Του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου
Στο πρώτο μέρος αυτού του δεκαλόγου εστιάσαμε στη φύση της κρίσης, προσδίδοντάς της πολιτικοοικονομική διάσταση. Ταυτόχρονα σχολιάσαμε τα πολιτισμικά στοιχεία που διαμορφώνουν τις τάσεις τόσο στην πολιτική, όσο και στην οικονομία κατά την μετάβαση από την εποχή της νεωτερικότητας σε αυτήν της μετανεωτερικότητας. Υποστηρίξαμε ότι η παρούσα κρίση δεν είναι μια ακόμη κρίση του βιομηχανικού μοντέλου ανάπτυξης του καπιταλισμού, αλλά δομικό φαινόμενο που χαρακτηρίζει την τάση αλλαγής των σχέσεων ηγεμονίας, συνολικά στον κόσμο, ακριβώς στο ρείθρο που χωρίζει την μοντέρνα εποχή από τον μεταβιομηχανικό καπιταλισμό.
Στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης ο θετικισμός δεν αποτελεί κατάλληλη επιστημολογική μεθοδολογία προσέγγισης της κρίσης, άσχετως αν αυτός διακονείται από τις κλασσικές συντηρητικές ή φιλελεύθερες σχολές σκέψεις ή από τους μαρξιστές.
Η επιτυχία μας στην προσέγγιση των πραγματικών σχέσεων που προκάλεσαν την κρίση, από την αρχή της εκδήλωσής της μέχρι σήμερα, οφείλεται στην απασχόληση της κριτικής κονστρουκτιβιστικής ανάλυσης σε συνδυασμό με την γενικότερη μεταμαρξιστική θεώρηση του καπιταλισμού και της πατριαρχίας. Δεκάδες διανοητές συνεισέφεραν σε αυτή την προσέγγιση αποδόμησης του κυρίαρχου οικονομικού ορθολογισμού (οικονομισμού), ο οποίος αποτελεί ο ίδιος το βασικό στοιχείο της κρίσης. Η κρίση φανερώνει κυρίως την κρίση τόσο της οντολογίας, όσο και της επιστημολογίας επί της βάσης των οποίων αναλύεται ο σύγχρονος καπιταλισμός με όρους λειτουργισμού ή με την μεταφορά του δαρβινικού μοντέλου από την φυσική στην οικονομία.
Η δική μας οικονομική προσέγγιση (εθνική οικονομία και διεθνείς οικονομικές σχέσεις) επηρεάστηκε - πέραν από την λεγόμενη νεομαρξιστική προσέγγιση φιλοσόφων και εξαίρετων οικονομολόγων - και από την αναλυτική ματιά σπουδαίων στοχαστών άλλων πεδίων (ή φαινομενικά διαφορετικών πεδίων γνώσης), όπως, μεταξύ άλλων, των: Wittgenstein, Foucault, Derrida, Lacan, Barret. M, Bourdieu, Chouliaraki, Fairclough, Benhabit, Καστοριάδη, Φωτόπουλου, Potter, Mouffe, Passet. R, ή ακόμη από τον υπέροχο ιστορικό David Stevenson. Αναφέρω όλους αυτούς καθώς μπορεί μεν οι περισσότεροι να μην έχουν σχέση με την οικονομική επιστήμη και να μην «πωλούνται» στο ευρύ κοινό, βοηθήσαν όμως καθοριστικά τον γράφοντα, τόσο στην διαμόρφωση μιας νέας στρατηγικής στη κριτική ανάλυση της διεθνούς πολιτικής, όσο και στην κριτική αποδόμηση της κλασσικής ή/και νεοφιλελεύθερης οικονομικής θεώρησης, στη διαδικασία θεώρησης της κρίσης, η οποία έτσι προσεγγίστηκε σύνθετα: πολιτικά, οικονομικά, κοινωνιολογικά, ψυχολογικά και κυρίως πολιτισμικά - δίχως ποτέ να το δηλώσω.
Μετά από αυτές τις απαραίτητες κατά την γνώμη μου διασαφηνίσεις μπορούμε να περάσουμε στο δεύτερο μέρος του «δεκαλόγου» μου, που ουσιαστικά σχολιάζει την κρίση ως μετάβαση από το «Ανάπτυξη ή Θάνατος» στο « Δημοσιονομική Πειθαρχία ή Θάνατος».
5) Ενώ από τη μια πλευρά τονίσαμε τον αντικειμενικά ταξικό χαρακτήρα της κρίσης, και το ρόλο του νεοφιλελευθερισμού ως πολιτισμικού συστήματος στην υπηρεσία της σύγχρονης αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων, από την άλλη υποστηρίξαμε ότι στο πολιτικό μικροεπίπεδο έχουν δίκιο όσοι παρατηρούν να υποκειμενοποιείται η κρίση αταξικά, μέσω «φαντασιακών δομών» που ουδετεροποιούν το άτομο στη κοινωνία και τελικά το νεκρώνουν πολιτικά. Η κρίση δείχνει την ικανότητα του μεταμοντέρνου καπιταλισμού να συστήνει ηγεμονικά μοντέλα ουδέτερα, με ένα ακόμη πιο αντικειμενικοφανή τρόπο σε σχέση με την βιομηχανική εποχή, μέσω ασφαλώς του οικονομισμού, όπου η λειτουργική ανάγκη της οικονομίας της αγοράς μεταβάλλεται σε δομική ανάγκη (όρος ύπαρξης) του ατόμου (υποκειμένου), μέσα στη κοινωνία. Το υποκείμενο διαχωρίζεται έτσι τεχνητά από την κοινωνία και διασκεδάζεται ο ταξικός χαρακτήρας της πολιτικής και της οικονομίας, με μηχανισμό αυτό που αποκαλεί ο Καστοριάδης «μάγμα κοινωνικών φαντασιακών σημασιών». Τούτο (το υποκείμενο) δομείται στην αγορά πλέον σχεδόν 100% και με κανόνα τις πελατειακές σχέσεις που τείνουν να επανασυστήσουν την κοινωνία στη βάση των σχέσεων κατανάλωσης και όχι των σχέσεων παραγωγής. Και τούτο διότι η κοινωνική αξία χάνει την πολιτική της σημασία και επαναθεμελιώνεται σε οικονομική βάση, ήτοι στο χώρο όπου διαμορφώνεται η οικονομική αξία: στη κατανάλωση.
Με μια κουβέντα ο σημερινός νεοφιλελευθερισμός συσκοτίζει τις ταξικές σχέσεις, καθώς εστιάζει στην περιοχή διαμόρφωσης των αξιών και όχι σε εκείνη της παραγωγής τους. Με την έννοια αυτή ο κόσμος δεν απασχολείται με την παραγωγή του πλούτου και την διανομή του, αλλά με την διακύμανση της αξίας που τον χαρακτηρίζει, που όμως είναι το αποτέλεσμα του τρόπου παραγωγής και διανομής του πλούτου. Ο νεοφιλελευθερισμός είναι το σύστημα ερμηνείας των αποτελεσμάτων, της διαχείρισης της οικονομικής συμπεριφοράς που προκύπτουν/προκύπτει από την τάση ολοκλήρωσης του αυτοματισμού των αγορών. Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο που σηματοδοτεί την επόμενη φάση του καπιταλισμού, οι κοινωνίες μετατρέπονται σε απέραντα και πολυδιάστατα χρηματιστήρια. Την ευθύνη για την κατάρρευση ενός κοινωνικού μοντέλου θα έχει πάντα ο «μέτοχος» δίχως αποφασιστική ψήφο: ο κάθε πολίτης ο οποίος θα συκοφαντείται ότι ανήκει σε ένα κοινωνικό σύνολο που παράγει λιγότερα από όσα καταναλώνει. Βεβαίως αυτοί που λένε τούτες τις (αταξικές) ανοησίες, μοιάζει να μην κατανοούν τα οικονομικά μοντέλα που υπερασπίζονται.
Για σκέψου να καταναλώναμε αποκλειστικά όσα παράγουμε, τοπικά ασφαλώς! Τότε ολόκληρος ο καπιταλισμός θα κατάρρεε και η παγκοσμιοποιημένη αγορά θα διαλυόταν σε μια στιγμή. Τότε θα περνούσαμε σε σοσιαλιστικές μορφές διακυβέρνησης. Από τη στιγμή που η αξία διαμορφώνεται στη σφαίρα της κατανάλωσης, δεν καταλαβαίνουν οι διάφοροι νεοφιλελεύθεροι το μέγεθος της ανοησίας του «οικονομικού ορθολογισμού» τους; Αν η οικονομία επιθυμούσε να γίνει πραγματικά ορθολογική θα είχε αντικατασταθεί από την βιοοικονομία και οι νεοφιλελεύθεροι θα καταλαβαίνατε ότι κερδοσκοπείτε ή βγάζετε απλώς λεφτά, επειδή ακριβώς (και στο βαθμό που) οι τοπικές κοινωνίες καταναλώνουν περισσότερα από όσα παράγουν και έτσι ανεβαίνουν οι αξίες μέχρι κάποιο σημείο κατάρρευσης. Με τη διαφορά ότι με το πέρασμα στον μεταβιομηχανικό καπιταλισμό, επιχειρείται η κατάρρευση να αντιμετωπισθεί με εσωτερική υποτίμηση ξεχωριστά σε κάθε χώρα («εθνική» κοινωνία), που εντάσσεται σε μια επιμέρους δομή ηγεμονίας (Ευρωζώνη για παράδειγμα) ώστε να μην θιγεί το παγκοσμιοποιημένο σύστημα διαμόρφωσης των αξιών, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα τοπικά χρηματιστήρια.
Έτσι καταλήξαμε από το «Ανάπτυξη ή Θάνατος» - που δείχνει την αδυναμία του οικονομισμού να προσεγγίσει οργανωτικές αρχές και δημοκρατικές πολιτικές που να συμβιβάζουν την αποτελεσματική διαχείριση με τους μηχανισμούς μέσω των οποίων η βιόσφαιρα ( ο άνθρωπος αν δεν κάνω λάθος συνεχίζει να αποτελεί βιολογικό ον, επίσης!) εξασφαλίζει την αναπαραγωγή της - στο « Δημοσιονομική Πειθαρχία ή Θάνατος», βάλλοντας ουσιαστικά εναντίον της αυτονομίας, του εθνικού κράτους, της πολιτικής και κυρίως της πιθανότητας επανασύνδεσης της κοινωνίας με την οικονομία σε μια ασφαλώς δημοκρατική και οικολογική βάση. Αυτό υποδηλώνει την μετάβαση από την ανάπτυξη οικονομικών μηχανισμών παγκόσμιας πειθαρχίας και τιμωρίας σε οικονομικούς μηχανισμούς κρατικής αυστηρής αυτοπειθαρχίας, που ως τιμωρία θα επισύρουν την εξόντωση των ασθενέστερων εκ των υποκειμένων και την εθελούσια συνολική υποδούλωση κοινωνιών που εμφανίζονται να παρουσιάζουν δυσκολίες προσαρμογής στο μοντέλο ηγεμονίας που προσχώρησαν. Όσες κοινωνίες εμφανίζουν «αποκλίνουσα συμπεριφορά» θα αποκλείονται και θα υποβάλλονται στο σοκ της εσωτερικής υποτίμησης που συνεπάγεται φτωχοποίηση και διασυρμό, μέχρι να διαγνωστεί η ικανότητα τους να συμβάλουν στην αξιόπιστη υπεράσπιση των αξιών της μεταμοντέρνας παγκοσμιοποίησης.
6) Δίχως αμφιβολία δικαιώθηκα απολύτως από τις εξελίξεις, τοποθετώντας την ελληνική κρίση στο διεθνές ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο κριτικής πολιτικής ανάλυσης της μετάβασης του καπιταλισμού σε μια νέα μορφή ηγεμονίας, που χαρακτηρίζει την μετανεωτερικότητα. Εδώ όμως απαιτείται μεγάλη προσοχή καθώς εύκολα η προπαγάνδα μπορεί να αλλοιώσει και να συσκοτίσει απολύτως τα τοπικά χαρακτηριστικά της διακυβέρνησης, που οδηγούν στη συγκεκριμένη έκφραση της κρίσης και συνδέονται διαλεκτικά με τα δραματικά αποτελέσματά της στη κοινωνία.
Στην Ελλάδα η κρίση θα είχε διαφορετική μορφή και διαφορετικά θα την διαχειριζόταν το πολιτικό σύστημα, εάν είτε δεν είχε σχέση με τις δομικές στρεβλώσεις του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, είτε δεν είχε τα διεθνή χαρακτηριστικά μιας κρίσης ηγεμονίας. Στη περίπτωσή μας ενυπάρχουν και τα δύο με το ένα να υποδαυλίζει το άλλο. Στην πατρίδα μας η πιστωτική κρίση δεν είναι το αποτέλεσμα της δημοσιονομικής κατάρρευσης, αλλά το αποτέλεσμα της παραγωγικής διάλυσης. Αυτή τη στιγμή το νεοφιλελεύθερο δόγμα επιχειρεί να διαστρέψει την πραγματικότητα, διότι αλλιώς η ευθύνη θα περνούσε εκεί όπου ανήκει: στην πολιτικοεπιχειρηματική τάξη, στον δικομματισμό και στην διαπλοκή, ενώ οι λενινιστές του μαρξισμού στερούνται θεωρητικών εργαλείων για να διεισδύσουν βαθύτερα στην τραγική υποβάθμιση του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα στην Ελλάδα, που πήρε έκταση με την ένταξή μας στην ΕΟΚ και δραματικές διαστάσεις με την ένταξή μας στην Ευρωζώνη. Την παραγωγή στην Ελλάδα δεν την κατέστρεψε ο καπιταλισμός, αλλά οι εγκληματικές επιλογές του μεταπρατικού, διαπλεκόμενου καθεστώτος, τόσο στο επίπεδο της εσωτερικής πολιτικής, όσο και σε εκείνο της «χύμα» ένταξής μας στα νέα ηγεμονικά σχήματα που μορφοποιήθηκαν στην ήπειρό μας μετά την διάλυση του «ανατολικού μπλοκ». Καί στην περίπτωση αυτή το ένα ενίσχυσε το άλλο.
7) Η Ελλάδα θα μπορούσε να αποφύγει την πτώχευση μόνον στο βαθμό που χειριζόταν έξυπνα και διπλωματικά την διεθνή κρίση – όπως, δηλαδή, πρότεινα τα τελευταία χρόνια μεταφέροντας το πρόβλημα από την οικονομική σφαίρα στην πολιτική. Αυτό ασφαλώς προϋπέθετε ένα εντελώς διαφορετικό πολιτικό σύστημα και μια άλλη σχέση μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας. Η ύπαρξη του Γιώργου Παπανδρέου στον πρωθυπουργικό θώκο, που δεν είναι άσχετη με την γενική πολιτική και πολιτειακή οργάνωση της χώρας, προφανώς πυροδότησε το εκρηκτικό χαρμάνι του οικονομικού μοντέλου ανάπτυξης. Το ενδεχόμενο «πιστωτικού επεισοδίου» θα έπρεπε να δομηθεί ως απειλή, όχι προς την κοινωνία, αλλά ευθύς εξαρχής προς την κεντρική ευρωπαϊκή σκηνή, από την οποία αντί για «ατομικός μηχανισμός σωτηρίας» έπρεπε να απαιτηθεί μία ολοκληρωμένη οικονομική στρατηγική που θα περιλάμβανε σε πρώτο στάδιο ολόκληρη την ευρωζώνη και σε δεύτερο την ΕΕ. Σε άλλη περίπτωση και εφόσον η χώρα πιεζόταν ένα σημαντικό χρονικό διάστημα αβάσταχτα από την χρηματαγορά, έπρεπε να προχωρήσει μονομερώς ασφαλώς, σε έλεγχο και κατόπιν σε ριζική αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, με στρατηγική που θα ωφελούσε τους ντόπιους δανειστές της χώρας και με την απαίτηση τότε η διακυβέρνηση της ΕΕ να επεξεργαστεί έναν μεταβατικό μηχανισμό που θα επέτρεπε και την χρηματοδότηση της χώρας και την παραγωγική της αναδιοργάνωση έτσι ώστε να μην πληγεί ανεπανόρθωτα ο νομισματικός μηχανισμός στην ευρωζώνη. Αυτές σε πολύ αδρές γραμμές ήταν αυτονόητες, με την κλασσική οικονομική επιστήμη, στρατηγικές που θα υπηρετούσαν τον «ορθολογισμό» και όχι τον καιροσκοπισμό. Δυστυχώς στην Ελλάδα επικράτησε μία απολύτως ανορθόδοξη και αλήτικη στην κυριολεξία λογική, η οποία το μόνο που επεδίωξε να συντηρήσει είναι το καθεστώς των διαπλεκομένων.
8) Ακόμα όμως κι αν η χώρα, ακολουθώντας μία ορθόδοξη συντηρητική πολιτική κατέληγε σε χρεοκοπία την περίοδο εμπλοκής του ΔΝΤ, το βέβαιο είναι ότι θα βρισκόταν σε πολύ καλύτερη θέση οικονομικά, διοικητικά, ηθικά και κυρίως στο επίπεδο της διεθνούς πολιτικής απ’ ότι είναι σήμερα. Η πολιτικοεπιχειρηματική τάξη της Ελλάδας έδειξε έντονα στοιχεία αποβλάκωσης. Άλλοι φάνηκε να μην αντιλαμβάνονται την φύση της διεθνούς κρίσης που από τα τέλη του 2007 πρόδιδε τα χαρακτηριστικά της, ενώ άλλοι με πρωταγωνιστή τον κ. Παπανδρέου, έμοιαζαν να έχουν υιοθετήσει τον ρόλο του ντίλερ των συμφερόντων του χρηματοπιστωτικού λόμπυ. Απίθανες συμπεριφορές που δεν ταιριάζουν με την έννοια καμιάς απολύτως αστικής τάξης μοντέρνων κρατών. Η ελίτ της πατρίδας μας έδειξε για μια ακόμη φορά ότι λειτουργεί στο πλαίσιο του σύγχρονου καπιταλισμού, διακατεχόμενη βαθύτερα από προκαπιταλιστικές αντιλήψεις και παρασιτικό έως μαφιόζικο πολιτισμό. Τούτο ασφαλώς ερμηνεύεται ιστορικο-κοινωνικά, αλλά δεν παύει να αποτελεί μία καταθλιπτική διαπίστωση. Το καθεστώς στην Ελλάδα μέσω της κρίσης που διερχόμαστε, όχι απλώς φάνηκε ανίκανο να αναπτύξει την οποιαδήποτε προοδευτική στρατηγική, αλλά δεν μπόρεσε να υιοθετήσει ούτε στοιχειώδεις συντηρητικές πολιτικές που θα είχαν όμως κάποια συνεκτικότητα και θα προσέδιδαν ισχύ στην πολιτική διαπραγμάτευση με τους εταίρους μας και το παγκοσμιοποιημένο κέντρο που διαχειρίζεται τον «πλούτο των λαών», το δημόσιο χρέος. Με αυτή την έννοια το καθεστώς στην Ελλάδα δεν πρέπει να λογίζεται ως συντηρητικό καθεστώς με την πολιτικο-οικονομική σημασία του όρου, αλλά ως προκαπιταλιστική δομή εξυπηρέτησης ενός πλέγματος συμφερόντων που συνυφαίνονται στον ιστό του πελατειακού κράτους, το οποίο ελέγχεται από την διαπλοκή. Αυτή η αντίφαση αποκαλύπτει και ερμηνεύει σε μεγάλο βαθμό την ευκολία με την οποία υιοθετούνται από το ελληνικό πολιτικό σύστημα μεταμοντέρνες ιδέες περί οικονομικής ολοκλήρωσης στην ΕΕ και παγκόσμιας διακυβέρνησης.
9) Αυτή την στιγμή δεν υπάρχει καμία απολύτως συντηρητική στρατηγική η οποία να διασφαλίζει στοιχειωδώς το εθνικό συμφέρον. Αυτή είναι η αλήθεια. Συντηρητικές στρατηγικές ακολουθεί κανείς για να αντιμετωπίσει κρίσεις της σημερινής μορφής – transition και transformation - όταν υπάρχει το λεγόμενο «λίπος» στην οικονομία, διαθέτει υψηλού επιπέδου διοίκηση, δυναμικό τραπεζικό σύστημα και εξαγωγική βιομηχανία. Εάν αυτά λείπουν τότε είτε εκλιπαρείς ως πολιτικό καθεστώς, να αναλάβει τον πολιτικό έλεγχο και την διακυβέρνηση μια υπερεθνική δομή για να σώσει την τοπική ελίτ, είτε, συνειδητοποιώντας τί έχεις διαπράξει, διαμορφώνεις τις συνθήκες ώστε να αναλάβουν την κυβέρνηση της χώρας προοδευτικές δυνάμεις που θα δοκίμαζαν έξω από το πλαίσιο εντός του οποίου ναυάγησε το καθεστώς μαζί με την χώρα, να αναδιοργανώσουν την πολιτική, την οικονομία και την διοίκηση, επανασυνδέοντας την κοινωνία με την πολιτική και οικονομική σφαίρα μέσω σοσιαλιστικών ασφαλώς «φαντασιακών σημασιών». Το δεύτερο αποκαλείται πατριωτισμός. Το πρώτο πείτε το όπως θέλετε. Δυστυχώς στο λεξιλόγιο της ανάλυσής μου της τελευταίας τετραετίας δεν χωρά η λέξη «προδοσία», καθώς όσες φορές δοκίμασα να την εντάξω, σχολιάζοντας την συμπεριφορά μιας τυχοδιωκτικής τάξης μεταπρατών και πολιτικάντηδων, έμοιαζε να … περισσεύει.
10) Η κρίση σκιαγραφεί με έντονα χρώματα ένα σύνθετο πρόβλημα στην χώρα που δεν έχει να κάνει απλώς με την μορφή ανάπτυξης και τον εκδημοκρατισμό. Αφορά στην γενική και πολιτική κουλτούρα που συνδέει το παραγωγικό μοντέλο με το κοινωνικό, μέσω ασφαλώς του εκπαιδευτικού συστήματος. Ισχυρίζομαι με άλλα λόγια, ότι το κρίσιμο στην αντίληψη του φαινομένου της κρίσης είναι όχι το ποιος ελέγχει τα μέσα παραγωγής, αλλά πώς τα ελέγχει και σε ποιο επίπεδο τεχνολογικής ανάπτυξης βρίσκονται αυτά, καθώς και η σχέση πρωτογενούς, δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα. Επίσης κρίσιμο είναι να αντιληφθούμε ότι η σύγχρονη ευρωπαϊκή περιπέτεια της χώρας σε συνδυασμό με τις δύο προηγούμενες μορφές εντόπιας κουλτούρας που ανέφερα, συνέστησαν μία μορφή παρασιτικής διακυβέρνησης που κατέστρεψε τον ευρύτερο παραγωγικό ιστό της χώρας, δίχως στη θέση του να δημιουργήσει έναν καινοτόμο πρωτογενή τομέα και έναν ανθηρό δευτερογενή, εσωτερικεύοντας υψηλή τεχνογνωσία, με σοβαρές δυνατότητες ανταγωνισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο υδροκεφαλισμός στην δημόσια διοίκηση και η υπερδιόγκωση του τριτογενούς τομέα σε ένα κράτος πατρωνίας και υποβαθμισμένης παραγωγής, από την μια εμφανίζεται να είναι αιτία της παραγωγικής παθογένειας της χώρας και από την άλλη το αποτέλεσμα αυτής ακριβώς της παραγωγικής αποδιοργάνωσης που κλιμακώθηκε από την δεκαετία του ’80.
Η ένταξή μας στην ευρωζώνη έδωσε την χαριστική βολή στην παραγωγική ανάπτυξη και τροφοδότησε την αντίστοιχη καταναλωτική, υπερτονίζοντας και νομιμοποιώντας εκείνα ακριβώς τα χαρακτηριστικά της ανάπτυξης που επέφεραν δημοσιονομική κρίση και οδηγούσαν μετά βεβαιότητας στο πιστωτικό αδιέξοδο. Το ζήτημα της υπερεκμετάλλευσης της εργασίας, το οποίο ορθώς θέτει η αριστερά (αλλοίμονο αν δεν το έθετε!), αποκτά άλλη διάσταση στην χώρα μας σε σχέση με την αναπτυγμένη Δύση. Για να διαμορφωθούν συνθήκες ανταγωνισμού σε μια παραγωγικά υπανάπτυκτη περιοχή της προηγμένης Ευρώπης, με ένα ισχυρό διεθνές νόμισμα, θα πρέπει να εξευτελιστούν οι μισθωτοί, να δημιουργηθεί μια τεράστια δεξαμενή εφεδρικού στρατού εργασίας (ανέργων κάθε μορφής), αλλά και πάλι αυτό δεν αρκεί. Εκτός κι αν ο ορθόδοξα αναπτυγμένος κόσμος σταματούσε τον χρόνο και μηδένιζε τον χώρο της δικής του ανάπτυξης. Η εσωτερική υποτίμηση, προκαλώντας φτώχια και δυστυχία σε ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας, όχι μόνον δεν αποτελεί κοινωνικο-οικονομική λύση στο σημείο που πλέον βρισκόμαστε, αλλά κάνει ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη για εξωτερική υποτίμηση προτού η κοινωνία πνιγεί στο τέλμα και την ύφεση και διαμορφωθούν συνθήκες γενικευμένης εξέγερσης του πληθυσμού.
Με όλες τις παραπάνω παρατηρήσεις που επιχείρησα, μάλλον υπερβολικά αφαιρετικά, να συνοψίσω από την τετραετή παρέμβασή μου στο ζήτημα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα προσεγγίζοντας με ειλικρίνεια και σοβαρότητα την διεθνή κρίση μετάβασης από έναν μοντέρνο κόσμο σε μια άγνωστη ακόμη μορφή νέας ηγεμονίας που θα ορίζει την μεταμοντέρνα περίοδο της ανθρωπότητας, οφείλει να επανεξετάσει συνολικά το εθνικό της συμφέρον σε συνδυασμό ασφαλώς με την εθνική της ταυτότητα. Η χώρα μας, αν δεν θέλει να καταστεί φτερό στον άνεμο και να παραδώσει την κοινωνία στο έλεος των αγορών, πρέπει να αναπτύξει μία προοδευτική στρατηγική που θα προσδώσει στον πολίτη αξιοπρέπεια, στην κοινωνία παραγωγική ταξική συνείδηση και στο κράτος διαπραγματευτική ισχύ στο πλαίσιο διαμόρφωσης των παγκόσμιων πολιτικών. Τούτα δεν μπορεί να τα προσφέρει το χρεοκοπημένο και εξευτελισμένο καθεστώς που κυριαρχεί. Αυτά είναι πράγματα τα οποία θα μπορούσε να δομήσει στο πλαίσιο ενός σύγχρονου πολιτικού λόγου και μιας ενωτικής στρατηγικής, η ευρύτερη αριστερά. Και προφανώς όλα τούτα δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν εντός του σημερινού πολιτικού περιβάλλοντος της ΕΕ. Έχω επανειλημμένως σημειώσει ότι στην ελληνική κοινωνία κόστισε πολύ η καιροσκοπική ένταξή μας στην ευρωζώνη (ακόμη και σε απόλυτες τιμές, αν εξετάσετε την διακύμανση δημόσιου και ιδιωτικού χρέους) και θα μας κοστίσει επίσης ακριβά η έξοδός μας. Μόνον που αυτό δεν αποτέλεσε επιλογή της ευρύτερης αριστεράς στην χώρα, αλλά αποκλειστικά των τυπικά συντηρητικών δυνάμεων και εκείνων που στο όνομα του προοδευτισμού, ανέλαβαν παραπλανητικά να εφαρμόσουν και να νομιμοποιήσουν αντιδραστικές, άμεσα ή μακροπρόθεσμα αντικοινωνικές πολιτικές.
Η έξοδος λοιπόν της χώρας από την ευρωζώνη δεν αποτελεί πολιτική πρακτική της αριστεράς και του γνήσια προοδευτικού κόσμου. Αποτελεί ανάγκη και μονόδρομο που χάραξε το καθεστώς διαπλοκής στην χώρα, υπερασπιζόμενο δήθεν το ευρώ, τη στιγμή κατά την οποία και το υπονόμευε και μετέφερε στα λαϊκά και μικρομεσαία στρώματα το βάρος που καλύπτει θεωρητικά την αξία του νομίσματος που μειώνεται ή τείνει να μειωθεί εντός του τοπικού οικονομικού κύκλου. Το ζήτημα για την προοδευτική κοινωνία και τους πατριώτες συντηρητικούς που κατάλαβαν τι συμβαίνει και πού μας οδηγεί το καθεστώς, είναι να αντιληφθούν ότι ο μόνος δρόμος για να υποστεί συνολικά η ελληνική κοινωνία την μικρότερη ζημία και η χώρα σιγά-σιγά να επανασυστήσει μία αξιόλογη εθνική ταυτότητα, είναι η διάλυση του διαπλεκόμενου καθεστώτος και η ανάληψη της διακυβέρνησης από αριστερές δυνάμεις, που θα συνθέσουν μία εναλλακτική ηγεμονία στον τόπο και θα χαράξουν μία νέα αυτόνομη τροχιά για την Ελλάδα στον κόσμο με μπούσουλα τον εκδημοκρατισμό των θεσμών, τον πλουραλισμό και τις βιο-οικονομικές αξίες. Το ζήτημα για τους οργανωμένους φορείς της αριστεράς είναι σε ποιο βαθμό θα μπορούσαν με σοβαρότητα και δίχως ιδιοτέλεια των ηγεσιών τους, να συμβάλλουν προς αυτή την κατεύθυνση. Όλοι κρινόμαστε αυστηρά μέσα στην κρίση, όχι όπως πολλοί βολεύονται να λένε, από την ιστορία, αλλά από τον κοινωνικό καθρέφτη μας. Μερικοί, οι πλέον ευαίσθητοι και μορφωμένοι, απολογούνται και στον καθρέφτη του σπιτιού τους!
Στο πρώτο μέρος αυτού του δεκαλόγου εστιάσαμε στη φύση της κρίσης, προσδίδοντάς της πολιτικοοικονομική διάσταση. Ταυτόχρονα σχολιάσαμε τα πολιτισμικά στοιχεία που διαμορφώνουν τις τάσεις τόσο στην πολιτική, όσο και στην οικονομία κατά την μετάβαση από την εποχή της νεωτερικότητας σε αυτήν της μετανεωτερικότητας. Υποστηρίξαμε ότι η παρούσα κρίση δεν είναι μια ακόμη κρίση του βιομηχανικού μοντέλου ανάπτυξης του καπιταλισμού, αλλά δομικό φαινόμενο που χαρακτηρίζει την τάση αλλαγής των σχέσεων ηγεμονίας, συνολικά στον κόσμο, ακριβώς στο ρείθρο που χωρίζει την μοντέρνα εποχή από τον μεταβιομηχανικό καπιταλισμό.
Στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης ο θετικισμός δεν αποτελεί κατάλληλη επιστημολογική μεθοδολογία προσέγγισης της κρίσης, άσχετως αν αυτός διακονείται από τις κλασσικές συντηρητικές ή φιλελεύθερες σχολές σκέψεις ή από τους μαρξιστές.
Η επιτυχία μας στην προσέγγιση των πραγματικών σχέσεων που προκάλεσαν την κρίση, από την αρχή της εκδήλωσής της μέχρι σήμερα, οφείλεται στην απασχόληση της κριτικής κονστρουκτιβιστικής ανάλυσης σε συνδυασμό με την γενικότερη μεταμαρξιστική θεώρηση του καπιταλισμού και της πατριαρχίας. Δεκάδες διανοητές συνεισέφεραν σε αυτή την προσέγγιση αποδόμησης του κυρίαρχου οικονομικού ορθολογισμού (οικονομισμού), ο οποίος αποτελεί ο ίδιος το βασικό στοιχείο της κρίσης. Η κρίση φανερώνει κυρίως την κρίση τόσο της οντολογίας, όσο και της επιστημολογίας επί της βάσης των οποίων αναλύεται ο σύγχρονος καπιταλισμός με όρους λειτουργισμού ή με την μεταφορά του δαρβινικού μοντέλου από την φυσική στην οικονομία.
Η δική μας οικονομική προσέγγιση (εθνική οικονομία και διεθνείς οικονομικές σχέσεις) επηρεάστηκε - πέραν από την λεγόμενη νεομαρξιστική προσέγγιση φιλοσόφων και εξαίρετων οικονομολόγων - και από την αναλυτική ματιά σπουδαίων στοχαστών άλλων πεδίων (ή φαινομενικά διαφορετικών πεδίων γνώσης), όπως, μεταξύ άλλων, των: Wittgenstein, Foucault, Derrida, Lacan, Barret. M, Bourdieu, Chouliaraki, Fairclough, Benhabit, Καστοριάδη, Φωτόπουλου, Potter, Mouffe, Passet. R, ή ακόμη από τον υπέροχο ιστορικό David Stevenson. Αναφέρω όλους αυτούς καθώς μπορεί μεν οι περισσότεροι να μην έχουν σχέση με την οικονομική επιστήμη και να μην «πωλούνται» στο ευρύ κοινό, βοηθήσαν όμως καθοριστικά τον γράφοντα, τόσο στην διαμόρφωση μιας νέας στρατηγικής στη κριτική ανάλυση της διεθνούς πολιτικής, όσο και στην κριτική αποδόμηση της κλασσικής ή/και νεοφιλελεύθερης οικονομικής θεώρησης, στη διαδικασία θεώρησης της κρίσης, η οποία έτσι προσεγγίστηκε σύνθετα: πολιτικά, οικονομικά, κοινωνιολογικά, ψυχολογικά και κυρίως πολιτισμικά - δίχως ποτέ να το δηλώσω.
Μετά από αυτές τις απαραίτητες κατά την γνώμη μου διασαφηνίσεις μπορούμε να περάσουμε στο δεύτερο μέρος του «δεκαλόγου» μου, που ουσιαστικά σχολιάζει την κρίση ως μετάβαση από το «Ανάπτυξη ή Θάνατος» στο « Δημοσιονομική Πειθαρχία ή Θάνατος».
5) Ενώ από τη μια πλευρά τονίσαμε τον αντικειμενικά ταξικό χαρακτήρα της κρίσης, και το ρόλο του νεοφιλελευθερισμού ως πολιτισμικού συστήματος στην υπηρεσία της σύγχρονης αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων, από την άλλη υποστηρίξαμε ότι στο πολιτικό μικροεπίπεδο έχουν δίκιο όσοι παρατηρούν να υποκειμενοποιείται η κρίση αταξικά, μέσω «φαντασιακών δομών» που ουδετεροποιούν το άτομο στη κοινωνία και τελικά το νεκρώνουν πολιτικά. Η κρίση δείχνει την ικανότητα του μεταμοντέρνου καπιταλισμού να συστήνει ηγεμονικά μοντέλα ουδέτερα, με ένα ακόμη πιο αντικειμενικοφανή τρόπο σε σχέση με την βιομηχανική εποχή, μέσω ασφαλώς του οικονομισμού, όπου η λειτουργική ανάγκη της οικονομίας της αγοράς μεταβάλλεται σε δομική ανάγκη (όρος ύπαρξης) του ατόμου (υποκειμένου), μέσα στη κοινωνία. Το υποκείμενο διαχωρίζεται έτσι τεχνητά από την κοινωνία και διασκεδάζεται ο ταξικός χαρακτήρας της πολιτικής και της οικονομίας, με μηχανισμό αυτό που αποκαλεί ο Καστοριάδης «μάγμα κοινωνικών φαντασιακών σημασιών». Τούτο (το υποκείμενο) δομείται στην αγορά πλέον σχεδόν 100% και με κανόνα τις πελατειακές σχέσεις που τείνουν να επανασυστήσουν την κοινωνία στη βάση των σχέσεων κατανάλωσης και όχι των σχέσεων παραγωγής. Και τούτο διότι η κοινωνική αξία χάνει την πολιτική της σημασία και επαναθεμελιώνεται σε οικονομική βάση, ήτοι στο χώρο όπου διαμορφώνεται η οικονομική αξία: στη κατανάλωση.
Με μια κουβέντα ο σημερινός νεοφιλελευθερισμός συσκοτίζει τις ταξικές σχέσεις, καθώς εστιάζει στην περιοχή διαμόρφωσης των αξιών και όχι σε εκείνη της παραγωγής τους. Με την έννοια αυτή ο κόσμος δεν απασχολείται με την παραγωγή του πλούτου και την διανομή του, αλλά με την διακύμανση της αξίας που τον χαρακτηρίζει, που όμως είναι το αποτέλεσμα του τρόπου παραγωγής και διανομής του πλούτου. Ο νεοφιλελευθερισμός είναι το σύστημα ερμηνείας των αποτελεσμάτων, της διαχείρισης της οικονομικής συμπεριφοράς που προκύπτουν/προκύπτει από την τάση ολοκλήρωσης του αυτοματισμού των αγορών. Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο που σηματοδοτεί την επόμενη φάση του καπιταλισμού, οι κοινωνίες μετατρέπονται σε απέραντα και πολυδιάστατα χρηματιστήρια. Την ευθύνη για την κατάρρευση ενός κοινωνικού μοντέλου θα έχει πάντα ο «μέτοχος» δίχως αποφασιστική ψήφο: ο κάθε πολίτης ο οποίος θα συκοφαντείται ότι ανήκει σε ένα κοινωνικό σύνολο που παράγει λιγότερα από όσα καταναλώνει. Βεβαίως αυτοί που λένε τούτες τις (αταξικές) ανοησίες, μοιάζει να μην κατανοούν τα οικονομικά μοντέλα που υπερασπίζονται.
Για σκέψου να καταναλώναμε αποκλειστικά όσα παράγουμε, τοπικά ασφαλώς! Τότε ολόκληρος ο καπιταλισμός θα κατάρρεε και η παγκοσμιοποιημένη αγορά θα διαλυόταν σε μια στιγμή. Τότε θα περνούσαμε σε σοσιαλιστικές μορφές διακυβέρνησης. Από τη στιγμή που η αξία διαμορφώνεται στη σφαίρα της κατανάλωσης, δεν καταλαβαίνουν οι διάφοροι νεοφιλελεύθεροι το μέγεθος της ανοησίας του «οικονομικού ορθολογισμού» τους; Αν η οικονομία επιθυμούσε να γίνει πραγματικά ορθολογική θα είχε αντικατασταθεί από την βιοοικονομία και οι νεοφιλελεύθεροι θα καταλαβαίνατε ότι κερδοσκοπείτε ή βγάζετε απλώς λεφτά, επειδή ακριβώς (και στο βαθμό που) οι τοπικές κοινωνίες καταναλώνουν περισσότερα από όσα παράγουν και έτσι ανεβαίνουν οι αξίες μέχρι κάποιο σημείο κατάρρευσης. Με τη διαφορά ότι με το πέρασμα στον μεταβιομηχανικό καπιταλισμό, επιχειρείται η κατάρρευση να αντιμετωπισθεί με εσωτερική υποτίμηση ξεχωριστά σε κάθε χώρα («εθνική» κοινωνία), που εντάσσεται σε μια επιμέρους δομή ηγεμονίας (Ευρωζώνη για παράδειγμα) ώστε να μην θιγεί το παγκοσμιοποιημένο σύστημα διαμόρφωσης των αξιών, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα τοπικά χρηματιστήρια.
Έτσι καταλήξαμε από το «Ανάπτυξη ή Θάνατος» - που δείχνει την αδυναμία του οικονομισμού να προσεγγίσει οργανωτικές αρχές και δημοκρατικές πολιτικές που να συμβιβάζουν την αποτελεσματική διαχείριση με τους μηχανισμούς μέσω των οποίων η βιόσφαιρα ( ο άνθρωπος αν δεν κάνω λάθος συνεχίζει να αποτελεί βιολογικό ον, επίσης!) εξασφαλίζει την αναπαραγωγή της - στο « Δημοσιονομική Πειθαρχία ή Θάνατος», βάλλοντας ουσιαστικά εναντίον της αυτονομίας, του εθνικού κράτους, της πολιτικής και κυρίως της πιθανότητας επανασύνδεσης της κοινωνίας με την οικονομία σε μια ασφαλώς δημοκρατική και οικολογική βάση. Αυτό υποδηλώνει την μετάβαση από την ανάπτυξη οικονομικών μηχανισμών παγκόσμιας πειθαρχίας και τιμωρίας σε οικονομικούς μηχανισμούς κρατικής αυστηρής αυτοπειθαρχίας, που ως τιμωρία θα επισύρουν την εξόντωση των ασθενέστερων εκ των υποκειμένων και την εθελούσια συνολική υποδούλωση κοινωνιών που εμφανίζονται να παρουσιάζουν δυσκολίες προσαρμογής στο μοντέλο ηγεμονίας που προσχώρησαν. Όσες κοινωνίες εμφανίζουν «αποκλίνουσα συμπεριφορά» θα αποκλείονται και θα υποβάλλονται στο σοκ της εσωτερικής υποτίμησης που συνεπάγεται φτωχοποίηση και διασυρμό, μέχρι να διαγνωστεί η ικανότητα τους να συμβάλουν στην αξιόπιστη υπεράσπιση των αξιών της μεταμοντέρνας παγκοσμιοποίησης.
6) Δίχως αμφιβολία δικαιώθηκα απολύτως από τις εξελίξεις, τοποθετώντας την ελληνική κρίση στο διεθνές ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο κριτικής πολιτικής ανάλυσης της μετάβασης του καπιταλισμού σε μια νέα μορφή ηγεμονίας, που χαρακτηρίζει την μετανεωτερικότητα. Εδώ όμως απαιτείται μεγάλη προσοχή καθώς εύκολα η προπαγάνδα μπορεί να αλλοιώσει και να συσκοτίσει απολύτως τα τοπικά χαρακτηριστικά της διακυβέρνησης, που οδηγούν στη συγκεκριμένη έκφραση της κρίσης και συνδέονται διαλεκτικά με τα δραματικά αποτελέσματά της στη κοινωνία.
Στην Ελλάδα η κρίση θα είχε διαφορετική μορφή και διαφορετικά θα την διαχειριζόταν το πολιτικό σύστημα, εάν είτε δεν είχε σχέση με τις δομικές στρεβλώσεις του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, είτε δεν είχε τα διεθνή χαρακτηριστικά μιας κρίσης ηγεμονίας. Στη περίπτωσή μας ενυπάρχουν και τα δύο με το ένα να υποδαυλίζει το άλλο. Στην πατρίδα μας η πιστωτική κρίση δεν είναι το αποτέλεσμα της δημοσιονομικής κατάρρευσης, αλλά το αποτέλεσμα της παραγωγικής διάλυσης. Αυτή τη στιγμή το νεοφιλελεύθερο δόγμα επιχειρεί να διαστρέψει την πραγματικότητα, διότι αλλιώς η ευθύνη θα περνούσε εκεί όπου ανήκει: στην πολιτικοεπιχειρηματική τάξη, στον δικομματισμό και στην διαπλοκή, ενώ οι λενινιστές του μαρξισμού στερούνται θεωρητικών εργαλείων για να διεισδύσουν βαθύτερα στην τραγική υποβάθμιση του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα στην Ελλάδα, που πήρε έκταση με την ένταξή μας στην ΕΟΚ και δραματικές διαστάσεις με την ένταξή μας στην Ευρωζώνη. Την παραγωγή στην Ελλάδα δεν την κατέστρεψε ο καπιταλισμός, αλλά οι εγκληματικές επιλογές του μεταπρατικού, διαπλεκόμενου καθεστώτος, τόσο στο επίπεδο της εσωτερικής πολιτικής, όσο και σε εκείνο της «χύμα» ένταξής μας στα νέα ηγεμονικά σχήματα που μορφοποιήθηκαν στην ήπειρό μας μετά την διάλυση του «ανατολικού μπλοκ». Καί στην περίπτωση αυτή το ένα ενίσχυσε το άλλο.
7) Η Ελλάδα θα μπορούσε να αποφύγει την πτώχευση μόνον στο βαθμό που χειριζόταν έξυπνα και διπλωματικά την διεθνή κρίση – όπως, δηλαδή, πρότεινα τα τελευταία χρόνια μεταφέροντας το πρόβλημα από την οικονομική σφαίρα στην πολιτική. Αυτό ασφαλώς προϋπέθετε ένα εντελώς διαφορετικό πολιτικό σύστημα και μια άλλη σχέση μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας. Η ύπαρξη του Γιώργου Παπανδρέου στον πρωθυπουργικό θώκο, που δεν είναι άσχετη με την γενική πολιτική και πολιτειακή οργάνωση της χώρας, προφανώς πυροδότησε το εκρηκτικό χαρμάνι του οικονομικού μοντέλου ανάπτυξης. Το ενδεχόμενο «πιστωτικού επεισοδίου» θα έπρεπε να δομηθεί ως απειλή, όχι προς την κοινωνία, αλλά ευθύς εξαρχής προς την κεντρική ευρωπαϊκή σκηνή, από την οποία αντί για «ατομικός μηχανισμός σωτηρίας» έπρεπε να απαιτηθεί μία ολοκληρωμένη οικονομική στρατηγική που θα περιλάμβανε σε πρώτο στάδιο ολόκληρη την ευρωζώνη και σε δεύτερο την ΕΕ. Σε άλλη περίπτωση και εφόσον η χώρα πιεζόταν ένα σημαντικό χρονικό διάστημα αβάσταχτα από την χρηματαγορά, έπρεπε να προχωρήσει μονομερώς ασφαλώς, σε έλεγχο και κατόπιν σε ριζική αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, με στρατηγική που θα ωφελούσε τους ντόπιους δανειστές της χώρας και με την απαίτηση τότε η διακυβέρνηση της ΕΕ να επεξεργαστεί έναν μεταβατικό μηχανισμό που θα επέτρεπε και την χρηματοδότηση της χώρας και την παραγωγική της αναδιοργάνωση έτσι ώστε να μην πληγεί ανεπανόρθωτα ο νομισματικός μηχανισμός στην ευρωζώνη. Αυτές σε πολύ αδρές γραμμές ήταν αυτονόητες, με την κλασσική οικονομική επιστήμη, στρατηγικές που θα υπηρετούσαν τον «ορθολογισμό» και όχι τον καιροσκοπισμό. Δυστυχώς στην Ελλάδα επικράτησε μία απολύτως ανορθόδοξη και αλήτικη στην κυριολεξία λογική, η οποία το μόνο που επεδίωξε να συντηρήσει είναι το καθεστώς των διαπλεκομένων.
8) Ακόμα όμως κι αν η χώρα, ακολουθώντας μία ορθόδοξη συντηρητική πολιτική κατέληγε σε χρεοκοπία την περίοδο εμπλοκής του ΔΝΤ, το βέβαιο είναι ότι θα βρισκόταν σε πολύ καλύτερη θέση οικονομικά, διοικητικά, ηθικά και κυρίως στο επίπεδο της διεθνούς πολιτικής απ’ ότι είναι σήμερα. Η πολιτικοεπιχειρηματική τάξη της Ελλάδας έδειξε έντονα στοιχεία αποβλάκωσης. Άλλοι φάνηκε να μην αντιλαμβάνονται την φύση της διεθνούς κρίσης που από τα τέλη του 2007 πρόδιδε τα χαρακτηριστικά της, ενώ άλλοι με πρωταγωνιστή τον κ. Παπανδρέου, έμοιαζαν να έχουν υιοθετήσει τον ρόλο του ντίλερ των συμφερόντων του χρηματοπιστωτικού λόμπυ. Απίθανες συμπεριφορές που δεν ταιριάζουν με την έννοια καμιάς απολύτως αστικής τάξης μοντέρνων κρατών. Η ελίτ της πατρίδας μας έδειξε για μια ακόμη φορά ότι λειτουργεί στο πλαίσιο του σύγχρονου καπιταλισμού, διακατεχόμενη βαθύτερα από προκαπιταλιστικές αντιλήψεις και παρασιτικό έως μαφιόζικο πολιτισμό. Τούτο ασφαλώς ερμηνεύεται ιστορικο-κοινωνικά, αλλά δεν παύει να αποτελεί μία καταθλιπτική διαπίστωση. Το καθεστώς στην Ελλάδα μέσω της κρίσης που διερχόμαστε, όχι απλώς φάνηκε ανίκανο να αναπτύξει την οποιαδήποτε προοδευτική στρατηγική, αλλά δεν μπόρεσε να υιοθετήσει ούτε στοιχειώδεις συντηρητικές πολιτικές που θα είχαν όμως κάποια συνεκτικότητα και θα προσέδιδαν ισχύ στην πολιτική διαπραγμάτευση με τους εταίρους μας και το παγκοσμιοποιημένο κέντρο που διαχειρίζεται τον «πλούτο των λαών», το δημόσιο χρέος. Με αυτή την έννοια το καθεστώς στην Ελλάδα δεν πρέπει να λογίζεται ως συντηρητικό καθεστώς με την πολιτικο-οικονομική σημασία του όρου, αλλά ως προκαπιταλιστική δομή εξυπηρέτησης ενός πλέγματος συμφερόντων που συνυφαίνονται στον ιστό του πελατειακού κράτους, το οποίο ελέγχεται από την διαπλοκή. Αυτή η αντίφαση αποκαλύπτει και ερμηνεύει σε μεγάλο βαθμό την ευκολία με την οποία υιοθετούνται από το ελληνικό πολιτικό σύστημα μεταμοντέρνες ιδέες περί οικονομικής ολοκλήρωσης στην ΕΕ και παγκόσμιας διακυβέρνησης.
9) Αυτή την στιγμή δεν υπάρχει καμία απολύτως συντηρητική στρατηγική η οποία να διασφαλίζει στοιχειωδώς το εθνικό συμφέρον. Αυτή είναι η αλήθεια. Συντηρητικές στρατηγικές ακολουθεί κανείς για να αντιμετωπίσει κρίσεις της σημερινής μορφής – transition και transformation - όταν υπάρχει το λεγόμενο «λίπος» στην οικονομία, διαθέτει υψηλού επιπέδου διοίκηση, δυναμικό τραπεζικό σύστημα και εξαγωγική βιομηχανία. Εάν αυτά λείπουν τότε είτε εκλιπαρείς ως πολιτικό καθεστώς, να αναλάβει τον πολιτικό έλεγχο και την διακυβέρνηση μια υπερεθνική δομή για να σώσει την τοπική ελίτ, είτε, συνειδητοποιώντας τί έχεις διαπράξει, διαμορφώνεις τις συνθήκες ώστε να αναλάβουν την κυβέρνηση της χώρας προοδευτικές δυνάμεις που θα δοκίμαζαν έξω από το πλαίσιο εντός του οποίου ναυάγησε το καθεστώς μαζί με την χώρα, να αναδιοργανώσουν την πολιτική, την οικονομία και την διοίκηση, επανασυνδέοντας την κοινωνία με την πολιτική και οικονομική σφαίρα μέσω σοσιαλιστικών ασφαλώς «φαντασιακών σημασιών». Το δεύτερο αποκαλείται πατριωτισμός. Το πρώτο πείτε το όπως θέλετε. Δυστυχώς στο λεξιλόγιο της ανάλυσής μου της τελευταίας τετραετίας δεν χωρά η λέξη «προδοσία», καθώς όσες φορές δοκίμασα να την εντάξω, σχολιάζοντας την συμπεριφορά μιας τυχοδιωκτικής τάξης μεταπρατών και πολιτικάντηδων, έμοιαζε να … περισσεύει.
10) Η κρίση σκιαγραφεί με έντονα χρώματα ένα σύνθετο πρόβλημα στην χώρα που δεν έχει να κάνει απλώς με την μορφή ανάπτυξης και τον εκδημοκρατισμό. Αφορά στην γενική και πολιτική κουλτούρα που συνδέει το παραγωγικό μοντέλο με το κοινωνικό, μέσω ασφαλώς του εκπαιδευτικού συστήματος. Ισχυρίζομαι με άλλα λόγια, ότι το κρίσιμο στην αντίληψη του φαινομένου της κρίσης είναι όχι το ποιος ελέγχει τα μέσα παραγωγής, αλλά πώς τα ελέγχει και σε ποιο επίπεδο τεχνολογικής ανάπτυξης βρίσκονται αυτά, καθώς και η σχέση πρωτογενούς, δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα. Επίσης κρίσιμο είναι να αντιληφθούμε ότι η σύγχρονη ευρωπαϊκή περιπέτεια της χώρας σε συνδυασμό με τις δύο προηγούμενες μορφές εντόπιας κουλτούρας που ανέφερα, συνέστησαν μία μορφή παρασιτικής διακυβέρνησης που κατέστρεψε τον ευρύτερο παραγωγικό ιστό της χώρας, δίχως στη θέση του να δημιουργήσει έναν καινοτόμο πρωτογενή τομέα και έναν ανθηρό δευτερογενή, εσωτερικεύοντας υψηλή τεχνογνωσία, με σοβαρές δυνατότητες ανταγωνισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο υδροκεφαλισμός στην δημόσια διοίκηση και η υπερδιόγκωση του τριτογενούς τομέα σε ένα κράτος πατρωνίας και υποβαθμισμένης παραγωγής, από την μια εμφανίζεται να είναι αιτία της παραγωγικής παθογένειας της χώρας και από την άλλη το αποτέλεσμα αυτής ακριβώς της παραγωγικής αποδιοργάνωσης που κλιμακώθηκε από την δεκαετία του ’80.
Η ένταξή μας στην ευρωζώνη έδωσε την χαριστική βολή στην παραγωγική ανάπτυξη και τροφοδότησε την αντίστοιχη καταναλωτική, υπερτονίζοντας και νομιμοποιώντας εκείνα ακριβώς τα χαρακτηριστικά της ανάπτυξης που επέφεραν δημοσιονομική κρίση και οδηγούσαν μετά βεβαιότητας στο πιστωτικό αδιέξοδο. Το ζήτημα της υπερεκμετάλλευσης της εργασίας, το οποίο ορθώς θέτει η αριστερά (αλλοίμονο αν δεν το έθετε!), αποκτά άλλη διάσταση στην χώρα μας σε σχέση με την αναπτυγμένη Δύση. Για να διαμορφωθούν συνθήκες ανταγωνισμού σε μια παραγωγικά υπανάπτυκτη περιοχή της προηγμένης Ευρώπης, με ένα ισχυρό διεθνές νόμισμα, θα πρέπει να εξευτελιστούν οι μισθωτοί, να δημιουργηθεί μια τεράστια δεξαμενή εφεδρικού στρατού εργασίας (ανέργων κάθε μορφής), αλλά και πάλι αυτό δεν αρκεί. Εκτός κι αν ο ορθόδοξα αναπτυγμένος κόσμος σταματούσε τον χρόνο και μηδένιζε τον χώρο της δικής του ανάπτυξης. Η εσωτερική υποτίμηση, προκαλώντας φτώχια και δυστυχία σε ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας, όχι μόνον δεν αποτελεί κοινωνικο-οικονομική λύση στο σημείο που πλέον βρισκόμαστε, αλλά κάνει ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη για εξωτερική υποτίμηση προτού η κοινωνία πνιγεί στο τέλμα και την ύφεση και διαμορφωθούν συνθήκες γενικευμένης εξέγερσης του πληθυσμού.
Με όλες τις παραπάνω παρατηρήσεις που επιχείρησα, μάλλον υπερβολικά αφαιρετικά, να συνοψίσω από την τετραετή παρέμβασή μου στο ζήτημα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα προσεγγίζοντας με ειλικρίνεια και σοβαρότητα την διεθνή κρίση μετάβασης από έναν μοντέρνο κόσμο σε μια άγνωστη ακόμη μορφή νέας ηγεμονίας που θα ορίζει την μεταμοντέρνα περίοδο της ανθρωπότητας, οφείλει να επανεξετάσει συνολικά το εθνικό της συμφέρον σε συνδυασμό ασφαλώς με την εθνική της ταυτότητα. Η χώρα μας, αν δεν θέλει να καταστεί φτερό στον άνεμο και να παραδώσει την κοινωνία στο έλεος των αγορών, πρέπει να αναπτύξει μία προοδευτική στρατηγική που θα προσδώσει στον πολίτη αξιοπρέπεια, στην κοινωνία παραγωγική ταξική συνείδηση και στο κράτος διαπραγματευτική ισχύ στο πλαίσιο διαμόρφωσης των παγκόσμιων πολιτικών. Τούτα δεν μπορεί να τα προσφέρει το χρεοκοπημένο και εξευτελισμένο καθεστώς που κυριαρχεί. Αυτά είναι πράγματα τα οποία θα μπορούσε να δομήσει στο πλαίσιο ενός σύγχρονου πολιτικού λόγου και μιας ενωτικής στρατηγικής, η ευρύτερη αριστερά. Και προφανώς όλα τούτα δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν εντός του σημερινού πολιτικού περιβάλλοντος της ΕΕ. Έχω επανειλημμένως σημειώσει ότι στην ελληνική κοινωνία κόστισε πολύ η καιροσκοπική ένταξή μας στην ευρωζώνη (ακόμη και σε απόλυτες τιμές, αν εξετάσετε την διακύμανση δημόσιου και ιδιωτικού χρέους) και θα μας κοστίσει επίσης ακριβά η έξοδός μας. Μόνον που αυτό δεν αποτέλεσε επιλογή της ευρύτερης αριστεράς στην χώρα, αλλά αποκλειστικά των τυπικά συντηρητικών δυνάμεων και εκείνων που στο όνομα του προοδευτισμού, ανέλαβαν παραπλανητικά να εφαρμόσουν και να νομιμοποιήσουν αντιδραστικές, άμεσα ή μακροπρόθεσμα αντικοινωνικές πολιτικές.
Η έξοδος λοιπόν της χώρας από την ευρωζώνη δεν αποτελεί πολιτική πρακτική της αριστεράς και του γνήσια προοδευτικού κόσμου. Αποτελεί ανάγκη και μονόδρομο που χάραξε το καθεστώς διαπλοκής στην χώρα, υπερασπιζόμενο δήθεν το ευρώ, τη στιγμή κατά την οποία και το υπονόμευε και μετέφερε στα λαϊκά και μικρομεσαία στρώματα το βάρος που καλύπτει θεωρητικά την αξία του νομίσματος που μειώνεται ή τείνει να μειωθεί εντός του τοπικού οικονομικού κύκλου. Το ζήτημα για την προοδευτική κοινωνία και τους πατριώτες συντηρητικούς που κατάλαβαν τι συμβαίνει και πού μας οδηγεί το καθεστώς, είναι να αντιληφθούν ότι ο μόνος δρόμος για να υποστεί συνολικά η ελληνική κοινωνία την μικρότερη ζημία και η χώρα σιγά-σιγά να επανασυστήσει μία αξιόλογη εθνική ταυτότητα, είναι η διάλυση του διαπλεκόμενου καθεστώτος και η ανάληψη της διακυβέρνησης από αριστερές δυνάμεις, που θα συνθέσουν μία εναλλακτική ηγεμονία στον τόπο και θα χαράξουν μία νέα αυτόνομη τροχιά για την Ελλάδα στον κόσμο με μπούσουλα τον εκδημοκρατισμό των θεσμών, τον πλουραλισμό και τις βιο-οικονομικές αξίες. Το ζήτημα για τους οργανωμένους φορείς της αριστεράς είναι σε ποιο βαθμό θα μπορούσαν με σοβαρότητα και δίχως ιδιοτέλεια των ηγεσιών τους, να συμβάλλουν προς αυτή την κατεύθυνση. Όλοι κρινόμαστε αυστηρά μέσα στην κρίση, όχι όπως πολλοί βολεύονται να λένε, από την ιστορία, αλλά από τον κοινωνικό καθρέφτη μας. Μερικοί, οι πλέον ευαίσθητοι και μορφωμένοι, απολογούνται και στον καθρέφτη του σπιτιού τους!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου