίοι, όπως ο Μάριο Μόντι, έχουν ακολουθήσει αυτό το μοντέλο. Εκτός από τη λιτότητα, ο πρώην Ιταλός πρωθυπουργός προσπάθησε να πραγματοποιήσει περικοπές μέσω της νομοθεσίας περί προσλήψεων και απολύσεων στην Ιταλία. Ανώτατοι Γερμανοί αξιωματούχοι, υποστηρίζουν τώρα ότι δεν ανησυχούν για την Ιταλία, παρά την πολιτική κρίση, το υψηλό απόθεμα χρέους της και τη δεινή κατάσταση της οικονομίας της. Η Γαλλία είναι αυτή που προκαλεί τους περισσότερους πονοκεφάλους. Το Παρίσι είναι το τελευταίο ευρωπαϊκό οχυρό που στέκεται εμπόδιο στη σαρωτική νίκη του «τρόπου του Βερολίνου». Ο Φρανσουά Ολλάντ, ο πρόεδρος της Γαλλίας, οφείλει να κρατήσει τη γραμμή.
Το να αναπαράγεις αυτό που έκανε η Γερμανία πριν από 10 χρόνια, αλλά σε συμπιεσμένη χρονική περίοδο, δε μπορεί να λειτουργήσει σα μαγικό φίλτρο. Θα μπορούσε εν τέλει να λειτουργήσει σαν επικίνδυνο δηλητήριο. Οι Γερμανοί αξιωματούχοι παραδέχονται ότι μπορεί να περάσουν χρόνια προτού γίνουν αισθητές οι θετικές επιπτώσεις των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού μπορεί να αποκλειστεί εκτός αγοράς εργασίας για μεγάλο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, οι ευρωπαϊκές περιφερειακές οικονομίες δεν είναι αρκετά ισχυρές ώστε να μετριάσουν τις σκληρές βραχυπρόθεσμες συνέπειες της απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας.
Πράγματι, ενεργώντας με συγχρονισμένο τρόπο, οι χώρες της ευρωζώνης έχουν χειροτερεύσει τις οικονομικές τους προοπτικές. Με την ανεργία στην Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ιταλία να σκαρφαλώνει σε επίπεδα-ρεκόρ, αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα κοινωνικά εύφλεκτο περιβάλλον –και δεν είναι ακόμη σαφές αν υπάρχει ζήτηση από τους εργοδότες και τους εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα για την εν λόγω νέα ευελιξία. Συνεπώς, η Ατζέντα 2010 δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως μία λύση που ταιριάζει σε όλους. Ούτε πρέπει να θεωρηθεί ως το σημείο καμπής για τη γερμανική οικονομία. Η πρόσφατη ισχυρή ανάπτυξη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας ήταν το αποτέλεσμα μίας διαδικασίας που ξεκίνησε πολύ νωρίτερα.
Στη δεκαετία του 1990, η πτώση του Τείχους του Βερολίνου προσέφερε τη δυνατότητα άμεσης πρόσβασης σε εξειδικευμένο προσωπικό και πολύ φθηνό εργατικό δυναμικό από την Ανατολική Ευρώπη, σε μία περίοδο που οι υψηλοί μισθοί διάβρωναν την ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας. Παρά τις μεγάλες δημόσιες επενδύσεις στην πρώην Ανατολική Γερμανία, πολλές από τις εταιρείες προτίμησαν να επενδύσουν στην Ανατολική Ευρώπη. Ενσωματώνοντας επιθετικά τις χώρες του πρώην σοβιετικού μπλοκ στις αλυσίδες προμηθειών των εταιρειών, οι Γερμανοί εργαζόμενοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με αυξανόμενες πιέσεις. Η ανεργία αυξήθηκε, και η χώρα μετατράπηκε στον «ασθενή» της Ευρώπης.
Η εισαγωγή του ευρώ στο τέλος της δεκαετίας, εξάλειψε τις νομισματικές διακυμάνσεις μεταξύ των μελών της ευρωζώνης και βοήθησε την εξαγωγική οικονομία της Γερμανίας να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά της. Η πτώση των επιτοκίων σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης, τροφοδότησε επίσης τη ζήτηση για γερμανικά προϊόντα, αντισταθμίζοντας εν μέρει την αδύναμη εγχώρια κατανάλωση.
Ταυτόχρονα, εργοδότες και εργαζόμενοι άρχισαν να αναζητούν τρόπους εξόδου από την κρίση των θέσεων εργασίας, και βρήκαν μία μέση λύση. Για να παρακάμψουν τους περιορισμούς τις εξωτερικές δυσκαμψίες της αγοράς εργασίας, συμφώνησαν σε περισσότερη εσωτερική ευελιξία στο εσωτερικό των επιχειρήσεων. Σε μία στιγμή που τα συνδικάτα ήταν αποδυναμωμένα, οι εργαζόμενοι δέχθηκαν τις μειώσεις των μισθών τους ως το αναγκαίο τίμημα που έπρεπε να πληρώσουν προκειμένου να κρατήσουν τις δουλειές τους. Οι μεταρρυθμίσεις του κυρίου Σρέντερ βοήθησαν σε αυτή την διαδικασία. Ο περιορισμός των επιδομάτων ανεργίας ώθησε πολλούς στην αναζήτηση εργασίας.
Ωστόσο, η ακούσια συνέπεια όλου αυτού ήταν ότι, σήμερα, ο τομέας των χαμηλόμισθων αντιπροσωπεύει το εξαιρετικά υψηλό ποσοστό του 20 τοις εκατό όλων των θέσεων εργασίας. Η νίκη της Γερμανίας στη μάχη ενάντια στην ανεργία, επιτεύχθηκε με αντίτιμο τη δημιουργία μίας αγοράς εργασίας δύο επιπέδων –η χώρα διαθέτει έναν ευέλικτο χαμηλόμισθο τομέα, και έναν άλλο εξειδικευμένο, καλοπληρωμένο τομέα που συνεχίζει να είναι εξαιρετικά άκαμπτος μέχρι σήμερα. Παρά το γεγονός ότι οι Γερμανοί προωθούν σήμερα τις μεταρρυθμίσεις τους ως μοντέλο που θα πρέπει να ακολουθηθεί και στο εξωτερικό, τα πολιτικά κόμματα στην ίδια τους την χώρα, ακόμη συζητούν σχετικά με τα οφέλη των μεταρρυθμίσεων αυτών.
Οι Σοσιαλδημοκράτες του κ. Σρέντερ είναι πεπεισμένοι ότι η μείωση των επιδομάτων πρόνοιας οδήγησε σε αύξηση της ανισότητας, και υποστηρίζουν ότι θα πρέπει εν μέρει να αναστραφούν. Ακόμη και ορισμένοι Χριστιανοδημοκράτες παραδέχονται πλέον ότι ένας ελάχιστος μισθός μπορεί να είναι απαραίτητος. Ένα από τα κύρια διδάγματα των μεταρρυθμίσεων του Σρέντερ είναι ότι ο συγχρονισμός είναι το παν. Το να σπρώχνεις με τρόπο σκληρό και, ταυτόχρονα, με μεγάλη ταχύτητα τους Ευρωπαίους, δεν θα τους κάνει πιο δυνατούς. Το πιθανότερο είναι να τους οδηγήσει στο γκρεμό.
σοφοκλέους 10
Στο πλαίσιο της προσπάθειάς της για την αναμόρφωση των ασθενέστερων οικονομιών της Ευρώπης, η γερμανική κυβέρνηση έχει προωθήσει μία σαφώς τευτονική συνταγή επιτυχίας –ένα μίγμα αυστηρής δημοσιονομικής ακεραιότητας και μία υψηλής ταχύτητας, μικρότερη εκδοχή της Ατζέντας 2010 (το πακέτο μεταρρυθμίσεων εργατικής νομοθεσίας και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων που θεσπίστηκε από την κυβέρνηση του Γκέρχαρντ Σρέντερο το 2003, που είχε ως στόχο να καταστεί πιο ανοιχτή και ευέλικτη η αγορά εργασίας). Πολλοί Ευρωπαίοι, όπως ο Μάριο Μόντι, έχουν ακολουθήσει αυτό το μοντέλο. Εκτός από τη λιτότητα, ο πρώην Ιταλός πρωθυπουργός προσπάθησε να πραγματοποιήσει περικοπές μέσω της νομοθεσίας περί προσλήψεων και απολύσεων στην Ιταλία. Ανώτατοι Γερμανοί αξιωματούχοι, υποστηρίζουν τώρα ότι δεν ανησυχούν για την Ιταλία, παρά την πολιτική κρίση, το υψηλό απόθεμα χρέους της και τη δεινή κατάσταση της οικονομίας της. Η Γαλλία είναι αυτή που προκαλεί τους περισσότερους πονοκεφάλους. Το Παρίσι είναι το τελευταίο ευρωπαϊκό οχυρό που στέκεται εμπόδιο στη σαρωτική νίκη του «τρόπου του Βερολίνου». Ο Φρανσουά Ολλάντ, ο πρόεδρος της Γαλλίας, οφείλει να κρατήσει τη γραμμή.
Το να αναπαράγεις αυτό που έκανε η Γερμανία πριν από 10 χρόνια, αλλά σε συμπιεσμένη χρονική περίοδο, δε μπορεί να λειτουργήσει σα μαγικό φίλτρο. Θα μπορούσε εν τέλει να λειτουργήσει σαν επικίνδυνο δηλητήριο. Οι Γερμανοί αξιωματούχοι παραδέχονται ότι μπορεί να περάσουν χρόνια προτού γίνουν αισθητές οι θετικές επιπτώσεις των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού μπορεί να αποκλειστεί εκτός αγοράς εργασίας για μεγάλο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, οι ευρωπαϊκές περιφερειακές οικονομίες δεν είναι αρκετά ισχυρές ώστε να μετριάσουν τις σκληρές βραχυπρόθεσμες συνέπειες της απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας.
Πράγματι, ενεργώντας με συγχρονισμένο τρόπο, οι χώρες της ευρωζώνης έχουν χειροτερεύσει τις οικονομικές τους προοπτικές. Με την ανεργία στην Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ιταλία να σκαρφαλώνει σε επίπεδα-ρεκόρ, αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα κοινωνικά εύφλεκτο περιβάλλον –και δεν είναι ακόμη σαφές αν υπάρχει ζήτηση από τους εργοδότες και τους εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα για την εν λόγω νέα ευελιξία. Συνεπώς, η Ατζέντα 2010 δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως μία λύση που ταιριάζει σε όλους. Ούτε πρέπει να θεωρηθεί ως το σημείο καμπής για τη γερμανική οικονομία. Η πρόσφατη ισχυρή ανάπτυξη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας ήταν το αποτέλεσμα μίας διαδικασίας που ξεκίνησε πολύ νωρίτερα.
Στη δεκαετία του 1990, η πτώση του Τείχους του Βερολίνου προσέφερε τη δυνατότητα άμεσης πρόσβασης σε εξειδικευμένο προσωπικό και πολύ φθηνό εργατικό δυναμικό από την Ανατολική Ευρώπη, σε μία περίοδο που οι υψηλοί μισθοί διάβρωναν την ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας. Παρά τις μεγάλες δημόσιες επενδύσεις στην πρώην Ανατολική Γερμανία, πολλές από τις εταιρείες προτίμησαν να επενδύσουν στην Ανατολική Ευρώπη. Ενσωματώνοντας επιθετικά τις χώρες του πρώην σοβιετικού μπλοκ στις αλυσίδες προμηθειών των εταιρειών, οι Γερμανοί εργαζόμενοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με αυξανόμενες πιέσεις. Η ανεργία αυξήθηκε, και η χώρα μετατράπηκε στον «ασθενή» της Ευρώπης.
Η εισαγωγή του ευρώ στο τέλος της δεκαετίας, εξάλειψε τις νομισματικές διακυμάνσεις μεταξύ των μελών της ευρωζώνης και βοήθησε την εξαγωγική οικονομία της Γερμανίας να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά της. Η πτώση των επιτοκίων σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης, τροφοδότησε επίσης τη ζήτηση για γερμανικά προϊόντα, αντισταθμίζοντας εν μέρει την αδύναμη εγχώρια κατανάλωση.
Ταυτόχρονα, εργοδότες και εργαζόμενοι άρχισαν να αναζητούν τρόπους εξόδου από την κρίση των θέσεων εργασίας, και βρήκαν μία μέση λύση. Για να παρακάμψουν τους περιορισμούς τις εξωτερικές δυσκαμψίες της αγοράς εργασίας, συμφώνησαν σε περισσότερη εσωτερική ευελιξία στο εσωτερικό των επιχειρήσεων. Σε μία στιγμή που τα συνδικάτα ήταν αποδυναμωμένα, οι εργαζόμενοι δέχθηκαν τις μειώσεις των μισθών τους ως το αναγκαίο τίμημα που έπρεπε να πληρώσουν προκειμένου να κρατήσουν τις δουλειές τους. Οι μεταρρυθμίσεις του κυρίου Σρέντερ βοήθησαν σε αυτή την διαδικασία. Ο περιορισμός των επιδομάτων ανεργίας ώθησε πολλούς στην αναζήτηση εργασίας.
Ωστόσο, η ακούσια συνέπεια όλου αυτού ήταν ότι, σήμερα, ο τομέας των χαμηλόμισθων αντιπροσωπεύει το εξαιρετικά υψηλό ποσοστό του 20 τοις εκατό όλων των θέσεων εργασίας. Η νίκη της Γερμανίας στη μάχη ενάντια στην ανεργία, επιτεύχθηκε με αντίτιμο τη δημιουργία μίας αγοράς εργασίας δύο επιπέδων –η χώρα διαθέτει έναν ευέλικτο χαμηλόμισθο τομέα, και έναν άλλο εξειδικευμένο, καλοπληρωμένο τομέα που συνεχίζει να είναι εξαιρετικά άκαμπτος μέχρι σήμερα. Παρά το γεγονός ότι οι Γερμανοί προωθούν σήμερα τις μεταρρυθμίσεις τους ως μοντέλο που θα πρέπει να ακολουθηθεί και στο εξωτερικό, τα πολιτικά κόμματα στην ίδια τους την χώρα, ακόμη συζητούν σχετικά με τα οφέλη των μεταρρυθμίσεων αυτών.
Οι Σοσιαλδημοκράτες του κ. Σρέντερ είναι πεπεισμένοι ότι η μείωση των επιδομάτων πρόνοιας οδήγησε σε αύξηση της ανισότητας, και υποστηρίζουν ότι θα πρέπει εν μέρει να αναστραφούν. Ακόμη και ορισμένοι Χριστιανοδημοκράτες παραδέχονται πλέον ότι ένας ελάχιστος μισθός μπορεί να είναι απαραίτητος. Ένα από τα κύρια διδάγματα των μεταρρυθμίσεων του Σρέντερ είναι ότι ο συγχρονισμός είναι το παν. Το να σπρώχνεις με τρόπο σκληρό και, ταυτόχρονα, με μεγάλη ταχύτητα τους Ευρωπαίους, δεν θα τους κάνει πιο δυνατούς. Το πιθανότερο είναι να τους οδηγήσει στο γκρεμό.
σοφοκλέους 10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου