Του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Στο δυτικότερο άκρο της Αθήνας, το Πέραμα, ο χρόνος φαίνεται να κυλάει αντίστροφα. Πόλη της ναυτοσύνης, όπως την έχουν αποκαλέσει, πήρε το όνομά της από τους «περαματάρηδες» που μετέφεραν παλαιότερα κόσμο από και προς Σαλαμίνα. Σήμερα στο Πέραμα, στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη (Ν.Ζ.) συγκεκριμένα, με την ανεργία εκεί να ξεπερνάει το 90%, ανατριχιάζουν οι ιστορίες των ανθρώπων που πέρασαν από την επιφάνεια στον πάτο.
Θανάσης Τζιόμπρας, 47: «Μετά από κάποια ηλικία δυσκολευόμαστε να βρούμε αλλού δουλειά» Θανάσης Τζιόμπρας, 47: «Μετά από κάποια ηλικία δυσκολευόμαστε να βρούμε αλλού δουλειά» Αρκετοί κλέβουν το ρεύμα, κάποιοι αυτοκτονούν, σε πολλές περιπτώσεις δεν έχουν ούτε ένα ευρώ για καφέ, χάνουν κιλά λόγω πείνας και πολλοί δεν σηκώνουν το τηλέφωνο με το φόβο ότι τους καλεί η τράπεζα που χρωστάνε. Οι νεότεροι επιβιώνουν με τις συντάξεις των παππούδων ή των γονιών τους, ενώ άλλοι επιστρέφουν στα χωριά τους για να έχουν τουλάχιστον ένα πιάτο φαγητό.
Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άνεργοι θυμούνται τότε που το Πέραμα ήταν εξοχή. «Εδώ που πατάμε τώρα ήταν θάλασσα» λένε. «Ερχόμασταν τις Κυριακές για εκδρομή». Μετά ήρθε η «ανάπτυξη» και αργότερα οι καλές εποχές της Ν.Ζ. Πολλές παραγγελίες από το εξωτερικό, κατασκευές, επισκευές, πολλοί, όπως λένε, έχτισαν τα σπίτια τους στο Πέραμα για να είναι κοντά στη δουλειά. Τον Αύγουστο του '08 εργάζονταν στη Ζώνη περισσότεροι από 6.500 χιλιάδες άνθρωποι. Μετά ήρθε η κρίση, «τα μεγάλα συμφέροντα που πήραν τα πλοία από εδώ» και τώρα οι δουλειές είναι, στην καλύτερη, με το σταγονόμετρο. Οι λίγοι που απέμειναν, περνάνε λίγο από τη Ζώνη, «μια περατζάδα κάνουμε μήπως υπάρχει καμιά δουλειά και μετά ψάχνουμε αλλού.
Δουλειές του ποδαριού κυρίως».
Εξω από τα γραφεία των συνδικαλιστικών σωματείων της Ν.Ζ., κολλημένες οι τελευταίες ανακοινώσεις. Αναφέρουν τις άκαρπες συναντήσεις με υπουργούς, τις επιδοτήσεις εκατομμυρίων σε εφοπλιστές με λεφτά του ελληνικού λαού «για να χτίζουν τα βαπόρια τους στην Κίνα», «συμβάσεις τύπου COSCO των 500 ευρώ με ισοπεδωμένα δικαιώματα» κ.ά. Μέσα, σε έναν πίνακα, γραμμένο με κιμωλία ένα ακρωνύμιο που λέει ΠΑΣΟΚ αλλά: «Πατέρα Αναπαύσου Συνεχίζω Ολοκληρωτική Καταστροφή». Δίπλα, μια ζωγραφισμένη γελοιογραφία με τον Στρος-Καν να κυνηγάει την καμαριέρα φωνάζοντάς της: «Καμ του δώθε μωρή να σου δείξω τι έκανα στο Ελλάντα!».
Οπως και η καμαριέρα στον πίνακα, έτσι και η φιγούρα της γυναίκας στο τατουάζ του εξηντατριάχρονου Παναγιώτη Αγγελάκη δεν έχουν ρούχα. Ο ίδιος, μηχανικός εφαρμοστής -όταν υπάρχει δουλειά-, προσπαθεί ακόμα να εργάζεται προκειμένου να μαζέψει τα ένσημα που του χρειάζονται για να βγει στη σύνταξη. Του υπολείπονται γύρω στα 1.000 και για να μπορέσει να βγει στη σύνταξη θα χρειαστεί, όπως λέει, για τα επόμενα τρία με τέσσερα έτη να κολλάει 300 ένσημα το χρόνο. Φέτος όμως έχει κολλήσει μόνο 13, ενώ πέρσι 34. Με τρεις κόρες, η μία απολύθηκε πρόσφατα, θεωρεί τον εαυτό του προνομιούχο σε σχέση με άλλους συναδέλφους του. Και αυτό γιατί «δουλεύει ακόμα η γυναίκα μου και υπάρχει ένα σταθερό εισόδημα. Για τα απαραίτητα μόνο. Φως, νερό, τηλέφωνο». Στη λαϊκή πηγαίνει μετά τις δύο «επειδή τότε είναι πιο φτηνά και μπορείς να πάρεις κάνα κιλό παραπάνω». Ομως «έτσι πάει εδώ. Πώς θα επιβιώσουμε ακόμα μια μέρα, γιατί δεν ξέρουμε αν τον άλλο μήνα θα κάνουμε δύο ή πέντε μεροκάματα. Αυτή είναι η ζωή στη Ζώνη που πάνε συστηματικά να σβήσουν για να κατεβάσουν το εργατικό κόστος στα κινέζικα δεδομένα που είναι φτηνότερα».
Δίπλα, ένας νεότερος συνάδελφός του λέει πως «ξέρεις πόσοι εδώ περιμένουμε τις γιαγιάδες μας, τις μανάδες μας, τους πατεράδες μας, να πάρουν τη σύνταξή τους, να πάρουμε και μεις κάνα δυο κατοστάρικα». «Εμένα με βοηθάει η κόρη μου που δουλεύει σε σουπερμάρκετ» λέει κάποιος άλλος.
Ο Θανάσης Τζιόμπρας, 47, ελασματουργός και με δύο παιδιά, έχει δουλέψει τους τελευταίους τρεις μήνες μόνο έξι μεροκάματα. Η γυναίκα του δεν δουλεύει. Θεωρεί ωστόσο τον εαυτό του τυχερό που χρωστάει στις τράπεζες «μόνο» 20 χιλιάδες ευρώ από κάτι στεγαστικά δάνεια που είχε πάρει παλαιότερα. «Αλλοι συνάδελφοί μου χρωστάνε πολύ περισσότερα και τα χρέη ξεπερνούν τη δυνατότητά μας να τα αποπληρώσουμε». Τυχερός επίσης γιατί «εγώ ακόμα μπορώ να είμαι εδώ. Να έχω ακόμα ρεύμα. Να έχω ακόμα νερό και να μπορώ να κινούμαι για να βρω δουλειά. Αυτοί που έχουν φύγει και έχουν επιστρέψει στα χωριά τους είναι που βρίσκονται σε χειρότερη μοίρα. Αναγκάστηκαν εκ των πραγμάτων να επιστρέψουν για να έχουν τουλάχιστον ένα πιάτο φαΐ από τους γονείς τους» λέει.
Οπως ένας φίλος και συνάδελφός του που έφυγε μόνιμα για Καρδίτσα. «Δεν είχε ούτε για βενζίνη λεφτά και έτσι βάλαμε όλοι ρεφενέ. Λεφτά για διόδια ασφαλώς δεν είχε και έτσι σήκωνε τις μπάρες. Τον σταμάτησε όμως η αστυνομία και του έκοψε κλήση. Είναι 55 χρόνων, έχει ένα παιδί και τον ταΐζει η θεία του».
«Εγώ», συνεχίζει ο Θανάσης Τζιόμπρας, «ψάχνω να βρω δουλειά οπουδήποτε, αλλά το πρόβλημα με εμάς είναι ότι μετά από κάποια ηλικία δυσκολευόμαστε να βρούμε». Ακούγοντας το «κάποια ηλικία», ο κ. Θανάσης, 56, εργαζόμενος στη Ζώνη ως ηλεκτρολόγος, διακόπτει και λέει: «Εφτασα να βάζω μέσο για να πάω να δουλέψω ως σερβιτόρος μόνο για να μου λένε εκεί, "56 ετών; Θα μπορείς να σηκώσεις το δίσκο;"»
Δυστυχώς, η απελπισία και τα χρέη έχουν οδηγήσει κάποιους στην αυτοκτονία. Από το Πάσχα μέχρι σήμερα έχουν σημειωθεί τέσσερις αυτοκτονίες. «Παίρνεις ένα πιστόλι, καραμπίνα μάλλον επειδή είναι φτηνότερη και πιο εύκολο να τη βρεις. Ξέρω συναδέλφους που αυτοκτόνησαν. Πας στα σπίτια τους. Οι συγγενείς λένε πως "δεν είναι ανακοινώσιμο". Υπάρχει θρησκοληψία στις οικογένειες. Μην ακουστεί ότι αυτοκτόνησαν. Οι τέσσερις ωστόσο επιβεβαιωμένες αυτοκτονίες είναι μόνο από τους περίπου 1.500 με 2.000 που έχουμε απομείνει εδώ. Ετσι το μαθαίνουμε. Και είναι μόνο η αρχή. Πολλοί φοβούνται ότι από Σεπτέμβριο θα αυξηθούν οι αυτοκτονίες γιατί τα καλοκαίρια, ακόμα και τις καλές εποχές, υπήρχε μια κάμψη στις δουλειές. Αρκετοί ακόμα ελπίζουν ότι από Σεπτέμβριο κάτι μπορεί να γίνει».
Ο Παύλος, 28, δεν μπορούσε να περιμένει άλλο για κάποια δουλειά που ενδεχομένως να μην ερχόταν και ποτέ. Πήρε τη γυναίκα του, τα δύο παιδιά του ηλικίας δύο και τριών ετών και πήγαν στο σπίτι των πεθερικών του στη Χίο. Για να τα ταΐσει, όταν δεν υπάρχει φαγητό (σχεδόν καθημερινό φαινόμενο), παίρνει τους δρόμους και μαζεύει φρούτα. Κυρίως σύκα και βατόμουρα. Οταν επιστρέφει: «Κοκόνες μου σας έφερα γλυκά να φάτε», και προσπαθεί να τις πείσει ότι από επιλογή τρέφονται έτσι. Την ιστορία του Παύλου διηγήθηκε ο εξίσου άνεργος αδερφός του.
Πάρα πολλοί αναγκάζονται να κλέψουν ρεύμα. «Είμαστε σε τρία σπίτια, οι παππούδες μου, οι γονείς μου και εγώ. Ολοι παίρνουμε ρεύμα από ένα ρολόι. "Αντάρτικο πόλεων" το λέμε. Οποτε βέβαια βάζει η γιαγιά πλυντήριο, εγώ δεν έχω τηλεόραση. Με τέτοιες πουστ... αναγκαζόμαστε να ζούμε. Οχι μόνο εγώ. Ολοι. Αλλοι βέβαια που δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα και τους κόβει η ΔΕΗ το ρεύμα, πηγαίνουν με τη βοήθεια των ηλεκτρολόγων της Ζώνης και το ξανασυνδέουν».
Ο Πέτρος Πουντίδης, 30, μανουβραδόρος, θυμάται τον εαυτό του πιτσιρικά στη Ν.Ζ. να παίζει μπάλα. Ερχόταν με τον πατέρα του που δούλευε ως ηλεκτροσυγκολλητής. Ολόκληρο το 2011 έχει δουλέψει εννέα μεροκάματα που ισοδυναμούν με 71.80 ευρώ τη μέρα. «Αμα δεν έχεις παππούδες να παίρνουν καμιά σύνταξη, κάνα μπάρμπα να τσοντάρει, δεν ζεις» λέει. «Στα 30 σου υποτίθεται ότι ανοίγεις φτερά. Ερχεσαι όμως εδώ και κοιτάς να βρεις κάποιον με ένα ευρώ να σε κεράσει καφέ» συνεχίζει, αραιώνοντας ξανά και ξανά τον κερασμένο καφέ του με νερό. «Εμείς τα όρια της εξαθλίωσης τα έχουμε περάσει προ πολλού. Αμα τώρα φτάσουμε στα όρια της εξαθλίωσης, θα πει ότι υπάρχει βελτίωση».
«Η πολιτική βούληση για εδώ είναι να μας ξεκληρίσουν. Δεν τους ενδιαφέρουν οι χιλιάδες οικογένειες που θα μείνουν στο δρόμο. Θέλουν να κάνουν εδώ πέρα αποθήκη για κοντέινερ και να πουλήσουν το λιμάνι στους Κινέζους. Αυτός είναι ο πολιτικός τους στόχος. Εμείς όμως θα μείνουμε εδώ. Θα προσπαθούμε να τους απωθούμε για να μην έρθουν και κάνουν κατάληψη στο λιμάνι, κατάληψη στα όνειρά μας».
Στο σπίτι μαγειρεύει νερόβραστα βλίτα και κολοκυθάκια. «Τρία βλίτα, δύο κολοκύθια. Αυτή είναι η διατροφή μου. Εχω χάσει 20 κιλά. Στην κοπελιά μου λέω να κάνει υπομονή. "Βρε κούκλα μου, να έχω δουλειά, να έχω ένα εικοσάευρω, να σε πάω τότε για ποτάκι". Δεν ντρέπονται, δίνουν πόσα εκατομμύρια, από τους φόρους μας, στους εφοπλιστές για τις άγονες γραμμές και αυτοί πάνε και επισκευάζουν τα καράβια τους στο εξωτερικό. Αμα βγει ένας νόμος που θα λέει ότι το 1% των επισκευών ή κατασκευών θα πρέπει να γίνεται στην Ελλάδα, δεν θα φτάνουμε για να δουλέψουμε».
«Βγαίνουν μετά κάποια κανάλια και μας αποκαλούν "εργατική αριστοκρατία". Οτι παίρνουμε πολλά. Νομίζουν ότι καθόμαστε σε κάποιο γραφείο, πατάμε κάποια κουμπάκια και τα σίδερα επισκευάζονται μόνα τους. Παλεύουμε με τα σίδερα και συνήθως τα σίδερα νικούν. Με τους ανθρώπους τα βάζουμε πιο εύκολα. Στην τελευταία μας κινητοποίηση στο υπουργείο Οικονομικών, οι αστυνομικοί έπαιζαν ντραμς στην πλάτη και το κεφάλι μου με τα κλομπ. Μια φορά, κουτούλησα σε ένα σίδερο μέσα σε καράβι και με πόνεσε περισσότερο».
Τέλος, κάποιος άλλος λέει: «Ξέρεις πότε ένιωσα απόλυτο μηδενικό; Πραγματική ξεφτίλα; Είχε αδειάσει το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου μου. Δεν το κουνούσα γιατί δεν είχα λεφτά να το γεμίσω. Ούτε μέχρι τη μέση. Η κοπέλα μου δεν το ήξερε. Μου το ζήτησε μια μέρα για να πάει μέχρι το σουπερμάρκετ. Αυτή είχε δουλειά και πληρωνόταν. Δεν της είπα ότι είναι άδειο για να αναγκαστεί να το γεμίσει αυτή». *
Στο δυτικότερο άκρο της Αθήνας, το Πέραμα, ο χρόνος φαίνεται να κυλάει αντίστροφα. Πόλη της ναυτοσύνης, όπως την έχουν αποκαλέσει, πήρε το όνομά της από τους «περαματάρηδες» που μετέφεραν παλαιότερα κόσμο από και προς Σαλαμίνα. Σήμερα στο Πέραμα, στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη (Ν.Ζ.) συγκεκριμένα, με την ανεργία εκεί να ξεπερνάει το 90%, ανατριχιάζουν οι ιστορίες των ανθρώπων που πέρασαν από την επιφάνεια στον πάτο.
Θανάσης Τζιόμπρας, 47: «Μετά από κάποια ηλικία δυσκολευόμαστε να βρούμε αλλού δουλειά» Θανάσης Τζιόμπρας, 47: «Μετά από κάποια ηλικία δυσκολευόμαστε να βρούμε αλλού δουλειά» Αρκετοί κλέβουν το ρεύμα, κάποιοι αυτοκτονούν, σε πολλές περιπτώσεις δεν έχουν ούτε ένα ευρώ για καφέ, χάνουν κιλά λόγω πείνας και πολλοί δεν σηκώνουν το τηλέφωνο με το φόβο ότι τους καλεί η τράπεζα που χρωστάνε. Οι νεότεροι επιβιώνουν με τις συντάξεις των παππούδων ή των γονιών τους, ενώ άλλοι επιστρέφουν στα χωριά τους για να έχουν τουλάχιστον ένα πιάτο φαγητό.
Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άνεργοι θυμούνται τότε που το Πέραμα ήταν εξοχή. «Εδώ που πατάμε τώρα ήταν θάλασσα» λένε. «Ερχόμασταν τις Κυριακές για εκδρομή». Μετά ήρθε η «ανάπτυξη» και αργότερα οι καλές εποχές της Ν.Ζ. Πολλές παραγγελίες από το εξωτερικό, κατασκευές, επισκευές, πολλοί, όπως λένε, έχτισαν τα σπίτια τους στο Πέραμα για να είναι κοντά στη δουλειά. Τον Αύγουστο του '08 εργάζονταν στη Ζώνη περισσότεροι από 6.500 χιλιάδες άνθρωποι. Μετά ήρθε η κρίση, «τα μεγάλα συμφέροντα που πήραν τα πλοία από εδώ» και τώρα οι δουλειές είναι, στην καλύτερη, με το σταγονόμετρο. Οι λίγοι που απέμειναν, περνάνε λίγο από τη Ζώνη, «μια περατζάδα κάνουμε μήπως υπάρχει καμιά δουλειά και μετά ψάχνουμε αλλού.
Δουλειές του ποδαριού κυρίως».
Εξω από τα γραφεία των συνδικαλιστικών σωματείων της Ν.Ζ., κολλημένες οι τελευταίες ανακοινώσεις. Αναφέρουν τις άκαρπες συναντήσεις με υπουργούς, τις επιδοτήσεις εκατομμυρίων σε εφοπλιστές με λεφτά του ελληνικού λαού «για να χτίζουν τα βαπόρια τους στην Κίνα», «συμβάσεις τύπου COSCO των 500 ευρώ με ισοπεδωμένα δικαιώματα» κ.ά. Μέσα, σε έναν πίνακα, γραμμένο με κιμωλία ένα ακρωνύμιο που λέει ΠΑΣΟΚ αλλά: «Πατέρα Αναπαύσου Συνεχίζω Ολοκληρωτική Καταστροφή». Δίπλα, μια ζωγραφισμένη γελοιογραφία με τον Στρος-Καν να κυνηγάει την καμαριέρα φωνάζοντάς της: «Καμ του δώθε μωρή να σου δείξω τι έκανα στο Ελλάντα!».
Οπως και η καμαριέρα στον πίνακα, έτσι και η φιγούρα της γυναίκας στο τατουάζ του εξηντατριάχρονου Παναγιώτη Αγγελάκη δεν έχουν ρούχα. Ο ίδιος, μηχανικός εφαρμοστής -όταν υπάρχει δουλειά-, προσπαθεί ακόμα να εργάζεται προκειμένου να μαζέψει τα ένσημα που του χρειάζονται για να βγει στη σύνταξη. Του υπολείπονται γύρω στα 1.000 και για να μπορέσει να βγει στη σύνταξη θα χρειαστεί, όπως λέει, για τα επόμενα τρία με τέσσερα έτη να κολλάει 300 ένσημα το χρόνο. Φέτος όμως έχει κολλήσει μόνο 13, ενώ πέρσι 34. Με τρεις κόρες, η μία απολύθηκε πρόσφατα, θεωρεί τον εαυτό του προνομιούχο σε σχέση με άλλους συναδέλφους του. Και αυτό γιατί «δουλεύει ακόμα η γυναίκα μου και υπάρχει ένα σταθερό εισόδημα. Για τα απαραίτητα μόνο. Φως, νερό, τηλέφωνο». Στη λαϊκή πηγαίνει μετά τις δύο «επειδή τότε είναι πιο φτηνά και μπορείς να πάρεις κάνα κιλό παραπάνω». Ομως «έτσι πάει εδώ. Πώς θα επιβιώσουμε ακόμα μια μέρα, γιατί δεν ξέρουμε αν τον άλλο μήνα θα κάνουμε δύο ή πέντε μεροκάματα. Αυτή είναι η ζωή στη Ζώνη που πάνε συστηματικά να σβήσουν για να κατεβάσουν το εργατικό κόστος στα κινέζικα δεδομένα που είναι φτηνότερα».
Δίπλα, ένας νεότερος συνάδελφός του λέει πως «ξέρεις πόσοι εδώ περιμένουμε τις γιαγιάδες μας, τις μανάδες μας, τους πατεράδες μας, να πάρουν τη σύνταξή τους, να πάρουμε και μεις κάνα δυο κατοστάρικα». «Εμένα με βοηθάει η κόρη μου που δουλεύει σε σουπερμάρκετ» λέει κάποιος άλλος.
Ο Θανάσης Τζιόμπρας, 47, ελασματουργός και με δύο παιδιά, έχει δουλέψει τους τελευταίους τρεις μήνες μόνο έξι μεροκάματα. Η γυναίκα του δεν δουλεύει. Θεωρεί ωστόσο τον εαυτό του τυχερό που χρωστάει στις τράπεζες «μόνο» 20 χιλιάδες ευρώ από κάτι στεγαστικά δάνεια που είχε πάρει παλαιότερα. «Αλλοι συνάδελφοί μου χρωστάνε πολύ περισσότερα και τα χρέη ξεπερνούν τη δυνατότητά μας να τα αποπληρώσουμε». Τυχερός επίσης γιατί «εγώ ακόμα μπορώ να είμαι εδώ. Να έχω ακόμα ρεύμα. Να έχω ακόμα νερό και να μπορώ να κινούμαι για να βρω δουλειά. Αυτοί που έχουν φύγει και έχουν επιστρέψει στα χωριά τους είναι που βρίσκονται σε χειρότερη μοίρα. Αναγκάστηκαν εκ των πραγμάτων να επιστρέψουν για να έχουν τουλάχιστον ένα πιάτο φαΐ από τους γονείς τους» λέει.
Οπως ένας φίλος και συνάδελφός του που έφυγε μόνιμα για Καρδίτσα. «Δεν είχε ούτε για βενζίνη λεφτά και έτσι βάλαμε όλοι ρεφενέ. Λεφτά για διόδια ασφαλώς δεν είχε και έτσι σήκωνε τις μπάρες. Τον σταμάτησε όμως η αστυνομία και του έκοψε κλήση. Είναι 55 χρόνων, έχει ένα παιδί και τον ταΐζει η θεία του».
«Εγώ», συνεχίζει ο Θανάσης Τζιόμπρας, «ψάχνω να βρω δουλειά οπουδήποτε, αλλά το πρόβλημα με εμάς είναι ότι μετά από κάποια ηλικία δυσκολευόμαστε να βρούμε». Ακούγοντας το «κάποια ηλικία», ο κ. Θανάσης, 56, εργαζόμενος στη Ζώνη ως ηλεκτρολόγος, διακόπτει και λέει: «Εφτασα να βάζω μέσο για να πάω να δουλέψω ως σερβιτόρος μόνο για να μου λένε εκεί, "56 ετών; Θα μπορείς να σηκώσεις το δίσκο;"»
Δυστυχώς, η απελπισία και τα χρέη έχουν οδηγήσει κάποιους στην αυτοκτονία. Από το Πάσχα μέχρι σήμερα έχουν σημειωθεί τέσσερις αυτοκτονίες. «Παίρνεις ένα πιστόλι, καραμπίνα μάλλον επειδή είναι φτηνότερη και πιο εύκολο να τη βρεις. Ξέρω συναδέλφους που αυτοκτόνησαν. Πας στα σπίτια τους. Οι συγγενείς λένε πως "δεν είναι ανακοινώσιμο". Υπάρχει θρησκοληψία στις οικογένειες. Μην ακουστεί ότι αυτοκτόνησαν. Οι τέσσερις ωστόσο επιβεβαιωμένες αυτοκτονίες είναι μόνο από τους περίπου 1.500 με 2.000 που έχουμε απομείνει εδώ. Ετσι το μαθαίνουμε. Και είναι μόνο η αρχή. Πολλοί φοβούνται ότι από Σεπτέμβριο θα αυξηθούν οι αυτοκτονίες γιατί τα καλοκαίρια, ακόμα και τις καλές εποχές, υπήρχε μια κάμψη στις δουλειές. Αρκετοί ακόμα ελπίζουν ότι από Σεπτέμβριο κάτι μπορεί να γίνει».
Ο Παύλος, 28, δεν μπορούσε να περιμένει άλλο για κάποια δουλειά που ενδεχομένως να μην ερχόταν και ποτέ. Πήρε τη γυναίκα του, τα δύο παιδιά του ηλικίας δύο και τριών ετών και πήγαν στο σπίτι των πεθερικών του στη Χίο. Για να τα ταΐσει, όταν δεν υπάρχει φαγητό (σχεδόν καθημερινό φαινόμενο), παίρνει τους δρόμους και μαζεύει φρούτα. Κυρίως σύκα και βατόμουρα. Οταν επιστρέφει: «Κοκόνες μου σας έφερα γλυκά να φάτε», και προσπαθεί να τις πείσει ότι από επιλογή τρέφονται έτσι. Την ιστορία του Παύλου διηγήθηκε ο εξίσου άνεργος αδερφός του.
Πάρα πολλοί αναγκάζονται να κλέψουν ρεύμα. «Είμαστε σε τρία σπίτια, οι παππούδες μου, οι γονείς μου και εγώ. Ολοι παίρνουμε ρεύμα από ένα ρολόι. "Αντάρτικο πόλεων" το λέμε. Οποτε βέβαια βάζει η γιαγιά πλυντήριο, εγώ δεν έχω τηλεόραση. Με τέτοιες πουστ... αναγκαζόμαστε να ζούμε. Οχι μόνο εγώ. Ολοι. Αλλοι βέβαια που δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα και τους κόβει η ΔΕΗ το ρεύμα, πηγαίνουν με τη βοήθεια των ηλεκτρολόγων της Ζώνης και το ξανασυνδέουν».
Ο Πέτρος Πουντίδης, 30, μανουβραδόρος, θυμάται τον εαυτό του πιτσιρικά στη Ν.Ζ. να παίζει μπάλα. Ερχόταν με τον πατέρα του που δούλευε ως ηλεκτροσυγκολλητής. Ολόκληρο το 2011 έχει δουλέψει εννέα μεροκάματα που ισοδυναμούν με 71.80 ευρώ τη μέρα. «Αμα δεν έχεις παππούδες να παίρνουν καμιά σύνταξη, κάνα μπάρμπα να τσοντάρει, δεν ζεις» λέει. «Στα 30 σου υποτίθεται ότι ανοίγεις φτερά. Ερχεσαι όμως εδώ και κοιτάς να βρεις κάποιον με ένα ευρώ να σε κεράσει καφέ» συνεχίζει, αραιώνοντας ξανά και ξανά τον κερασμένο καφέ του με νερό. «Εμείς τα όρια της εξαθλίωσης τα έχουμε περάσει προ πολλού. Αμα τώρα φτάσουμε στα όρια της εξαθλίωσης, θα πει ότι υπάρχει βελτίωση».
«Η πολιτική βούληση για εδώ είναι να μας ξεκληρίσουν. Δεν τους ενδιαφέρουν οι χιλιάδες οικογένειες που θα μείνουν στο δρόμο. Θέλουν να κάνουν εδώ πέρα αποθήκη για κοντέινερ και να πουλήσουν το λιμάνι στους Κινέζους. Αυτός είναι ο πολιτικός τους στόχος. Εμείς όμως θα μείνουμε εδώ. Θα προσπαθούμε να τους απωθούμε για να μην έρθουν και κάνουν κατάληψη στο λιμάνι, κατάληψη στα όνειρά μας».
Στο σπίτι μαγειρεύει νερόβραστα βλίτα και κολοκυθάκια. «Τρία βλίτα, δύο κολοκύθια. Αυτή είναι η διατροφή μου. Εχω χάσει 20 κιλά. Στην κοπελιά μου λέω να κάνει υπομονή. "Βρε κούκλα μου, να έχω δουλειά, να έχω ένα εικοσάευρω, να σε πάω τότε για ποτάκι". Δεν ντρέπονται, δίνουν πόσα εκατομμύρια, από τους φόρους μας, στους εφοπλιστές για τις άγονες γραμμές και αυτοί πάνε και επισκευάζουν τα καράβια τους στο εξωτερικό. Αμα βγει ένας νόμος που θα λέει ότι το 1% των επισκευών ή κατασκευών θα πρέπει να γίνεται στην Ελλάδα, δεν θα φτάνουμε για να δουλέψουμε».
«Βγαίνουν μετά κάποια κανάλια και μας αποκαλούν "εργατική αριστοκρατία". Οτι παίρνουμε πολλά. Νομίζουν ότι καθόμαστε σε κάποιο γραφείο, πατάμε κάποια κουμπάκια και τα σίδερα επισκευάζονται μόνα τους. Παλεύουμε με τα σίδερα και συνήθως τα σίδερα νικούν. Με τους ανθρώπους τα βάζουμε πιο εύκολα. Στην τελευταία μας κινητοποίηση στο υπουργείο Οικονομικών, οι αστυνομικοί έπαιζαν ντραμς στην πλάτη και το κεφάλι μου με τα κλομπ. Μια φορά, κουτούλησα σε ένα σίδερο μέσα σε καράβι και με πόνεσε περισσότερο».
Τέλος, κάποιος άλλος λέει: «Ξέρεις πότε ένιωσα απόλυτο μηδενικό; Πραγματική ξεφτίλα; Είχε αδειάσει το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου μου. Δεν το κουνούσα γιατί δεν είχα λεφτά να το γεμίσω. Ούτε μέχρι τη μέση. Η κοπέλα μου δεν το ήξερε. Μου το ζήτησε μια μέρα για να πάει μέχρι το σουπερμάρκετ. Αυτή είχε δουλειά και πληρωνόταν. Δεν της είπα ότι είναι άδειο για να αναγκαστεί να το γεμίσει αυτή». *
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου