Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012

Η Αντι-παιδευτική αξία της «διανόησης» κι Εμείς

για όλα..
Η Αντι-παιδευτική αξία της «διανόησης» κι Εμείς


Γράφει ο Αλέξανδρος Πιστοφίδης

Αν, όπως λένε, «η τέχνη είναι η ανάγκη να συμφιλιωθούμε με τις αντιφάσεις της ζωής ώστε να μην τρελαθούμε και πως δίχως την τέχνη δεν θα διέφερε σε τίποτα ο θάνατος ενός παιδιού από την πείνα, απ’ το θάνατο ενός ζώου», τότε, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος ήταν σίγουρα ένας από τους τελευταίους διανοουμένους Ελληνες που έκαναν αληθινή τέχνη. 

φταίνε οι άλλοι..
Ασκούσε πάντοτε καλοπροαίρετη και όχι χυδαία κριτική προς την αριστερά, ποτέ όμως προς το λαό, αν και μετά την παιδική εμπειρία, πιασμένος απ’ το χέρι της Μάνας του να πάει στο νεκροτομείο για την αναγνώριση του πτώματος του πατέρα του που εκτελέστηκε κατά τον εμφύλιο, του έδινε το δικαίωμα να μισήσει εκείνους που ήταν απ’ την αντίπερα όχθη, δεν το έκανε ποτέ. 

ο λαός !!
Πιστός στην αρχή: αυτοί που ξέρουν δεν μιλούν, μιλούν εκείνοι που δεν ξέρουν - οι αγαπητοί των Μέσων «ενημέρωσης», μιλούσε μέσα απ’ την τέχνη του και στα Μέσα, μόνο, αν είχε να πει κάτι ουσιώδες.
Συγκρίνοντάς τον με τους περισσότερους σύγχρονους Ελληνες «διανοούμενους της τέχνης και της σκέψης», αρχίζω να συμφωνώ με τον Αϊζενχάουερ, που είχε πει:«Διανοούμενος είναι κάποιος που χρησιμοποιεί περισσότερες λέξεις απ’ όσες χρειάζονται για να πει περισσότερα απ’ όσα ξέρει».

Όταν ο μέγας Πλάτων, πριν 24 αιώνες, έγραφε πως, « η ποίηση και η καλλιτεχνία δεν μπορούν να έχουν θέση στην ιδανική Πολιτεία, διότι αποτελούν καταστροφικές
και αναρχικές δυνάμεις», εννοούσε προφανώς την αληθινή τέχνη που απ’ τη φύση της είναι αντικαθεστωτική και αντιεξουσιαστική. Δεν εννοούσε σίγουρα τη συμβιβασμένη τέχνη και τη διανόηση του βολεμένου κομφορμισμού, που αντί να ασκεί κριτική στην εκάστοτε εξουσία, βγάζει τα απωθημένα της χαμένης νιότης της προς το λαό των «τεμπέληδων-γλετζέδων»(όταν εμείς διαβάζαμε εκείνοι οι χαραμοφάηδες διασκέδαζαν) και εκδικείται τα παιδικά της όνειρα για μια πιο ανθρώπινη και δίκαιη κοινωνία. Η δυστυχία της για τα χαμένα χρόνια της νιότης μεταμορφώνεται σε προβαλλόμενο μίσος προς τα έξω, το οποίο δεν το διοχετεύει στους ισχυρούς, αλλά σε ότι της θυμίζει την αντίθετη πλευρά της ανθρώπινης τάσης για ναρκισσιστική παντοδυναμία. Η αλαζονεία τους, να πιστεύουν, ότι μόνο εκείνοι οι ίδιοι, (λες και είναι από άλλο σόϊ ή λες και γεννήθηκαν μέσα σε ένα πολιτισμικό κενό), έχουν το δίκιο με το μέρος τους, γιατί έχουν ένα μαγικό μάτι να βλέπουν τη μια και μοναδική αλήθεια, τη δική τους αλήθεια, τους κάνει επικίνδυνους.
Διεθνείς, πολύγλωσσοι, μοδάτοι και ξενομανείς, χρησιμοποιούν την κοινωνική τους θέση και τους τίτλους τους, όχι για να αναπτερώσουν το ηθικό μας, ως όφειλαν, αλλά για να κατακεραυνώσουν και για να συνετίσουν τον «αμαθή λαό των άξεστων επαρχιωτών, με τον οποίο αδίκως τους ταυτίζουν οι ξένοι φίλοι τους».
Η κοινωνιοδικία, λαμβάνει εδώ τη μορφή ενός ρατσισμού της ευφυϊας. Οι σημερινοί φτωχοί-νεόδουλοι του λαού δεν είναι δούλοι από τύχη, όπως στην αρχαιότητα, ούτε είναι φτωχοί όπως τον 19ο αιώνα, επειδή δεν αποταμίευαν, δεν ήταν εγκρατείς ή ήταν σπάταλοι, αλλά επειδή είναι πονηροί αναχρονιστές, μάγκες και καπάτσοι, που εξαγοράζουν και εξαγοράζονται αναζητώντας το όχημα για τη δική τους κοινωνική και οικονομική ανέλιξη μέσα από τα ρουσφέτια (λες κι εκείνοι ότι πέτυχαν το πέτυχαν μόνο με την αξία τους). Με λίγα λόγια, θεωρούν, ότι αυτοί οι ηλίθιοι, οι διανοητικά ανίκανοι και βλάκες, που κάνουν τους μάγκες ,δεν εισπράττουν παρά μόνο αυτό που τους αξίζει ως προς τη μόρφωσή τους και γι αυτό είναι οι κύριοι υπεύθυνοι της αθλιότητάς τους. Στο ερώτημα πολλών, «που είναι η διανόηση, γιατί σιωπά»; Θα απαντούσα, «μακάρι να σιωπούσε εντελώς». Θα ήταν καλύτερα για όλους μας, διότι, όχι απλώς δεν έχει να μας προσφέρει πλέον τίποτα, αλλά αποτελεί και τροχοπέδη στο δρόμο για την κοινωνική μας χειραφέτηση και ελευθερία.


Το ζητούμενο λοιπόν δεν είναι να αναστενάζουμε για κάτι που δεν υπάρχει πια, αλλά να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε στηριζόμενοι αποκλειστικά και μόνο στις δικές μας δυνάμεις, αντλώντας δύναμη απ’ το φόβο για το μέλλον των παιδιών μας και όχι για τη ζωή μας. Διότι, όπως έλεγαν οι μέγιστοι των φιλοσόφων μας, Πλάτων και Αριστοτέλης: «όποιος αγαπά τη ζωή του περισσότερο απ’ την ελευθερία του, του αξίζει να είναι δούλος».

Δεν υπάρχουν σχόλια: