Προκλητικός, κυνικός και ωμός
ήταν χτες ο Τζέφρυ Τσαντ, στον απολογισμό που έκανε στο Υπουργικό Συμβούλιο για τη συμμετοχή της χώρας στο ιμπεριαλιστικό έγκλημα σε βάρος του λαού της Λιβύης.
Η τοποθέτησή του επιβεβαίωσε στο ακέραιο τις εκτιμήσεις και τις προειδοποιήσεις της αριστεράς για το χαρακτήρα του πολέμου και τους κινδύνους που ενέχει για το λαό η εμπλοκή της χώρας.
Κλίνοντας με υποκρισία σε όλες τις πτώσεις τη «δημοκρατία», τα «δικαιώματα» και τη «δικαιοσύνη», ο Τζέφρυ Τσαντ προσπάθησε απελπισμένα να δώσει άλλοθι στη ΝΑΤΟική λυκοσυμμαχία για την επέμβαση στα εσωτερικά μιας κυρίαρχης χώρας, ο λαός της οποίας, και μόνον αυτός, έχει το δικαίωμα με την πάλη του να αλλάζει τους συσχετισμούς, να επιλέγει καθεστώς διακυβέρνησης και κοινωνικό - οικονομικό σύστημα.
Ισχυρίστηκε, μάλιστα, με θράσος ότι «η Ελλάδα θα συνεχίσει να στηρίζει αυτήν την προσπάθεια (σ.σ. «εκδημοκρατισμού» της Λιβύης), θυμίζοντας πάντα την ανάγκη σεβασμού της κυριαρχίας της Λιβύης και της βούλησης του λιβυκού λαού»!
Επί της ουσίας, προσπάθησε να νομιμοποιήσει τη δράση των αυτοαποκαλούμενων «αντικαθεστωτικών»,
για να συγκαλύψει το ρόλο των ιμπεριαλιστών στην προετοιμασία και την υποδαύλιση των συγκρούσεων στη Λιβύη.
Εξίσου χαρακτηριστική, όμως, είναι και η προσπάθεια της κυβέρνησης να εξωραΐσει στα μάτια του λαού και τη δική της καθοριστική συμμετοχή στο μακέλεμα του λαού της Λιβύης.
Ο Τζέφρυ Τσαντ είπε με θράσος ότι «αγωνιστήκαμε από την αρχή για τον τερματισμό των εχθροπραξιών», όταν είναι γνωστό στον καθένα ότι η κυβέρνηση παραχώρησε αέρα, γην και θάλασσα για να ευοδωθεί η ιμπεριαλιστική επέμβαση. Ο ίδιος, άλλωστε, παίζοντας με τις λέξεις, ομολόγησε ότι «διαθέσαμε την Κρήτη ως βασικό διαμετακομιστικό κέντρο» των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Σε ό,τι αφορά την επόμενη μέρα, ο Τζέφρυ Τσαντ δεν άφησε περιθώρια για παρερμηνείες, καθώς επέμεινε στη δυνατότητα της Ελλάδας «να παίξει ένα σημαντικό ρόλο στη δημοκρατική μετάβαση, μέσα από τη δική της εμπειρία και τεχνογνωσία και ως χώρα που έχει περάσει τις δικές της περιπέτειες, αλλά και ως ευρωπαϊκή χώρα. Αλλά και μέσω της εμπειρίας μας στα Βαλκάνια με τις "μεταβάσεις" σ' αυτόν το χώρο».
Με άλλα λόγια, διαβεβαίωσε το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο ότι η Ελλάδα θα κρατήσει στάση ανάλογη με αυτήν που κράτησε στο διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας. Τότε, όπως και τώρα, διέθεσε το έδαφος και τον αέρα της χώρας για το βομβαρδισμό του σέρβικου λαού και τη δημιουργία προτεκτοράτων, που κρατούν διαρκώς αναμμένο το φιτίλι της έντασης στην εύθραυστη από κάθε άποψη Βαλκανική.
Σαν αντάλλαγμα, τα ντόπια μονοπώλια κέρδισαν νέα πεδία κερδοφόρας δράσης, με την επένδυση συσσωρευμένων κεφαλαίων. Το ίδιο επιδιώκει η κυβέρνηση και στην περίπτωση της Λιβύης. Γι' αυτό συμμετείχε με τα μπούνια στο έγκλημα, και όχι βέβαια επειδή την έπιασε ο πόνος για το αντιδημοκρατικό καθεστώς του Καντάφι, με το οποίο συνεργαζόταν στενά μέχρι και πριν από μερικούς μήνες.
ήταν χτες ο Τζέφρυ Τσαντ, στον απολογισμό που έκανε στο Υπουργικό Συμβούλιο για τη συμμετοχή της χώρας στο ιμπεριαλιστικό έγκλημα σε βάρος του λαού της Λιβύης.
Η τοποθέτησή του επιβεβαίωσε στο ακέραιο τις εκτιμήσεις και τις προειδοποιήσεις της αριστεράς για το χαρακτήρα του πολέμου και τους κινδύνους που ενέχει για το λαό η εμπλοκή της χώρας. Κλίνοντας με υποκρισία σε όλες τις πτώσεις τη «δημοκρατία», τα «δικαιώματα» και τη «δικαιοσύνη», ο Τζέφρυ Τσαντ προσπάθησε απελπισμένα να δώσει άλλοθι στη ΝΑΤΟική λυκοσυμμαχία για την επέμβαση στα εσωτερικά μιας κυρίαρχης χώρας, ο λαός της οποίας, και μόνον αυτός, έχει το δικαίωμα με την πάλη του να αλλάζει τους συσχετισμούς, να επιλέγει καθεστώς διακυβέρνησης και κοινωνικό - οικονομικό σύστημα.
Ισχυρίστηκε, μάλιστα, με θράσος ότι «η Ελλάδα θα συνεχίσει να στηρίζει αυτήν την προσπάθεια (σ.σ. «εκδημοκρατισμού» της Λιβύης), θυμίζοντας πάντα την ανάγκη σεβασμού της κυριαρχίας της Λιβύης και της βούλησης του λιβυκού λαού»!
Επί της ουσίας, προσπάθησε να νομιμοποιήσει τη δράση των αυτοαποκαλούμενων «αντικαθεστωτικών»,
για να συγκαλύψει το ρόλο των ιμπεριαλιστών στην προετοιμασία και την υποδαύλιση των συγκρούσεων στη Λιβύη.
Εξίσου χαρακτηριστική, όμως, είναι και η προσπάθεια της κυβέρνησης να εξωραΐσει στα μάτια του λαού και τη δική της καθοριστική συμμετοχή στο μακέλεμα του λαού της Λιβύης.
Ο Τζέφρυ Τσαντ είπε με θράσος ότι «αγωνιστήκαμε από την αρχή για τον τερματισμό των εχθροπραξιών», όταν είναι γνωστό στον καθένα ότι η κυβέρνηση παραχώρησε αέρα, γην και θάλασσα για να ευοδωθεί η ιμπεριαλιστική επέμβαση. Ο ίδιος, άλλωστε, παίζοντας με τις λέξεις, ομολόγησε ότι «διαθέσαμε την Κρήτη ως βασικό διαμετακομιστικό κέντρο» των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Σε ό,τι αφορά την επόμενη μέρα, ο Τζέφρυ Τσαντ δεν άφησε περιθώρια για παρερμηνείες, καθώς επέμεινε στη δυνατότητα της Ελλάδας «να παίξει ένα σημαντικό ρόλο στη δημοκρατική μετάβαση, μέσα από τη δική της εμπειρία και τεχνογνωσία και ως χώρα που έχει περάσει τις δικές της περιπέτειες, αλλά και ως ευρωπαϊκή χώρα. Αλλά και μέσω της εμπειρίας μας στα Βαλκάνια με τις "μεταβάσεις" σ' αυτόν το χώρο».
Με άλλα λόγια, διαβεβαίωσε το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο ότι η Ελλάδα θα κρατήσει στάση ανάλογη με αυτήν που κράτησε στο διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας. Τότε, όπως και τώρα, διέθεσε το έδαφος και τον αέρα της χώρας για το βομβαρδισμό του σέρβικου λαού και τη δημιουργία προτεκτοράτων, που κρατούν διαρκώς αναμμένο το φιτίλι της έντασης στην εύθραυστη από κάθε άποψη Βαλκανική.
Σαν αντάλλαγμα, τα ντόπια μονοπώλια κέρδισαν νέα πεδία κερδοφόρας δράσης, με την επένδυση συσσωρευμένων κεφαλαίων. Το ίδιο επιδιώκει η κυβέρνηση και στην περίπτωση της Λιβύης. Γι' αυτό συμμετείχε με τα μπούνια στο έγκλημα, και όχι βέβαια επειδή την έπιασε ο πόνος για το αντιδημοκρατικό καθεστώς του Καντάφι, με το οποίο συνεργαζόταν στενά μέχρι και πριν από μερικούς μήνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου