Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

Κρίση στην Αργεντινή : Διαφορές ομοιόητες

Του ανωνύμου του Έλληνος


Στην Αργεντινή εκδηλώθηκε οικονομική καπιταλιστική κρίση την τριετία 1998 - 2001 και επιχειρήθηκε να αντιμετωπισθεί με υποτίμηση του νομίσματος και με διαφορετική διαχείριση του κρατικού χρέους, μέσα στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος. Τι είχε προηγηθεί;


Στην καπιταλιστική οικονομία της Αργεντινής εφαρμόστηκαν τη δεκαετία του 1990 μια σειρά καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις για την εξασφάλιση της κερδοφορίας των μονοπωλίων. Οι αναδιαρθρώσεις αυτές επέβαλαν μείωση της φορολογίας του κεφαλαίου, απομάκρυνση των φόρων και των περισσότερων περιορισμών στις εισαγωγές και μηδένισαν τη φορολογία στις εξαγωγές εμπορευμάτων. Η φορολογία στις εξαγωγές εμπορευμάτων, το 1990, αποτελούσε το 8,5% των εσόδων της κυβέρνησης.
Ακόμη στις αναδιαρθρώσεις αυτές περιλαμβανόταν η μείωση της φορολογίας της αγροτικής παραγωγής και της κατοχής αγροτικής γης, η απελευθέρωση της κίνησης του κεφαλαίου επιτρέποντας ελεύθερες εισροές και εκροές κεφαλαίων και η ιδιωτικοποίηση σχεδόν όλων των οργανισμών κοινής ωφέλειας. Η μεγαλύτερη αναδιάρθρωση ήταν η σύνδεση του αμερικάνικου δολαρίου με το νόμισμα της Αργεντινής, το πέσο. Ουσιαστικά υιοθέτησαν ως νόμισμα το αμερικάνικο δολάριο μέσω της πλήρους μετατρεψιμότητας του πέσο σε δολάρια.


Η δημοσιονομική πολιτική ελάχιστης φορολογίας του κεφαλαίου είχε ως αποτέλεσμα τα κρατικά έσοδα να βασίζονται κατά κύριο λόγο στην έμμεση λαϊκή φορολογία, ενώ το κρατικό έλλειμμα καλυπτόταν από εξωτερικό δανεισμό. Ετσι, το εξωτερικό της χρέος εκτινάχτηκε στα ύψη. Αυτή η πολιτική οδήγησε για μια 10ετία σε οικονομική ανάπτυξη με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ 4,8%.


Από το τέλος του 1998 στην οικονομία της Αργεντινής εκδηλώθηκε βαθιά οικονομική κρίση. Το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 3,4% το 1999, κατά 0,8% το 2000, κατά 4,4% το 2001 και κατά 10,9% το 2002. Η βιομηχανική παραγωγή έπεσε στο 70% της αντίστοιχης του 1997. Το Μάη του 2001 οι άνεργοι και υποαπασχολούμενοι έφθαναν στο 30,1%, ενώ ένα χρόνο μετά στο 40%. Τον Οκτώβρη του 2001 το επίσημο ποσοστό φτώχειας στη χώρα ξεπέρασε το 38%, ενώ ένα χρόνο μετά το ποσοστό φτώχειας άγγιξε το 60% του πληθυσμού.
Τα δύο μείγματα αστικής διαχείρισης


Τα αστικά επιτελεία εξέφραζαν δύο διαφορετικές πολιτικές διαχείρισης για την έξοδο από την κρίση. Η μία ήταν αυτή της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, δηλαδή δραστική μείωση των κρατικών δαπανών και αύξηση της φορολογίας. Ο,τι και στην Ελλάδα. Η άλλη μιλούσε για τόνωση της οικονομίας μέσω αναπτυξιακών έργων και χρηματοδότησης, ώστε να υπάρχει ανάπτυξη. Αυτό προβάλλεται και στην Ελλάδα από αστικά επιτελεία και τον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ. Βεβαίως και στις δύο περιπτώσεις το βάρος της κρίσης το πληρώνει η εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα.


Η αυστηρή δημοσιονομική πολιτική συνεπάγεται λιτότητα, φοροληστεία των λαϊκών στρωμάτων με φόρους που επιβάλλονται άμεσα (π.χ., στην Ελλάδα τα χαράτσια στα ακίνητα, η λεγόμενη έκτακτη εισφορά αλληλεγγύης, η δραστική μείωση του αφορολόγητου εισοδήματος, κ.λπ.). Το άλλο μείγμα απλά μεταθέτει ένα μέρος των λαϊκών θυσιών στο μέλλον. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση τη νύφη την πληρώνει ο λαός.


Στην Αργεντινή ακολούθησαν αυτή την πολιτική που εφαρμόζεται και τώρα στην Ελλάδα, της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας. Αρχικά με μεγάλες αυξήσεις στη φορολογία και στη συνέχεια με σημαντικότατες περικοπές στα δημόσια έξοδα, ενώ στα μέσα του 2001 το Κοινοβούλιο ψήφισε μια νομοθετική ρύθμιση πολιτικής μηδενικού ελλείμματος.


Ταυτόχρονα, οξύνθηκε η αντιπαράθεση που αφορούσε στην ασκούμενη νομισματική πολιτική. Το κυβερνών κόμμα ενέμενε στη νομισματική πολιτική σύνδεσης με σταθερή ισοτιμία του νομίσματος με το δολάριο και στην ανάγκη εξασφάλισης εξωτερικού δανεισμού. Από την άλλη, το βασικό αντιπολιτευόμενο κόμμα υιοθέτησε την άποψη ότι η υποτίμηση του νομίσματος ήταν απαραίτητη και ότι απαιτούνταν στροφή στην εγχώρια παραγωγή. Η διάσταση απόψεων εξέφραζε τις αντιθέσεις ανάμεσα σε μερίδες του κεφαλαίου, αλλά και τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις στο έδαφος της καπιταλιστικής κρίσης.


Η εγκατάλειψη της σταθερής ισοτιμίας ευνοούσε τη μερίδα του βιομηχανικού κεφαλαίου με εξαγωγικό προσανατολισμό, ενώ προσέκρουε στο διεθνή δανεισμό της χώρας, που ήταν σε συνάλλαγμα, και η αποπληρωμή του θα αυξανόταν υπέρμετρα. Η σταθερή ισοτιμία από την άλλη ευνοούσε το τραπεζικό κεφάλαιο, που συναλλασσόταν σε δολάρια. Η όξυνση αυτών των αντιθέσεων εκφράστηκε με όξυνση αντιθέσεων στο πολιτικό επίπεδο. Που πήρε διαστάσεις πολιτικής κρίσης και εκδηλώθηκε ολοκληρωμένα το Δεκέμβρη του 2001.


Αιτίες της πολιτικής κρίσης ήταν η οικονομική κρίση, η τεράστια αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας, η ραγδαία υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού, ενώ συνετέλεσαν και οι αντιθέσεις στο εσωτερικό της αστικής τάξης. Η πολιτική αντιπαράθεση οξύνθηκε από την απόφαση της κυβέρνησης να επιβάλει πάγωμα των τραπεζικών λογαριασμών, με στόχο να σταματήσει τη φυγή κεφαλαίων από τις τράπεζες.
Η λαϊκή πάλη


Οι κινητοποιήσεις κατά της κυβερνητικής πολιτικής λιτότητας έγιναν μόνιμο φαινόμενο και στα μέσα Δεκέμβρη ξέσπασαν πλέον μαζικότατες λαϊκές διαδηλώσεις. Αναπτύχθηκε πάλη με ανεβασμένες μορφές, ενάντια στις τράπεζες, σε γραφεία πολυεθνικών και μεγάλων εμπορικών καταστημάτων, παρά την επιβολή κατάστασης έκτακτης ανάγκης.


Οι συγκρούσεις συνεχίζονταν μέχρι το τέλος Δεκέμβρη και μέσα στο διάστημα αυτό ορκίστηκαν τρεις διαφορετικοί ενδιάμεσοι Πρόεδροι, ένας εκ των οποίων ανακοίνωσε νέο οικονομικό σχέδιο βασισμένο στην άρνηση πληρωμής του χρέους, στην κατάργηση της σταθερής ισοτιμίας με το δολάριο και σε πρόγραμμα δημιουργίας θέσεων εργασίας.


Στις 30 Δεκέμβρη, μετά την παραίτηση του τρίτου Προέδρου και την παραίτηση του προέδρου της Γερουσίας, προκειμένου να μην ορισθεί ξανά Πρόεδρος της χώρας, δεν προέκυψε Πρόεδρος.


Το λαϊκό κίνημα παρά τις ανεβασμένες μορφές πάλης και τις συγκρούσεις, τη μαζικότητά του, δεν είχε πολιτικούς στόχους ρήξης, ανατροπής, και έτσι δεν μπορούσε να εκμεταλλευτεί την αδυναμία του αστικού πολιτικού συστήματος να δώσει στη δοσμένη στιγμή πολιτική διέξοδο σε όφελος του κεφαλαίου. Σε επίπεδο πολιτικών στόχων του κινήματος επιδρούσαν αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις. Ακόμα και το ΚΚ Αργεντινής έλεγε «όχι στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης, όχι στην πληρωμή του εξωτερικού χρέους, καλούσε σε αντίσταση στο ΔΝΤ» και «ζητούσε τη λήψη μέτρων κατά των πλουσίων, αύξηση των μισθών - συντάξεων - κοινωνικών δαπανών και εθνικοποίηση της εθνικής τράπεζας της χώρας», πρότασσε, δηλαδή, στόχους πάλης που δεν έρχονταν σε ρήξη με την αστική εξουσία, αλλά, αντίθετα, μπορούσαν να ενσωματωθούν και μάλιστα σχετικά εύκολα και άμεσα. Από την άλλη στο κίνημα σημαντική επίδραση ασκούσαν οι διεκδικήσεις των μεσαίων στρωμάτων που επιτίθονταν στην κυβερνητική οικονομική πολιτική και στις τράπεζες, προσπαθώντας να διασφαλίσουν τα κεκτημένα τους, προτάσσοντας ως βασικό σύνθημα «παραίτηση όλων τώρα», που ήταν τελικά και το σύνθημα που κέρδισε τις μάζες συνολικά.


Το τελικό αποτέλεσμα ήταν ότι τη λαϊκή πάλη καρπώθηκε ολοκληρωτικά σε πολιτικό επίπεδο το αντιπολιτευόμενο κόμμα, που διατυμπάνιζε την ανάγκη διαφορετικής διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας, στην κατεύθυνση «άρνησης των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και χαλιναγώγησης της ελεύθερης αγοράς». Ετσι, ορκίστηκε Πρόεδρος από το αντιπολιτευόμενο κόμμα διακηρύσσοντας οικονομικές αλλαγές. Η νέα οικονομική πολιτική βασίστηκε στους παρακάτω άξονες: Στάση πληρωμών του κρατικού χρέους, που σημαίνει ότι η κυβέρνηση της Αργεντινής σταμάτησε να αποπληρώνει τις δανειακές της υποχρεώσεις, που ακολουθήθηκε τελικά από τη διαγραφή τμήματος του χρέους αυτού. Αποσύνδεση του νομίσματος από τη σταθερή ισοτιμία και υποτίμησή του. Ισοσκελισμένος δημόσιος προϋπολογισμός και μια σειρά ρυθμίσεων για τις καταθέσεις και τα δάνεια που ήταν απαραίτητες, αφού πολλά εξ αυτών ήταν σε δολάρια και έπρεπε να μετατραπούν στο εγχώριο νόμισμα. Ετσι, η γραμμή που προέβλεπε στάση πληρωμών, με διαφορετική δηλαδή διαχείριση του κρατικού χρέους, έξοδο από τη σταθερή ισοτιμία και οικονομικές μεταρρυθμίσεις εφαρμόστηκε από τη νέα αστική κυβέρνηση.
Ανάκαμψη σε βάρος του λαού


Η καπιταλιστική οικονομία της Αργεντινής πέρασε από τη φάση της κρίσης στην αναζωογόνηση στο τέλος του 2002. Το αποτέλεσμα ήταν η σημαντική τόνωση των εξαγωγών. Το εμπορικό ισοζύγιο έγινε πλεονασματικό και την πενταετία από το 2003 μέχρι το 2008 ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ της χώρας ξεπέρασε το 8% ετησίως. Αυτή η οικονομική ανάπτυξη βασίστηκε, στην πραγματικότητα, σε νέα βάρη στην πλάτη της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων της Αργεντινής. Οι συνθήκες διαβίωσης του λαού επιδεινώθηκαν σχετικά και απόλυτα μέσα σε μια δεκαπενταετία (1992 - 2006) οικονομικής ανάπτυξης που οδήγησε στον υπερδιπλασιασμό του ΑΕΠ της χώρας. Στο διάστημα αυτό η απόλυτη φτώχεια αυξήθηκε από το 3,2% στο 8,5% του πληθυσμού. Η σχετική φτώχεια αυξήθηκε από 19,7% του πληθυσμού το 1992 στο 25,6% το 2006. Το 2006 το 43% των εργαζομένων στην Αργεντινή εργάζονταν χωρίς ασφαλιστικά και εργασιακά δικαιώματα, από 31% το 1992. Ο πληθωρισμός ξεπερνά το 20%, κατατρώγοντας το λαϊκό εισόδημα και η ανεργία αγγίζει, συνυπολογίζοντας και την υποαπασχόληση, το 25%. Η οικονομική ανάπτυξη έγινε στην πλάτη των εργαζομένων και οι εξελίξεις στην Αργεντινή επιβεβαίωσαν πλήρως τη διαπίστωση ότι, κάτω από το ζυγό των μονοπωλίων, τα λαϊκά στρώματα «πληρώνουν τη νύφη» και στη φάση της κρίσης και στη φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, είτε σε κάθε μορφή διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: