Από τον Στάθη (ελευθεροτυπία)
Από πολύ νωρίς, σχεδόν αξημέρωτα, έσπευδαν με φούρια όλοι -αργυραμοιβοί, έμποροι, σαράφηδες, πλοιοκτήτες- απ' όλες τις γειτονιές της Πόλης προς το Ιερόν Παλάτιο -ένας δυο αποδοκιμάσθηκαν απ' τους εργατικούς στην Αγορά του Μαγγανά
έπεσαν και κάτι ζαρζαβατικά,
αλλά οι περισσότεροι, επωφελούμενοι απ' την παράξενη -σήμερα- ερημιά των οδών
έφθαναν εν τέλει στον προορισμό τους ασθμαίνοντες μεν, αρτιμελείς δε· αλλά οπωσδήποτε ανήσυχοι για το τι μέλλει γενέσθαι. Γιατί αυτή η άτακτη σύγκληση του μεγάλου Κονσήλιουμ; και πού είναι οι φρουροί; γιατί ο αρχηγός των Βαράγγων έχει κρεμάσει το σπαθί του στο Μίλιον; προς τι
αυτός ο άκρως ανησυχητικός συμβολισμός;
Ολα βαίνουν στραβά κι ανάποδα.
Ηδη από την προτεραίαν!
Ποιος να συμβούλευσε τον Ανακτα να εμφανισθεί στον Ιππόδρομο με τη Σπάθη του Δαμοκλή να επικρέμαται πάνω απ' την εστεμμένη κεφαλή του;
Και ποιος υπαγόρευσε στον Γαληνότατο να απευθυνθεί στο αγροίκο πλήθος με εκκλήσεις, παρακάλια, συγκεκαλυμμένες απειλές και μαλαγανιές; Θεατρινισμοί.
Και ιδού το αποτέλεσμα!
Ο Αναξ απεσύρθη απ' το Κάθισμα, αλλά το πλήθος παρέμεινε στον Ιππόδρομο. Και τώρα ο πασαένας τυχάρπαστος βούλεται αγορεύειν - και να λέγει ο στόμας του ό,τι θέλει. Απαγε!
...................................
«Δεν είναι πράγματα αυτά», μουρμούριζαν μεταξύ τους Συγκλητικοί και Σιλεντιάριοι, παίζοντας αμήχανοι με τις επίχρυσες πατερίτσες τους, τρώγοντας ένα λουκούμι, θωπεύοντας τα δαχτυλίδια τους με τα επίσημα και τα μεγάλα σχήματα, κάπως να περνάει η ώρα, ώσπου
να φανεί ο Αύγουστος - ή έστω οι άνθρωποί του - να δοθούν κάποιες εξηγήσεις - πού πάει το πράγμα - τι χρη δραν - και οπωσδήποτε, πού στο διάολο είναι οι Σκύθες Χωροφύλακες και δεν διαλύουν αυτό το ενοχλητικό πλήθος στον Ιππόδρομο;
Εις μάτην ανέμεναν οι Αρχοντες, άφαντος ο Αναξ...
Ομως πολλά δεινά μαζεμένα, δεν περιμένουν - και πάνω απ' όλα οι Φράγκοι! οι αναθεματισμένοι βάρβαροι, κατάμουτρα μας πέταξαν το Ανάθεμα στη Μεγάλη Εκκλησία, θέλουν τα λεφτά τους πίσω! Και τους τόκους! Εδώ και τώρα!
Η αλήθεια είναι ότι έχουν κάποιο δίκιο -πολλά τους πλήρωσαν οι Κύρηδες, πολλά τους χρωστάνε κι άλλα τόσα τους έταξαν - μα είναι τρόποι αυτοί;
Και ποιοι, στο κάτω κάτω, νομίζουν πως είναι;
Μισθοφόροι είναι, τοκογλύφοι, αγράμματοι, τυχοδιώκτες και κάθε λογής κατακάθια. Και αποβράσματα...
Μεσημέριαζε, οι Προεστοί άρχισαν να πεινάνε κι αίφνης - ο κόσμος ράγισε! Βοή στην αρχή κι ύστερα φήμες (ή μήπως μαντάτα;) από παντού:
έσπαζαν, λέει, οι εχθροί τα αγάλματα των ηρώων,
έσφαζαν, λέει, οι εχθροί τα πλήθη στον Ιππόδρομο -«μα τα πλήθη δεν είναι οι εχθροί;» - «όχι αυτοί οι εχθροί, οι άλλοι!» - «ποιοι άλλοι;» - «Φράγκοι!» - «μα αυτοί είναι δικοί μας!» - «όχι! εμείς είμαστε δικοί τους» - «ωραία λοιπόν! ας διαπραγματευθούμε».
Τη νύχτα εκείνη επήγαν τους αγγέλους στη Μέση Οδό κι έλιωναν τα χρυσά μοσχάρια για να τα κάνουν σόλδια και δηνάρια.
«Το χρέος θα πληρωθεί, το χρέος θα πληρωθεί» φώναζε ο τελευταίος Καισαρίων σαν τον πέταγαν οι Πιστωτές απ' το παράθυρο -ανήκουστο, αλλά ναι! απ' το παράθυρο!...
Ευτυχώς, οι ταραχές κρατούν λίγο. Η τάξη εύκολα αποκαθίσταται και οι μπίζνες συνεχίζονται ως συνήθως.
Τι ήσυχη νύχτα απόψε.
Ούτε οι σκάλες τρίζουν ούτε άγγελοι για πνίξιμο υπάρχουν πια στην Πόλη. Κι επιτέλους, αυτός ο Ιππόδρομος! ούτε λίθος από λίθον έχει πια απομείνει από αυτόν..
Από πολύ νωρίς, σχεδόν αξημέρωτα, έσπευδαν με φούρια όλοι -αργυραμοιβοί, έμποροι, σαράφηδες, πλοιοκτήτες- απ' όλες τις γειτονιές της Πόλης προς το Ιερόν Παλάτιο -ένας δυο αποδοκιμάσθηκαν απ' τους εργατικούς στην Αγορά του Μαγγανά
έπεσαν και κάτι ζαρζαβατικά,
αλλά οι περισσότεροι, επωφελούμενοι απ' την παράξενη -σήμερα- ερημιά των οδών
έφθαναν εν τέλει στον προορισμό τους ασθμαίνοντες μεν, αρτιμελείς δε· αλλά οπωσδήποτε ανήσυχοι για το τι μέλλει γενέσθαι. Γιατί αυτή η άτακτη σύγκληση του μεγάλου Κονσήλιουμ; και πού είναι οι φρουροί; γιατί ο αρχηγός των Βαράγγων έχει κρεμάσει το σπαθί του στο Μίλιον; προς τι
αυτός ο άκρως ανησυχητικός συμβολισμός;
Ολα βαίνουν στραβά κι ανάποδα.
Ηδη από την προτεραίαν!
Ποιος να συμβούλευσε τον Ανακτα να εμφανισθεί στον Ιππόδρομο με τη Σπάθη του Δαμοκλή να επικρέμαται πάνω απ' την εστεμμένη κεφαλή του;
Και ποιος υπαγόρευσε στον Γαληνότατο να απευθυνθεί στο αγροίκο πλήθος με εκκλήσεις, παρακάλια, συγκεκαλυμμένες απειλές και μαλαγανιές; Θεατρινισμοί.
Και ιδού το αποτέλεσμα!
Ο Αναξ απεσύρθη απ' το Κάθισμα, αλλά το πλήθος παρέμεινε στον Ιππόδρομο. Και τώρα ο πασαένας τυχάρπαστος βούλεται αγορεύειν - και να λέγει ο στόμας του ό,τι θέλει. Απαγε!
...................................
«Δεν είναι πράγματα αυτά», μουρμούριζαν μεταξύ τους Συγκλητικοί και Σιλεντιάριοι, παίζοντας αμήχανοι με τις επίχρυσες πατερίτσες τους, τρώγοντας ένα λουκούμι, θωπεύοντας τα δαχτυλίδια τους με τα επίσημα και τα μεγάλα σχήματα, κάπως να περνάει η ώρα, ώσπου
να φανεί ο Αύγουστος - ή έστω οι άνθρωποί του - να δοθούν κάποιες εξηγήσεις - πού πάει το πράγμα - τι χρη δραν - και οπωσδήποτε, πού στο διάολο είναι οι Σκύθες Χωροφύλακες και δεν διαλύουν αυτό το ενοχλητικό πλήθος στον Ιππόδρομο;
Εις μάτην ανέμεναν οι Αρχοντες, άφαντος ο Αναξ...
Ομως πολλά δεινά μαζεμένα, δεν περιμένουν - και πάνω απ' όλα οι Φράγκοι! οι αναθεματισμένοι βάρβαροι, κατάμουτρα μας πέταξαν το Ανάθεμα στη Μεγάλη Εκκλησία, θέλουν τα λεφτά τους πίσω! Και τους τόκους! Εδώ και τώρα!
Η αλήθεια είναι ότι έχουν κάποιο δίκιο -πολλά τους πλήρωσαν οι Κύρηδες, πολλά τους χρωστάνε κι άλλα τόσα τους έταξαν - μα είναι τρόποι αυτοί;
Και ποιοι, στο κάτω κάτω, νομίζουν πως είναι;
Μισθοφόροι είναι, τοκογλύφοι, αγράμματοι, τυχοδιώκτες και κάθε λογής κατακάθια. Και αποβράσματα...
Μεσημέριαζε, οι Προεστοί άρχισαν να πεινάνε κι αίφνης - ο κόσμος ράγισε! Βοή στην αρχή κι ύστερα φήμες (ή μήπως μαντάτα;) από παντού:
έσπαζαν, λέει, οι εχθροί τα αγάλματα των ηρώων,
έσφαζαν, λέει, οι εχθροί τα πλήθη στον Ιππόδρομο -«μα τα πλήθη δεν είναι οι εχθροί;» - «όχι αυτοί οι εχθροί, οι άλλοι!» - «ποιοι άλλοι;» - «Φράγκοι!» - «μα αυτοί είναι δικοί μας!» - «όχι! εμείς είμαστε δικοί τους» - «ωραία λοιπόν! ας διαπραγματευθούμε».
Τη νύχτα εκείνη επήγαν τους αγγέλους στη Μέση Οδό κι έλιωναν τα χρυσά μοσχάρια για να τα κάνουν σόλδια και δηνάρια.
«Το χρέος θα πληρωθεί, το χρέος θα πληρωθεί» φώναζε ο τελευταίος Καισαρίων σαν τον πέταγαν οι Πιστωτές απ' το παράθυρο -ανήκουστο, αλλά ναι! απ' το παράθυρο!...
Ευτυχώς, οι ταραχές κρατούν λίγο. Η τάξη εύκολα αποκαθίσταται και οι μπίζνες συνεχίζονται ως συνήθως.
Τι ήσυχη νύχτα απόψε.
Ούτε οι σκάλες τρίζουν ούτε άγγελοι για πνίξιμο υπάρχουν πια στην Πόλη. Κι επιτέλους, αυτός ο Ιππόδρομος! ούτε λίθος από λίθον έχει πια απομείνει από αυτόν..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου