του Ρούσου Βρανά
Είναι δύσκολο να πείσει κανείς έναν λαό πως τον σκοτώνει για το καλό του, έλεγε η αμερικανίδα αρθρογράφος Μόλι Αϊβινς. Αναφερόταν στην πολιτική του προέδρου Μπους, αλλά αυτό ακριβώς επιχειρούν να κάνουν σήμερα τα αφεντικά της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Στην Ισλανδία δεν το πέτυχαν.
Και στις περιφερειακές χώρες της ευρωζώνης συναντούν ισχυρές λαϊκές αντιδράσεις.
Η «κρίση χρέους» αυτών των χωρών, όπως την έχουν ονομάσει, δίνει στους δανειστές τους μια μοναδική ευκαιρία να αποκτήσουν αναίμακτα αμύθητα κέρδη, που σε άλλες εποχές θα τα αποκτούσαν μόνο ύστερα από φονικούς πολέμους. Εχοντας στο πλευρό τους τους σχεδιαστές της ευρωπαϊκής πολιτικής, απαιτούν την ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας, των εθνικών γαιών και των δημόσιων υπηρεσιών εν είδει φόρου υποτέλειας. Το παράδοξο είναι όμως πως, όπως επισημαίνει ο οικονομολόγος Μάικλ Χάντσον, όσο πιο πιεστικά επιβάλλουν οι δανειστές
αυτές τις απαιτήσεις τους στις χώρες τόσο περισσότερα διακινδυνεύουν να χάσουν. Φυσικά, κάποια ειδικά συμφέροντα πάντα βγαίνουν κερδισμένα από τις παραδοξότητες του συστήματος. Οι αγορές έχουν ήδη προεξοφλήσει το ενδεχόμενο να χρεοκοπήσει κάποια από τις χώρες της ευρωζώνης. Το μόνο ερώτημα είναι πότε. Μέχρι τότε, οι τράπεζες απλώς κερδίζουν χρόνο μεταβιβάζοντας τις ζημιές τους στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την Ευρωπαϊκή Ενωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Η μόνη νομική βάση, όμως, που διαθέτουν αυτές οι τράπεζες για τις διεκδικήσεις τους είναι η αποδοχή τους από τους λαούς των χρεωμένων χωρών. Αλλιώς, η επιβολή χρεών επί χρεών ισοδυναμεί με εχθρική ενέργεια, λέει ο Μάικλ Χάντσον.
Μια χώρα έχει το δικαίωμα να υπερασπιστεί την εθνική οικονομία της από τέτοιες επιθετικές πράξεις. Και ο λαός της έχει το δικαίωμα να απαιτήσει τη διαγραφή του επαχθούς χρέους της. Μια τέτοια διαγραφή είχε γίνει κατόπιν πρωτοβουλίας των συμμαχικών δυνάμεων στην ηττημένη Γερμανία, με τη νομισματική μεταρρύθμιση του 1947.
Η γερμανική οικονομία απαλλάχτηκε από τα χρέη της και πάνω σε αυτή τη βάση οικοδομήθηκε το κατοπινό γερμανικό οικονομικό θαύμα. Κάθε κυβέρνηση έχει το δικαίωμα και το πολιτικό καθήκον να προστατεύει την ευημερία των πολιτών της χώρας της, να διατηρεί την ακεραιότητα της εθνικής περιουσίας και να κάνει όλα όσα είναι απαραίτητα ώστε οι πολίτες της να μη γίνουν υπόδουλοι της ολιγαρχίας του χρήματος.
Και αυτό δεν είναι ένα κομμουνιστικό ή αναρχικό αίτημα, αλλά ένα κεκτημένο της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας από το 1789, που σήμερα καταστρατηγείται από νεοφεουδαλικά οικονομικά συμφέροντα και από νεοαπολυταρχικές κυβερνήσεις.
Με το στανιό, χωρίς τη ρητώς εκφρασμένη βούλησή του, κανείς λαός δεν μπορεί να εξαναγκάζεται σε ανώφελες θυσίες προκειμένου να γίνει φόρου υποτελής για την αποπληρωμή χρεών που δεν αναγνωρίζει ως δικά του. Ή, για να το πούμε λιγότερο κομψά, όπως έγραφε το πανό ενός από τους αγανακτισμένους της Βαρκελώνης, «Δεν μπορώ πια να σφίγγω το ζωνάρι και ταυτόχρονα να κατεβάζω το παντελόνι».
Είναι δύσκολο να πείσει κανείς έναν λαό πως τον σκοτώνει για το καλό του, έλεγε η αμερικανίδα αρθρογράφος Μόλι Αϊβινς. Αναφερόταν στην πολιτική του προέδρου Μπους, αλλά αυτό ακριβώς επιχειρούν να κάνουν σήμερα τα αφεντικά της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Στην Ισλανδία δεν το πέτυχαν.
Και στις περιφερειακές χώρες της ευρωζώνης συναντούν ισχυρές λαϊκές αντιδράσεις.
Η «κρίση χρέους» αυτών των χωρών, όπως την έχουν ονομάσει, δίνει στους δανειστές τους μια μοναδική ευκαιρία να αποκτήσουν αναίμακτα αμύθητα κέρδη, που σε άλλες εποχές θα τα αποκτούσαν μόνο ύστερα από φονικούς πολέμους. Εχοντας στο πλευρό τους τους σχεδιαστές της ευρωπαϊκής πολιτικής, απαιτούν την ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας, των εθνικών γαιών και των δημόσιων υπηρεσιών εν είδει φόρου υποτέλειας. Το παράδοξο είναι όμως πως, όπως επισημαίνει ο οικονομολόγος Μάικλ Χάντσον, όσο πιο πιεστικά επιβάλλουν οι δανειστές
αυτές τις απαιτήσεις τους στις χώρες τόσο περισσότερα διακινδυνεύουν να χάσουν. Φυσικά, κάποια ειδικά συμφέροντα πάντα βγαίνουν κερδισμένα από τις παραδοξότητες του συστήματος. Οι αγορές έχουν ήδη προεξοφλήσει το ενδεχόμενο να χρεοκοπήσει κάποια από τις χώρες της ευρωζώνης. Το μόνο ερώτημα είναι πότε. Μέχρι τότε, οι τράπεζες απλώς κερδίζουν χρόνο μεταβιβάζοντας τις ζημιές τους στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την Ευρωπαϊκή Ενωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Η μόνη νομική βάση, όμως, που διαθέτουν αυτές οι τράπεζες για τις διεκδικήσεις τους είναι η αποδοχή τους από τους λαούς των χρεωμένων χωρών. Αλλιώς, η επιβολή χρεών επί χρεών ισοδυναμεί με εχθρική ενέργεια, λέει ο Μάικλ Χάντσον.
Μια χώρα έχει το δικαίωμα να υπερασπιστεί την εθνική οικονομία της από τέτοιες επιθετικές πράξεις. Και ο λαός της έχει το δικαίωμα να απαιτήσει τη διαγραφή του επαχθούς χρέους της. Μια τέτοια διαγραφή είχε γίνει κατόπιν πρωτοβουλίας των συμμαχικών δυνάμεων στην ηττημένη Γερμανία, με τη νομισματική μεταρρύθμιση του 1947.
Η γερμανική οικονομία απαλλάχτηκε από τα χρέη της και πάνω σε αυτή τη βάση οικοδομήθηκε το κατοπινό γερμανικό οικονομικό θαύμα. Κάθε κυβέρνηση έχει το δικαίωμα και το πολιτικό καθήκον να προστατεύει την ευημερία των πολιτών της χώρας της, να διατηρεί την ακεραιότητα της εθνικής περιουσίας και να κάνει όλα όσα είναι απαραίτητα ώστε οι πολίτες της να μη γίνουν υπόδουλοι της ολιγαρχίας του χρήματος.
Και αυτό δεν είναι ένα κομμουνιστικό ή αναρχικό αίτημα, αλλά ένα κεκτημένο της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας από το 1789, που σήμερα καταστρατηγείται από νεοφεουδαλικά οικονομικά συμφέροντα και από νεοαπολυταρχικές κυβερνήσεις.
Με το στανιό, χωρίς τη ρητώς εκφρασμένη βούλησή του, κανείς λαός δεν μπορεί να εξαναγκάζεται σε ανώφελες θυσίες προκειμένου να γίνει φόρου υποτελής για την αποπληρωμή χρεών που δεν αναγνωρίζει ως δικά του. Ή, για να το πούμε λιγότερο κομψά, όπως έγραφε το πανό ενός από τους αγανακτισμένους της Βαρκελώνης, «Δεν μπορώ πια να σφίγγω το ζωνάρι και ταυτόχρονα να κατεβάζω το παντελόνι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου