Ανείπωτη πίκρα..Και την δική μας συμπάθεια Παντελή..
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ
...Αλλά μόλις φτάσεις εκεί -«στη μοίρα των βροτών ανθρώπων»- ο έντυπος θόρυβος και όσα τον δημιουργούν (κρίση, ανέχεια, χρεωκοπία) χλωμιάζουν, υποχωρούν και σβήνουν...
Εκεί. Σε μια γωνιά, όπου ο «άναυδος πόνος» ενός πατέρα «για έναν άγουρο που νιότη δεν εχάρη», για τον γιο του που χάθηκε νωρίς, παλεύει με τη λερναία πίκρα, αλλά δεν παραλείπει να στείλει ένα «ολόψυχο ευχαριστώ» για όσους πρόσφεραν «σκυτάλη καρτερίας» σ' αυτές τις δύσκολες στιγμές.
Ο Παντελής Μπουκάλας, στην «Καθημερινή»: «Είναι φορές στη ζωή των ανθρώπων που οι λέξεις τούς φαίνονται ανούσιες κι ανόητες· τιποτένιες και προδοτικές. (...) Είναι φορές λοιπόν που πρέπει να πολεμήσεις με την απέχθεια για τις λέξεις, με την άρνηση της ίδιας της υπόστασής τους, με το μίσος για όσα λένε και για όσα αδυνατούν να συλλάβουν και να αποδώσουν. Είναι τότε που το ουρλιαχτό φαντάζει νοηματικά πλουσιότερο και κυριολεκτικότερο από οποιαδήποτε παρηγορητική φιλοσοφία· τότε που οποιαδήποτε προσπάθεια να συνταχθούν τα ασύντακτα και να ειπωθούν τα μη φωνητά,
μοιάζει αδάπανο φιλολόγημα και ανεπίτρεπτη ωραιολογία. Πώς τάχα αποκτάς γνώση και γνώμη για τα πυρωμένα κάρβουνα όταν τα πιάνεις με ψυχρές λαβίδες και με πυρίμαχα γάντια... Γυρνάει ο καθείς από τον άναυδο πόνο ή από τον τρόπο του ουρλιαχτού στον συνταγμένο κόσμο παίρνοντας τον δικό βασανιστικό δρόμο, το δικό του μονοπατάκι - και, το ξέρουμε, δεν γυρνάνε όλοι οι ναυαγισμένοι· η λερναία πίκρα μπορεί να καταπιεί, να θρυμματίσει μονομιάς όσους θώρακες πίστεψες πως απέκτησες με καιρό και με κόπο. Ο δικός μου δρόμος, εδώ, τώρα, για να γυρίσω από τον τρόπο της παγωμένης αλαλίας ή της κραυγής στον κόσμο της γραφής, και μάλιστα της δημόσιας γραφής, είναι ο κόσμος της ανάγνωσης. Να διαβάσω, όχι για να διαβώ σε κάποιο ψύχραιμο "απέναντι", αλλά για να κατέβω βαθύτερα στο "εκεί": εκεί όπου ο χρόνος ρουφιέται από μια μαύρη τρύπα, κι η ψυχή μαζί του, και ο μοναδικός τρόπος διαφυγής είναι το "αν", ειπωμένο είτε με τον τρόπο του Ελύτη μετατονισμένο και προσαρμοσμένο στη δεινή ανάγκη, "Η λέξη της ζωής σου η μία εάν...", είτε με τον τρόπο του ριζίτικου τραγουδιού για έναν άγουρο που νιότη δεν εχάρη γιατί τον πρόλαβε ο "σκληροκάρδης" με την μπαμπεσιά που δίκαια του αποδίδει η δημοτική μας ποίηση: "Χριστέ, και να 'τον παρεμπρός, και να 'τον παραπίσω"»...
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ
...Αλλά μόλις φτάσεις εκεί -«στη μοίρα των βροτών ανθρώπων»- ο έντυπος θόρυβος και όσα τον δημιουργούν (κρίση, ανέχεια, χρεωκοπία) χλωμιάζουν, υποχωρούν και σβήνουν...
Εκεί. Σε μια γωνιά, όπου ο «άναυδος πόνος» ενός πατέρα «για έναν άγουρο που νιότη δεν εχάρη», για τον γιο του που χάθηκε νωρίς, παλεύει με τη λερναία πίκρα, αλλά δεν παραλείπει να στείλει ένα «ολόψυχο ευχαριστώ» για όσους πρόσφεραν «σκυτάλη καρτερίας» σ' αυτές τις δύσκολες στιγμές.
Ο Παντελής Μπουκάλας, στην «Καθημερινή»: «Είναι φορές στη ζωή των ανθρώπων που οι λέξεις τούς φαίνονται ανούσιες κι ανόητες· τιποτένιες και προδοτικές. (...) Είναι φορές λοιπόν που πρέπει να πολεμήσεις με την απέχθεια για τις λέξεις, με την άρνηση της ίδιας της υπόστασής τους, με το μίσος για όσα λένε και για όσα αδυνατούν να συλλάβουν και να αποδώσουν. Είναι τότε που το ουρλιαχτό φαντάζει νοηματικά πλουσιότερο και κυριολεκτικότερο από οποιαδήποτε παρηγορητική φιλοσοφία· τότε που οποιαδήποτε προσπάθεια να συνταχθούν τα ασύντακτα και να ειπωθούν τα μη φωνητά,
μοιάζει αδάπανο φιλολόγημα και ανεπίτρεπτη ωραιολογία. Πώς τάχα αποκτάς γνώση και γνώμη για τα πυρωμένα κάρβουνα όταν τα πιάνεις με ψυχρές λαβίδες και με πυρίμαχα γάντια... Γυρνάει ο καθείς από τον άναυδο πόνο ή από τον τρόπο του ουρλιαχτού στον συνταγμένο κόσμο παίρνοντας τον δικό βασανιστικό δρόμο, το δικό του μονοπατάκι - και, το ξέρουμε, δεν γυρνάνε όλοι οι ναυαγισμένοι· η λερναία πίκρα μπορεί να καταπιεί, να θρυμματίσει μονομιάς όσους θώρακες πίστεψες πως απέκτησες με καιρό και με κόπο. Ο δικός μου δρόμος, εδώ, τώρα, για να γυρίσω από τον τρόπο της παγωμένης αλαλίας ή της κραυγής στον κόσμο της γραφής, και μάλιστα της δημόσιας γραφής, είναι ο κόσμος της ανάγνωσης. Να διαβάσω, όχι για να διαβώ σε κάποιο ψύχραιμο "απέναντι", αλλά για να κατέβω βαθύτερα στο "εκεί": εκεί όπου ο χρόνος ρουφιέται από μια μαύρη τρύπα, κι η ψυχή μαζί του, και ο μοναδικός τρόπος διαφυγής είναι το "αν", ειπωμένο είτε με τον τρόπο του Ελύτη μετατονισμένο και προσαρμοσμένο στη δεινή ανάγκη, "Η λέξη της ζωής σου η μία εάν...", είτε με τον τρόπο του ριζίτικου τραγουδιού για έναν άγουρο που νιότη δεν εχάρη γιατί τον πρόλαβε ο "σκληροκάρδης" με την μπαμπεσιά που δίκαια του αποδίδει η δημοτική μας ποίηση: "Χριστέ, και να 'τον παρεμπρός, και να 'τον παραπίσω"»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου