Φτώχεια "αμύθητη" φτώχεια, φτώχεια διαχρονική!
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, οπότε ξεκίνησαν να διατίθενται συγκρίσιμα δεδομένα σε ετήσια βάση, το ποσοστό φτώχειας στην Ελλάδα παρέμεινε διαχρονικά αμετάβλητο γύρω στο 20%-21%. Οι μικρές διακυμάνσεις που παρατηρούνται την περίοδο αυτή δεν προσδιορίζουν κάποια σαφή τάση. Την ίδια περίοδο, το μέσο ποσοστό φτώχειας στην ΕΕ-15 κυμάνθηκε σε αρκετά χαμηλότερα επίπεδα, γύρω στο 16%. Παρά τους ιδιαίτερα υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης αυτής της περιόδου αλλά και τη σημαντική άνοδο των δαπανών για κοινωνική προστασία (ως % του ΑΕΠ), η Ελλάδα δεν κατόρθωσε να μειώσει τα ποσοστά φτώχειας στον πληθυσμό της. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ποσοστό φτώχειας που αποτυπώνεται στο παραπάνω διάγραμμα υπολογίζεται με βάση τον επίσημο ορισμό της Eurostat. Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό ένα άτομο θεωρείται φτωχό όταν το ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημά του είναι χαμηλότερο από το 60% του διάμεσου ισοδύναμου εισοδήματος των κατοίκων της χώρας στην οποία ζει.
Η Ελλάδα παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό φτώχειας στην ΕΕ-15
Το διάστημα 1994-2008, στην Ελλάδα καταγράφεται το υψηλότερο ποσοστό φτώχειας (20,5%) μεταξύ των χωρών της ΕΕ-15
Τα 2/5 περίπου των κατοίκων της Ελλάδας αντιμετωπίζουν συνθήκες διαβίωσης αντίστοιχες με αυτές του φτωχότερου 1/10 του πληθυσμού της Δανίας
Οι περισσότερες αναλύσεις, όπως και οι επίσημες συγκρίσεις του ποσοστού φτώχειας μεταξύ των χωρών της ΕΕ, στηρίζονται σε εθνικές γραμμές σχετικής φτώχειας, δηλαδή στον προσδιορισμό του ορίου της φτώχειας με βάση το εισόδημα της κάθε χώρας. Οι γραμμές αυτές φτώχειας δεν λαμβάνουν υπόψη τις μεγάλες διαφορές στο ύψος τους μέσου εισοδήματος μεταξύ των χωρών με αποτέλεσμα οι αντίστοιχες συγκρίσεις να συσκοτίζουν τις πραγματικές διαφορές στο επίπεδο διαβίωσης μεταξύ των κατοίκων που ζουν σε διαφορετικές χώρες. Στο παραπάνω διάγραμμα παρατίθενται τα ποσοστά φτώχειας των χωρών της ΕΕ-15 κάνοντας χρήση του ορίου φτώχειας της Δανίας, και προσαρμόζοντας το εισόδημα της κάθε χώρας με βάση την αγοραστική του δύναμη. Υιοθετώντας ένα κοινό όριο φτώχειας στη συγκριτική ανάλυση αποκαλύπτονται οι τεράστιες διαφορές που υπάρχουν στο επίπεδο διαβίωσης των κατοίκων της ΕΕ. Διαπιστώνεται ότι το ποσοστό του πληθυσμού που ζει σε συνθήκες φτώχειας στις χώρες της νοτίου Ευρώπης σε σχέση με τις χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης είναι αρκετά υψηλότερο από αυτό που προκύπτει με βάση τις εθνικές γραμμές φτώχειας. Το 37,9% των κατοίκων στην Ελλάδα και το 53,6% στην Πορτογαλία διαβιώνουν σε συνθήκες αντίστοιχες με αυτές που διαβιώνει μόλις το 11,8% των φτωχότερων Δανών ή το 8,8% των φτωχότερων Ολλανδών.
Η Ελλάδα έχει ένα από τα λιγότερο αποτελεσματικά συστήματα κοινωνικής προστασίας στην ΕΕ-15
Στο παραπάνω διάγραμμα παρουσιάζονται τα στοιχεία που αφορούν το δείκτη σχετικής αποτελεσματικότητας που έχουμε κατασκευάσει με βάση τη σχέση των δαπανών για κοινωνική προστασία και της φτώχειας,
Στην Ελλάδα οι κοινωνικές μεταβιβάσεις σε χρήμα έχουν τη χαμηλότερη επίδραση στη μείωση της φτώχειας μεταξύ των χωρών της ΕΕ-15
Τα στοιχεία του παραπάνω διαγράμματος αποκαλύπτουν τη σημαντική επίδραση των κοινωνικών μεταβιβάσεων σε χρήμα (δηλαδή των συντάξεων και των διαφόρων επιδομάτων) στη διαμόρφωση του ποσοστού φτώχειας σε κάθε χώρα.
Τα 3/10 των κατοίκων στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν πρόβλημα υλικής αποστέρησης
Τα τελευταία χρόνια η Eurostat, συμπληρωματικά/εναλλακτικά στο δείκτη σχετικής φτώχειας, υπολογίζει και δείκτες υλικής αποστέρησης που βασίζονται στη δυνατότητα των νοικοκυριών για την κάλυψη 9 βασικών αναγκών: 1) γεύμα με ψάρι ή κρέας κάθε δεύτερη μέρα, 2) μία εβδομάδα διακοπές το χρόνο, 3) αντιμετώπιση έκτακτων εξόδων, 4) επαρκής θέρμανση στο σπίτι, 5) αποπληρωμή χωρίς δυσκολίες των τοκοχρεολυσίων, των ενοικίων και των λογαριασμών, 6) πλυντήριο στην κατοικία διαμονής, 7) έγχρωμη τηλεόραση στην κατοικία διαμονής, 8) τηλέφωνο στην κατοικία διαμονής και 9) κατοχή αυτοκινήτου. Ένα άτομο (ή νοικοκυριό) θεωρείται ότι βιώνει υλική αποστέρηση όταν δεν δύναται να ικανοποιήσει τουλάχιστον 3 από τις παραπάνω ανάγκες. Με βάση αυτόν το δείκτη προκύπτει ότι το 2009 το 27,6% των ατόμων στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν πρόβλημα υλικής αποστέρησης. Το αντίστοιχο μέσο ποσοστό στην ΕΕ-15 είναι 21,1%. Όπως μπορούμε να δούμε από το παραπάνω διάγραμμα, ιδιαίτερη αίσθηση προκαλεί το γεγονός ότι το 28,9% των Ελλήνων δηλώνουν ότι έχουν δυσκολίες στην αποπληρωμή τοκοχρεολυσίων, ενοικίων και λογαριασμών, καθώς επίσης ότι το 46,3% δεν μπορεί να καλύψει τα έξοδα για 1 εβδομάδα διακοπών το χρόνο. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι εκτιμήσεις αυτές αναφέρονται σε μία περίοδο που δεν είχαν γίνει ακόμη αισθητές οι επιδράσεις της κρίσης στην ελληνική οικονομία και στα εισοδήματα του πληθυσμού.
Το 60% των φτωχών στην Ελλάδα διαμένουν σε νοικοκυριά με υπεύθυνο εργαζόμενο
Δίνοντας έμφαση στον κίνδυνο φτώχειας (ποσοστό φτώχειας) συχνά αγνοούμε τη σημασία που έχει η συμμετοχή της κάθε πληθυσμιακής ομάδας στη συνολική φτώχεια. Η συμμετοχή αυτή, εκτός από τον κίνδυνο φτώχειας, εξαρτάται και από το μερίδιο που αντιπροσωπεύει η συγκεκριμένη ομάδα στο σύνολο του πληθυσμού. Όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε από το παραπάνω διάγραμμα, αντίθετα με την κυρίαρχη ρητορεία που συνδέει τη φτώχεια αποκλειστικά με την ανεργία, το 58,4% των φτωχών στην Ελλάδα διαβιώνει σε νοικοκυριά με υπεύθυνο εργαζόμενο. Επίσης, το 25,9% μένει σε νοικοκυριά με υπεύθυνο συνταξιούχο• δηλαδή τα 4/5 περίπου των φτωχών ζουν σε νοικοκυριά στα οποία ο υπεύθυνος είναι εργαζόμενος ή συνταξιούχος. Η συνεισφορά των ανέργων στο σύνολο των φτωχών είναι μόλις 4,5%. Το εύρημα αυτό φανερώνει ότι. ακόμη και αν υπήρχε σημαντική μείωση της ανεργίας στη χώρα, αυτή δεν αναμένεται να μείωνε δραματικά τη σχετική φτώχεια. Η ανεργία είναι σημαντικό κοινωνικό πρόβλημα που η αντιμετώπισή της οφείλει να αποτελεί βασικό στόχο και προτεραιότητα της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής
Συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν εξίσου υψηλό κίνδυνο φτώχειας με αυτόν των ανέργων
Στο δημόσιο και τον ακαδημαϊκό διάλογο η φτώχεια συχνά ταυτίζεται με την ανεργία. Πράγματι, οι άνεργοι παρουσιάζουν ένα από τα υψηλότερα ποσοστά φτώχειας. Το ποσοστό φτώχειας των ατόμων που διαμένουν σε νοικοκυριά με υπεύθυνο άνεργο στην Ελλάδα είναι 40,5%, ποσοστό αρκετά υψηλότερο από το αντίστοιχο των εργαζομένων. Μία προσεκτική ανάγνωση των εκτιμήσεων με βάση την επαγγελματική κατάσταση του υπεύθυνου του νοικοκυριού αποκαλύπτει ότι υψηλό κίνδυνο φτώχειας παρουσιάζουν και άλλες ομάδες απασχολουμένων. Μάλιστα τα άτομα που διαμένουν σε νοικοκυριά με υπεύθυνο αγρότη (αυτοαπασχολούμενο στον αγροτικό τομέα) παρουσιάζουν υψηλότερα ποσοστά φτώχειας από τους ανέργους. Προκύπτει ότι η απασχόληση δεν είναι επαρκής συνθήκη για να οδηγήσει τα άτομα εκτός φτώχειας. Καθοριστικής σημασίας είναι το είδος και τα χαρακτηριστικά της απασχόλησης. Ενδεικτικός είναι και ο ιδιαίτερα υψηλός κίνδυνος φτώχειας που αντιμετωπίζουν τα μέλη νοικοκυριών με υπεύθυνο εργαζόμενο μερικής απασχόλησης, που ανέρχεται στο 31,6%. Το γεγονός αυτό αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι οι κυρίαρχες πολιτικές σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο που προωθούν τις ελαστικές σχέσεις εργασίας και κυρίως τη μερική απασχόληση, δεν οδηγούν αναγκαία σε βελτίωση των όρων διαβίωσης του πληθυσμού. Αντιθέτως, μπορούν να επιδεινώσουν ακόμη περισσότερο τη φτώχεια στη χώρα κυρίως μεταξύ των εργαζομένων.
από ΙΝΕ κωλομπαρέ και ξεσπεσμένες πουτάνες εργατοπατέρες(μεθοδολογία έρευνας από νεόπλουτους χαρτογιακάδες της Eurostat)δηλαδή σκεφτείτε πόσο χειρότερη είναι η κατάσταση στην πραγματικότητα (Προ μνημονίου)
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, οπότε ξεκίνησαν να διατίθενται συγκρίσιμα δεδομένα σε ετήσια βάση, το ποσοστό φτώχειας στην Ελλάδα παρέμεινε διαχρονικά αμετάβλητο γύρω στο 20%-21%. Οι μικρές διακυμάνσεις που παρατηρούνται την περίοδο αυτή δεν προσδιορίζουν κάποια σαφή τάση. Την ίδια περίοδο, το μέσο ποσοστό φτώχειας στην ΕΕ-15 κυμάνθηκε σε αρκετά χαμηλότερα επίπεδα, γύρω στο 16%. Παρά τους ιδιαίτερα υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης αυτής της περιόδου αλλά και τη σημαντική άνοδο των δαπανών για κοινωνική προστασία (ως % του ΑΕΠ), η Ελλάδα δεν κατόρθωσε να μειώσει τα ποσοστά φτώχειας στον πληθυσμό της. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ποσοστό φτώχειας που αποτυπώνεται στο παραπάνω διάγραμμα υπολογίζεται με βάση τον επίσημο ορισμό της Eurostat. Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό ένα άτομο θεωρείται φτωχό όταν το ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημά του είναι χαμηλότερο από το 60% του διάμεσου ισοδύναμου εισοδήματος των κατοίκων της χώρας στην οποία ζει.
Η Ελλάδα παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό φτώχειας στην ΕΕ-15
Το διάστημα 1994-2008, στην Ελλάδα καταγράφεται το υψηλότερο ποσοστό φτώχειας (20,5%) μεταξύ των χωρών της ΕΕ-15
Τα 2/5 περίπου των κατοίκων της Ελλάδας αντιμετωπίζουν συνθήκες διαβίωσης αντίστοιχες με αυτές του φτωχότερου 1/10 του πληθυσμού της Δανίας
Οι περισσότερες αναλύσεις, όπως και οι επίσημες συγκρίσεις του ποσοστού φτώχειας μεταξύ των χωρών της ΕΕ, στηρίζονται σε εθνικές γραμμές σχετικής φτώχειας, δηλαδή στον προσδιορισμό του ορίου της φτώχειας με βάση το εισόδημα της κάθε χώρας. Οι γραμμές αυτές φτώχειας δεν λαμβάνουν υπόψη τις μεγάλες διαφορές στο ύψος τους μέσου εισοδήματος μεταξύ των χωρών με αποτέλεσμα οι αντίστοιχες συγκρίσεις να συσκοτίζουν τις πραγματικές διαφορές στο επίπεδο διαβίωσης μεταξύ των κατοίκων που ζουν σε διαφορετικές χώρες. Στο παραπάνω διάγραμμα παρατίθενται τα ποσοστά φτώχειας των χωρών της ΕΕ-15 κάνοντας χρήση του ορίου φτώχειας της Δανίας, και προσαρμόζοντας το εισόδημα της κάθε χώρας με βάση την αγοραστική του δύναμη. Υιοθετώντας ένα κοινό όριο φτώχειας στη συγκριτική ανάλυση αποκαλύπτονται οι τεράστιες διαφορές που υπάρχουν στο επίπεδο διαβίωσης των κατοίκων της ΕΕ. Διαπιστώνεται ότι το ποσοστό του πληθυσμού που ζει σε συνθήκες φτώχειας στις χώρες της νοτίου Ευρώπης σε σχέση με τις χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης είναι αρκετά υψηλότερο από αυτό που προκύπτει με βάση τις εθνικές γραμμές φτώχειας. Το 37,9% των κατοίκων στην Ελλάδα και το 53,6% στην Πορτογαλία διαβιώνουν σε συνθήκες αντίστοιχες με αυτές που διαβιώνει μόλις το 11,8% των φτωχότερων Δανών ή το 8,8% των φτωχότερων Ολλανδών.
Η Ελλάδα έχει ένα από τα λιγότερο αποτελεσματικά συστήματα κοινωνικής προστασίας στην ΕΕ-15
Στο παραπάνω διάγραμμα παρουσιάζονται τα στοιχεία που αφορούν το δείκτη σχετικής αποτελεσματικότητας που έχουμε κατασκευάσει με βάση τη σχέση των δαπανών για κοινωνική προστασία και της φτώχειας,
Στην Ελλάδα οι κοινωνικές μεταβιβάσεις σε χρήμα έχουν τη χαμηλότερη επίδραση στη μείωση της φτώχειας μεταξύ των χωρών της ΕΕ-15
Τα στοιχεία του παραπάνω διαγράμματος αποκαλύπτουν τη σημαντική επίδραση των κοινωνικών μεταβιβάσεων σε χρήμα (δηλαδή των συντάξεων και των διαφόρων επιδομάτων) στη διαμόρφωση του ποσοστού φτώχειας σε κάθε χώρα.
Τα 3/10 των κατοίκων στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν πρόβλημα υλικής αποστέρησης
Τα τελευταία χρόνια η Eurostat, συμπληρωματικά/εναλλακτικά στο δείκτη σχετικής φτώχειας, υπολογίζει και δείκτες υλικής αποστέρησης που βασίζονται στη δυνατότητα των νοικοκυριών για την κάλυψη 9 βασικών αναγκών: 1) γεύμα με ψάρι ή κρέας κάθε δεύτερη μέρα, 2) μία εβδομάδα διακοπές το χρόνο, 3) αντιμετώπιση έκτακτων εξόδων, 4) επαρκής θέρμανση στο σπίτι, 5) αποπληρωμή χωρίς δυσκολίες των τοκοχρεολυσίων, των ενοικίων και των λογαριασμών, 6) πλυντήριο στην κατοικία διαμονής, 7) έγχρωμη τηλεόραση στην κατοικία διαμονής, 8) τηλέφωνο στην κατοικία διαμονής και 9) κατοχή αυτοκινήτου. Ένα άτομο (ή νοικοκυριό) θεωρείται ότι βιώνει υλική αποστέρηση όταν δεν δύναται να ικανοποιήσει τουλάχιστον 3 από τις παραπάνω ανάγκες. Με βάση αυτόν το δείκτη προκύπτει ότι το 2009 το 27,6% των ατόμων στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν πρόβλημα υλικής αποστέρησης. Το αντίστοιχο μέσο ποσοστό στην ΕΕ-15 είναι 21,1%. Όπως μπορούμε να δούμε από το παραπάνω διάγραμμα, ιδιαίτερη αίσθηση προκαλεί το γεγονός ότι το 28,9% των Ελλήνων δηλώνουν ότι έχουν δυσκολίες στην αποπληρωμή τοκοχρεολυσίων, ενοικίων και λογαριασμών, καθώς επίσης ότι το 46,3% δεν μπορεί να καλύψει τα έξοδα για 1 εβδομάδα διακοπών το χρόνο. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι εκτιμήσεις αυτές αναφέρονται σε μία περίοδο που δεν είχαν γίνει ακόμη αισθητές οι επιδράσεις της κρίσης στην ελληνική οικονομία και στα εισοδήματα του πληθυσμού.
Το 60% των φτωχών στην Ελλάδα διαμένουν σε νοικοκυριά με υπεύθυνο εργαζόμενο
Δίνοντας έμφαση στον κίνδυνο φτώχειας (ποσοστό φτώχειας) συχνά αγνοούμε τη σημασία που έχει η συμμετοχή της κάθε πληθυσμιακής ομάδας στη συνολική φτώχεια. Η συμμετοχή αυτή, εκτός από τον κίνδυνο φτώχειας, εξαρτάται και από το μερίδιο που αντιπροσωπεύει η συγκεκριμένη ομάδα στο σύνολο του πληθυσμού. Όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε από το παραπάνω διάγραμμα, αντίθετα με την κυρίαρχη ρητορεία που συνδέει τη φτώχεια αποκλειστικά με την ανεργία, το 58,4% των φτωχών στην Ελλάδα διαβιώνει σε νοικοκυριά με υπεύθυνο εργαζόμενο. Επίσης, το 25,9% μένει σε νοικοκυριά με υπεύθυνο συνταξιούχο• δηλαδή τα 4/5 περίπου των φτωχών ζουν σε νοικοκυριά στα οποία ο υπεύθυνος είναι εργαζόμενος ή συνταξιούχος. Η συνεισφορά των ανέργων στο σύνολο των φτωχών είναι μόλις 4,5%. Το εύρημα αυτό φανερώνει ότι. ακόμη και αν υπήρχε σημαντική μείωση της ανεργίας στη χώρα, αυτή δεν αναμένεται να μείωνε δραματικά τη σχετική φτώχεια. Η ανεργία είναι σημαντικό κοινωνικό πρόβλημα που η αντιμετώπισή της οφείλει να αποτελεί βασικό στόχο και προτεραιότητα της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής
Συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν εξίσου υψηλό κίνδυνο φτώχειας με αυτόν των ανέργων
Στο δημόσιο και τον ακαδημαϊκό διάλογο η φτώχεια συχνά ταυτίζεται με την ανεργία. Πράγματι, οι άνεργοι παρουσιάζουν ένα από τα υψηλότερα ποσοστά φτώχειας. Το ποσοστό φτώχειας των ατόμων που διαμένουν σε νοικοκυριά με υπεύθυνο άνεργο στην Ελλάδα είναι 40,5%, ποσοστό αρκετά υψηλότερο από το αντίστοιχο των εργαζομένων. Μία προσεκτική ανάγνωση των εκτιμήσεων με βάση την επαγγελματική κατάσταση του υπεύθυνου του νοικοκυριού αποκαλύπτει ότι υψηλό κίνδυνο φτώχειας παρουσιάζουν και άλλες ομάδες απασχολουμένων. Μάλιστα τα άτομα που διαμένουν σε νοικοκυριά με υπεύθυνο αγρότη (αυτοαπασχολούμενο στον αγροτικό τομέα) παρουσιάζουν υψηλότερα ποσοστά φτώχειας από τους ανέργους. Προκύπτει ότι η απασχόληση δεν είναι επαρκής συνθήκη για να οδηγήσει τα άτομα εκτός φτώχειας. Καθοριστικής σημασίας είναι το είδος και τα χαρακτηριστικά της απασχόλησης. Ενδεικτικός είναι και ο ιδιαίτερα υψηλός κίνδυνος φτώχειας που αντιμετωπίζουν τα μέλη νοικοκυριών με υπεύθυνο εργαζόμενο μερικής απασχόλησης, που ανέρχεται στο 31,6%. Το γεγονός αυτό αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι οι κυρίαρχες πολιτικές σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο που προωθούν τις ελαστικές σχέσεις εργασίας και κυρίως τη μερική απασχόληση, δεν οδηγούν αναγκαία σε βελτίωση των όρων διαβίωσης του πληθυσμού. Αντιθέτως, μπορούν να επιδεινώσουν ακόμη περισσότερο τη φτώχεια στη χώρα κυρίως μεταξύ των εργαζομένων.
από ΙΝΕ κωλομπαρέ και ξεσπεσμένες πουτάνες εργατοπατέρες(μεθοδολογία έρευνας από νεόπλουτους χαρτογιακάδες της Eurostat)δηλαδή σκεφτείτε πόσο χειρότερη είναι η κατάσταση στην πραγματικότητα (Προ μνημονίου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου