Αργύρης Κουνάδης: Περπάτησε στους δρόμους της μουσικής και της αριστεράς...
Διακεκριμένος συνθέτης, πιανίστας και αρχιμουσικός, δημιουργός με ευρωπαϊκή σταδιοδρομία, αλλά και ένας ευγενέστατος άνθρωπος που δεν έχασε στιγμή τη γλύκα της ψυχής και τους δρόμους της αριστεράς,
ο Αργύρης Κουνάδης πέθανε προχθές το βράδυ στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας, όπου ζούσε από το 1959.

Η νόσος του Πάρκινσον τον ταλαιπωρούσε εδώ και μια 8ετία περίπου, του στέρησε χαρές όπως να παραστεί στην τιμητική για κείνον εκδήλωση του Μεγάρου Μουσικής, δεν στάθηκε ωστόσο ικανή να τον απομακρύνει από τη μεγάλη του αγάπη στη μουσική. Η κηδεία του θα γίνει στο Φράιμπουργκ, η ημερομηνία της όμως δεν έχει ακόμα οριστεί.
Ο Αργύρης Κουνάδης γεννήθηκε στην Κωνστναντινούπολη το 1924. Σπούδασε πιάνο με τους Δ. Μαρή και Σ. Φαραντάτο στο Ωδείο Αθηνών (1952), πήρε μαθήματα θεωρητικών και σύνθεσης με τον Γιάννη Α. Παπαϊωάννου στο Ελληνικό Ωδείο (1956) και συνέχισε τις μουσικές του σπουδές ως υπότροφος στην Κρατική Μουσική Ακαδημία του Φράιμπουργκ Γερμανίας,
όπου μελέτησε σύνθεση με τον συνθέτη - παιδαγωγό Wolfgang Fortner και διεύθυνση ορχήστρας με τον Karl Ueter.
Από το 1959 εγκαταστάθηκε στη Γερμανία και από το 1963 άρχισε να εργάζεται στην Ακαδημία του Φράιμπουργκ, όπου εκλέχτηκε καθηγητής το 1972 και διευθυντής του ενόργανου συνόλου "Μούζικα Βίβα" και των προγραμμάτων του Ινστιτούτου Σύγχρονης Μουσικής (που υπάγονταν επίσης στην πανεπιστημιακή έδρα σύνθεσης του Φράιμπουργκ).
Μέλος της ΕΠΟΝ στα χρόνια της νεότητάς του, συνελήφθη για την αντιστασιακή του δράση και φυλακίστηκε στις φυλακές της Καλλιθέας.
"Διοικητής τότε στις φυλακές ήταν ένας Ιταλός, άνθρωπος της μουσικής" θυμάται σήμερα ο αδελφός του συνθέτη, ζωγράφος Κώστας Κουνάδης.
"Όταν έμαθε ότι ο Αργύρης είναι συνθέτης βρήκε τρόπο και τον αποφυλάκισε κρυφά, τρεις μέρες μετά τη σύλληψή του".
Στη διάρκεια της ελληνικής του καριέρας, που αρχίσει το 1950, συνεργάστηκε με το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου μαζί με τον Μ. Χατζιδάκι και τον Μ. Θεοδωράκη, με τους οποίους διατηρούσε φιλία.
Το 1951 συνέπραξε με την ΚΟΑ ως σολίστ, ενώ παράλληλα συνέθεσε μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Ήταν μάλιστα από τους πρώτους συνθέτες που έδειξε ενδιαφέρον για το ρεμπέτικο τραγούδι.
Το ρεμπέτικο, μαζί με τον Στραβίνσκι και τον Μπάρτοκ, έχουν επηρεάσει τα πρώτα του έργα της περιόδου 1949 - 1957. Ωστόσο, "παρακολουθώντας τις νεότερες διεθνείς τάσεις της μουσικής", όπως σημειώνει ο μουσικολόγος Γ. Λεωτσάκος, "ενέδωσε σε μια σκληρή και άδικη αυτοκριτική:
αποκήρυξε - κατέστρεψε σχεδόν όλα τα έργα του της περιόδου 1949-57". Ο ίδιος ο συνθέτης διέσωσε από εκείνη την περίοδο 4 έργα, τα "Σχέδια για ένα καλοκαίρι" (6 ποιήματα του Σεφέρη, για βαρύτονο και πιάνο, 1949), "Μουσικές στιγμές" (για βιολί και πιάνο, 1949-50), "Συμφωνιέτα σε μι με πιάνο obligato" και "Απόσπασμα από τον θρήνο της Αντιγόνης του Σοφοκλή" (για γυναικεία φωνή και 5 πνευστά, 1956).
Ως συνθέτης, ακολουθώντας κατά καιρούς όλες τις σύγχρονες τάσεις και έχοντας "αποκηρύξει" τα έργα του της περιόδου 1949-1957, κατέληξε σε μια "υπερμοντέρνα" τεχνοτροπία "βυζαντινής" αυστηρότητας,
που προβάλλει το μελοποιημένο κείμενο-λόγο αντλώντας από αυτά έμπνευση και δραματικότητα.
Εμβαθύνοντας στο ατονικό, το δωδεκάφθογγο, το σειραϊκό και το αλεατορικό σύστημα, κατέληξε τελικά προς τη λιτότητα - την αυστηρότητα, σχεδόν - του βυζαντινού ήθους, δίνοντας πρωταρχικό ρόλο στον μελοποιημένο λόγο και το δραματικό στοιχείο που μεταφέρονται ακόμη και σε καθαρώς συμφωνικά του έργα.
Το Χορικόν (1958) ήταν το πρώτο ελληνικό έργο που παίχτηκε στις εκδηλώσεις της Εταιρείας Σύγχρονης Μουσικής (IGNM - SIMC) στην Κολωνία το 1959 και το πρώτο ελληνικό έργο που παίχτηκε από τη Φιλαρμονική του Βερολίνου με διευθυντή ορχήστρας τον W. Fortner (1961).
Στα γνωστότερα έργα του συγκαταλέγονται τα έργα για συμφωνική ορχήστρα "Χορικόν", "Ετεροφωνικά Ιδιόμελα", ενώ έχει συνθέσει και αρκετές όπερες, μεταξύ των οποίων είναι οι «Der Gummisarg», «Tειρεσίας», «Der Sandmann», «O Γυρισμός», «Eπίλογος B», το μπαλέτο "Μικρή πρωϊνή μουσική", το λυρικό δράμα "Βάκχαι" κ.ά.
Οι όπερές του, που συχνά έχουν σαρκαστική διάθεση, έχουν ανεβεί αρκετές φορές σε σημαντικά θέατρα της Γερμανίας στη Λυρική Σκηνή και στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Έργα μουσικής δωματίου για μικρά σύνολα παίχτηκαν στη Δ. Ευρώπη, Καναδά, ΗΠΑ, Λατ. Αμερική, Ρουμανία, Γιουγκοσλαβία, Πολωνία, Ιαπωνία, Αυστραλία.
Έγραψε επίσης και πολλά τραγούδια (κύκλοι Εν Αθήναις, Το Ταξίδι), που τραγουδήθηκαν από γνωστούς τραγουδιστές και αγαπήθηκαν πολύ από το κοινό.
Στην περίπτωσή του η σκωπτικά διατυπωμένη λαϊκή ρήση πως οι αναντικατάστατοι βρίσκονται όλοι τα νεκροταφεία παίρνει άλλη και ιδιαίτερα επώδυνη για τους σύγχονούς του ανάγνωση
Διακεκριμένος συνθέτης, πιανίστας και αρχιμουσικός, δημιουργός με ευρωπαϊκή σταδιοδρομία, αλλά και ένας ευγενέστατος άνθρωπος που δεν έχασε στιγμή τη γλύκα της ψυχής και τους δρόμους της αριστεράς,
ο Αργύρης Κουνάδης πέθανε προχθές το βράδυ στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας, όπου ζούσε από το 1959.

Η νόσος του Πάρκινσον τον ταλαιπωρούσε εδώ και μια 8ετία περίπου, του στέρησε χαρές όπως να παραστεί στην τιμητική για κείνον εκδήλωση του Μεγάρου Μουσικής, δεν στάθηκε ωστόσο ικανή να τον απομακρύνει από τη μεγάλη του αγάπη στη μουσική. Η κηδεία του θα γίνει στο Φράιμπουργκ, η ημερομηνία της όμως δεν έχει ακόμα οριστεί.
Ο Αργύρης Κουνάδης γεννήθηκε στην Κωνστναντινούπολη το 1924. Σπούδασε πιάνο με τους Δ. Μαρή και Σ. Φαραντάτο στο Ωδείο Αθηνών (1952), πήρε μαθήματα θεωρητικών και σύνθεσης με τον Γιάννη Α. Παπαϊωάννου στο Ελληνικό Ωδείο (1956) και συνέχισε τις μουσικές του σπουδές ως υπότροφος στην Κρατική Μουσική Ακαδημία του Φράιμπουργκ Γερμανίας,
όπου μελέτησε σύνθεση με τον συνθέτη - παιδαγωγό Wolfgang Fortner και διεύθυνση ορχήστρας με τον Karl Ueter.
Από το 1959 εγκαταστάθηκε στη Γερμανία και από το 1963 άρχισε να εργάζεται στην Ακαδημία του Φράιμπουργκ, όπου εκλέχτηκε καθηγητής το 1972 και διευθυντής του ενόργανου συνόλου "Μούζικα Βίβα" και των προγραμμάτων του Ινστιτούτου Σύγχρονης Μουσικής (που υπάγονταν επίσης στην πανεπιστημιακή έδρα σύνθεσης του Φράιμπουργκ).
Μέλος της ΕΠΟΝ στα χρόνια της νεότητάς του, συνελήφθη για την αντιστασιακή του δράση και φυλακίστηκε στις φυλακές της Καλλιθέας.
"Διοικητής τότε στις φυλακές ήταν ένας Ιταλός, άνθρωπος της μουσικής" θυμάται σήμερα ο αδελφός του συνθέτη, ζωγράφος Κώστας Κουνάδης.
"Όταν έμαθε ότι ο Αργύρης είναι συνθέτης βρήκε τρόπο και τον αποφυλάκισε κρυφά, τρεις μέρες μετά τη σύλληψή του".
Στη διάρκεια της ελληνικής του καριέρας, που αρχίσει το 1950, συνεργάστηκε με το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου μαζί με τον Μ. Χατζιδάκι και τον Μ. Θεοδωράκη, με τους οποίους διατηρούσε φιλία.
Το 1951 συνέπραξε με την ΚΟΑ ως σολίστ, ενώ παράλληλα συνέθεσε μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Ήταν μάλιστα από τους πρώτους συνθέτες που έδειξε ενδιαφέρον για το ρεμπέτικο τραγούδι.
Το ρεμπέτικο, μαζί με τον Στραβίνσκι και τον Μπάρτοκ, έχουν επηρεάσει τα πρώτα του έργα της περιόδου 1949 - 1957. Ωστόσο, "παρακολουθώντας τις νεότερες διεθνείς τάσεις της μουσικής", όπως σημειώνει ο μουσικολόγος Γ. Λεωτσάκος, "ενέδωσε σε μια σκληρή και άδικη αυτοκριτική:
αποκήρυξε - κατέστρεψε σχεδόν όλα τα έργα του της περιόδου 1949-57". Ο ίδιος ο συνθέτης διέσωσε από εκείνη την περίοδο 4 έργα, τα "Σχέδια για ένα καλοκαίρι" (6 ποιήματα του Σεφέρη, για βαρύτονο και πιάνο, 1949), "Μουσικές στιγμές" (για βιολί και πιάνο, 1949-50), "Συμφωνιέτα σε μι με πιάνο obligato" και "Απόσπασμα από τον θρήνο της Αντιγόνης του Σοφοκλή" (για γυναικεία φωνή και 5 πνευστά, 1956).
Ως συνθέτης, ακολουθώντας κατά καιρούς όλες τις σύγχρονες τάσεις και έχοντας "αποκηρύξει" τα έργα του της περιόδου 1949-1957, κατέληξε σε μια "υπερμοντέρνα" τεχνοτροπία "βυζαντινής" αυστηρότητας,
που προβάλλει το μελοποιημένο κείμενο-λόγο αντλώντας από αυτά έμπνευση και δραματικότητα.
Εμβαθύνοντας στο ατονικό, το δωδεκάφθογγο, το σειραϊκό και το αλεατορικό σύστημα, κατέληξε τελικά προς τη λιτότητα - την αυστηρότητα, σχεδόν - του βυζαντινού ήθους, δίνοντας πρωταρχικό ρόλο στον μελοποιημένο λόγο και το δραματικό στοιχείο που μεταφέρονται ακόμη και σε καθαρώς συμφωνικά του έργα.
Το Χορικόν (1958) ήταν το πρώτο ελληνικό έργο που παίχτηκε στις εκδηλώσεις της Εταιρείας Σύγχρονης Μουσικής (IGNM - SIMC) στην Κολωνία το 1959 και το πρώτο ελληνικό έργο που παίχτηκε από τη Φιλαρμονική του Βερολίνου με διευθυντή ορχήστρας τον W. Fortner (1961).
Στα γνωστότερα έργα του συγκαταλέγονται τα έργα για συμφωνική ορχήστρα "Χορικόν", "Ετεροφωνικά Ιδιόμελα", ενώ έχει συνθέσει και αρκετές όπερες, μεταξύ των οποίων είναι οι «Der Gummisarg», «Tειρεσίας», «Der Sandmann», «O Γυρισμός», «Eπίλογος B», το μπαλέτο "Μικρή πρωϊνή μουσική", το λυρικό δράμα "Βάκχαι" κ.ά.
Οι όπερές του, που συχνά έχουν σαρκαστική διάθεση, έχουν ανεβεί αρκετές φορές σε σημαντικά θέατρα της Γερμανίας στη Λυρική Σκηνή και στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Έργα μουσικής δωματίου για μικρά σύνολα παίχτηκαν στη Δ. Ευρώπη, Καναδά, ΗΠΑ, Λατ. Αμερική, Ρουμανία, Γιουγκοσλαβία, Πολωνία, Ιαπωνία, Αυστραλία.
Έγραψε επίσης και πολλά τραγούδια (κύκλοι Εν Αθήναις, Το Ταξίδι), που τραγουδήθηκαν από γνωστούς τραγουδιστές και αγαπήθηκαν πολύ από το κοινό.
Στην περίπτωσή του η σκωπτικά διατυπωμένη λαϊκή ρήση πως οι αναντικατάστατοι βρίσκονται όλοι τα νεκροταφεία παίρνει άλλη και ιδιαίτερα επώδυνη για τους σύγχονούς του ανάγνωση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου