Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου
Αυξάνονται τα δημοσιεύματα που προπαγανδίζουν υπέρ της συγκρότησης μιας «κυβέρνησης σοφών», η οποία θα αναλάβει να διαχειριστεί το επόμενο στάδιο της ελληνικής κρίσης που περιλαμβάνει ασφαλώς και κάποια μορφή αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους. Οι απόψεις αυτές είτε εκκινούν από την προβαλλόμενη αδυναμία του πολιτικού συστήματος να ολοκληρώσει μια νέα μεταπολίτευση, που πλέον θεωρείται αναγκαία, είτε εστιάζουν στην δήθεν αντικειμενικότητα των προβλημάτων της οικονομίας και της διοίκησης, που απαιτούν ικανούς τεχνοκράτες για να βρεθεί η πλέον επωφελής λύση για όλους, είτε είναι ένα μίγμα αυτών τονίζοντας ότι οι πολιτικοί δεν έχουν το ηθικό ανάστημα να κυβερνήσουν, απολαμβάνοντας υψηλή νομιμοποίηση.
Αυτά τα επιχειρήματα και κυρίως η λογική που τα διέπει είναι γνωστά και αντιπροσωπευτικά της πολικής κουλτούρας λογής-λογής αντιδημοκρατικών μορφωμάτων την εποχή της νεωτερικότητας. Η επιστήμη κυρίως μετά το 1980 έχει καταναλώσει πολύ ενέργεια και πόρους για να καταλήξει ότι τέτοιες απόψεις έρχονται να διαστρέψουν το δημοκρατικό αίτημα, εκεί όπου η πολιτική κρίση εμφανίζεται ως επακόλουθο της οικονομικής κρίσης. Προδήλως πρόκειται είτε για μια νεοφασιστικού ή νεοναζιστικού τύπου προσέγγιση, που διατυπώνεται ως εθνική ανάγκη, η οποία δήθεν υπηρετεί την οικονομική αποτελεσματικότητα μέσω μιας απολιτικής εθνικής ενότητας, είτε για μια αμιγώς νεοφιλελεύθερη διαλεκτική, η οποία υποστηρίζει ότι τα οικονομικά προβλήματα πρέπει να αντιμετωπίζονται με οικονομικά μέσα και αρχές, που δήθεν είναι αντικειμενικές και πρέπει να είναι απαλλαγμένα/απαλλαγμένες από πολιτικές σκοπιμότητες ή/και πολιτικούς ανταγωνισμούς.
Με δύο λόγια και οι δύο παραπάνω προσεγγίσεις τείνουν να αναπαριστούν το οικονομικό και διοικητικό φαινόμενο ουδέτερα και να υπαινίσσονται ότι ο πολιτικός ανταγωνισμός και το πολιτικό κόστος των κυβερνήσεων που προκύπτει από τον κοινοβουλευτισμό, είναι η αιτία της διαφθοράς, της διαπλοκής, της κακοδιοίκησης, της παραοικονομίας και του εκχυδαϊσμού των κοινωνικών σχέσεων στην πατρίδα μας.
Από την άλλη, μια μερίδα δημοκρατών πιστεύει ακριβώς το αντίθετο, έχοντας με το μέρος της την ιστορική εμπειρία της ανθρωπότητας και την επιστήμη. Εμείς λέμε ότι όλα αυτά τα νοσηρά και καταστροφικά για την κοινωνία και την οικονομία φαινόμενα, οφείλονται ακριβώς στην αντιδημοκρατική μορφή του (δήθεν) πολιτικού ανταγωνισμού στην Ελλάδα και στην εκτροπή του κοινοβουλευτισμού, μέσω ενός απαράδεκτου πρωθυπουργοκεντρικού συστήματος πελατειακών δομών σε όλα τα επίπεδα της αντιπροσώπευσης, οικογενειοκρατίας, αδιαφάνειας, μαφιόζικου αποκλεισμού και ασφαλώς καλπονοθευτικών εκλογικών διαδικασιών. Οι δημοκράτες συμφωνούμε, μάλλον, στο ότι η εσωτερική διάσταση της σημερινής κρίσης οφείλεται στην σοβαρή νόθευση του πολιτικού ανταγωνισμού - καί μετά την μεταπολίτευση του 1974 - και ασφαλώς στην αναδιοργάνωση και επέκταση του κράτους πατρωνίας μετά την χούντα, καθώς και στην διαπλοκή που αποτέλεσε το επισφράγισμα του δικομματικού συστήματος διακυβέρνησης μιας πελατειακού τύπου «δημοκρατίας».
Από εκεί και έπειτα οι δημοκράτες διαφωνούμε ως προς επιμέρους ιδεολογικές και πολιτικές πτυχές της δημοκρατικής μεταρρύθμισης. Δεν διαφωνούμε όμως στο ότι η καλλιέργεια του πλουραλισμού και της ισότητας στο πλαίσιο της πολιτείας, η ανάπτυξη του γνήσιου και έντιμου ιδεολογικά και πολιτικά «αγωνισμού» και της ελευθερίας στην κοινωνία είναι αδιαπραγμάτευτα αγαθά. Έτσι θεωρούμε οι δημοκράτες ότι παλεύεται η καπιταλιστική βαρβαρότητα, ενώ κάποιοι από εμάς πάμε μακρύτερα οραματιζόμενοι μια σοσιαλιστική κοινωνία, που θα προκύψει μέσω της ριζοσπαστικοποίησης του δημοκρατικού φαινομένου.
Με άλλα λόγια, μια μερίδα τουλάχιστον δημοκρατών πιστεύουμε ότι η οικονομική κρίση είναι έκφραση της κρίσης εκδημοκρατισμού της χώρας και ότι για να δώσουμε «λύση» θα πρέπει να κάνουμε ένα ή και περισσότερα σταθερά βήματα δημοκρατικής προόδου, ενώ οι «άλλοι» μαζί με τον πρωθυπουργό (υπάρχουν σχετικές δηλώσεις) πιστεύουν ότι πρέπει να κάνουμε σήμερα ένα βήμα πίσω στη δημοκρατία, ώστε αυτή να σταθεροποιηθεί για να υπάρξει ελπίδα προόδου και ευημερίας στο μέλλον. Στο πλαίσιο αυτής της διαλεκτικής των «άλλων» αναπτύσσεται και η πρόταση για «κυβέρνηση σοφών», ενώ από εκεί και έπειτα αρχίζει η παραφιλολογία και η χυδαία διαστρέβλωση θέσεων και απόψεων των δημοκρατών που δεν συνήθισαν να πηγαίνουν πίσω-μπρος.
Ας δοκιμάσω να ξεκαθαρίσω ορισμένα πράγματα περί κυβέρνησης-πολιτικής , έστω και αναγκαστικά αποφθεγματικά:
- Δεν υπάρχουν σοφοί, ούτε καν «σοφοί» σήμερα αν και δεν λείπει η σοφία στον κόσμο μας, ως πολιτισμικό και κοινωνικό και όχι ατομικό αγαθό.
- Υπάρχουν ικανοί και θαυμάσιοι Έλληνες επιστήμονες που διακρίνονται από γνώση και εμπειρία στην ιδιαίτερη μεθοδολογία που χειρίζονται και διαπραγματεύονται.
- Με την επιστημονική μεθοδολογία είναι πρόστυχο να ισχυριστείς ότι μπορείς να αντικαταστήσεις την πολιτική, ή να δοκιμάσεις να κάνεις πολιτική.
- Η μεθοδολογία της επιστήμης υποστηρίζει ενδεχομένως πολιτικές, δεν γεννά όμως πολιτική πρακτική.
- Πολιτική είναι η γενική μέθοδος διαμόρφωσης εξουσιαστικών σχέσεων και άσκησης εξουσίας και ισχύος, ενώ κάθε ιδιαίτερη μεθοδολογία διαφόρων επιστημών έρχεται να εκλογικεύσει την συγκεκριμένη πολιτική και να της προσδώσει στοιχεία νομιμοποίησης, ώστε αυτή να αναπαραχθεί πάντοτε μεταλλαγμένη, εξαιτίας της επιστημονικής, διοικητικής και γενικότερα τεχνοκρατικής (νέας) εμπειρίας.
- Είναι τραγωδία ο πολιτικός να προφασίζεται ότι λειτουργεί ως επιστήμονας και ο επιστήμονας να νομίζει ότι, μια και χειρίζεται την μεθοδολογία ή τις μεθοδολογίες του κλάδου του, μπορεί να καταστεί ιδανικός πολιτικός.
- Η κυβέρνηση είναι πολιτικό φαινόμενο και δεν μπορεί να διασκεδαστεί η φύση της συγχεόμενη με την λειτουργία της, που είναι τεχνοκρατικό φαινόμενο. Αυτό όταν και όπου συμβαίνει αποτελεί πολιτική απάτη.
- Η κυβέρνηση κάνει πολιτική, δεν ασκεί ουδέτερα διοίκηση στον κοινοβουλευτισμό, ή αν προτιμάτε με όρους της αγοράς, κάνει πολιτικό μάνατζμεντ, που είναι διαφορετικό πράγμα από το διοικητικό μάνατζμεντ, το οποίο απαιτεί την εφαρμογή συγκεκριμένων επιστημονικών αρχών και την απασχόληση της αντίστοιχης τεχνολογίας. Το πολιτικό μάνατζμεντ δεν είναι δουλειά τεχνοκρατών, αλλά πολιτικών, που ασφαλώς θα πρέπει να διαθέτουν βαθιά φιλοσοφική κατάρτιση, και αναγνωρισμένη κοινωνική και επιστημονική εμπειρία, πέραν του ξεκάθαρου ιδεολογικού προσανατολισμού τους.
- Τέλος, σημειώστε ότι και οι επιστήμες παράγωγο της συγκεκριμένης εξέλιξης του πολιτικού φαινομένου είναι. Ευτυχείς είναι οι επιστήμονες εκείνοι που συνειδητοποιούν και γνωρίζουν την πολιτική καταγωγή της μεθοδολογίας τους και την συσχέτισή της με επιμέρους πολιτικές και «κοινές λογικές».
Κάθε ιδιαίτερη επιστημονική μεθοδολογία, λοιπόν, μπορεί να υπηρετήσει, να ενισχύσει, να νομιμοποιήσει και ίσως να καλλιεργήσει συγκεκριμένες μορφές εξουσιαστικών σχέσεων. Ανάλογα πώς βλέπεις τις σχέσεις και πώς τις μελετάς, σε οδηγεί να εντάσσεσαι και να αναπαράγεις σε κάποιο βαθμό την πολιτική δομή που τις ορίζει. Η κυβέρνηση είναι μια ολοκληρωμένη πολιτική (μικρο)δομή, που εσωτερικεύει τεχνολογία για να λειτουργεί. Δεν είναι όμως αυτή η τεχνολογία που την ορίζει οντολογικά. Αν παρόλα αυτά θεωρήσεις ότι είναι, την παθαίνεις σαν τον Γιώργο Παπανδρέου και όλους τους απολιτικούς πολιτικούς, που η κακιά τύχη των λαών τους έφερε στα κυβερνητικά πράγματα! Ας διακρίνουμε λοιπόν την πολιτική οντολογία μιας κυβέρνησης από την επιστημολογία που ορίζει την λειτουργία της, αν και θα πρέπει να υπάρχει συνάφεια μεταξύ των δύο για να υφίσταται αποτελεσματικότητα.
Άρα, μια «κυβέρνηση σοφών» θα ήταν μια ακόμη πολιτική απατεωνιά του καθεστώτος στην Ελλάδα. Άλλο πράγμα φυσικά θα ήταν μια κυβέρνηση αντικαθεστωτικής ενότητας που θα αναδείκνυε ένα υπουργικό συμβούλιο, το οποίο θα απαρτιζόταν από βαθιά καταρτισμένα μέλη στο ιδιαίτερο αντικείμενό τους και που θα εμφανίζονταν ικανά να εναρμονίζουν την επιστημονική μεθοδολογία στην πολιτική στρατηγική των δυνάμεων και των συμφερόντων των κοινωνικών στρωμάτων που θα υπηρετούσαν. Δεν υπάρχει ουδέτερη πολιτικά επιστήμη, υπάρχει όμως αντικειμενική επιστημολογία. Αυτά που σημείωσα μέχρι εδώ, για παράδειγμα, δεν είναι αντικειμενικά, μπορούν όμως να ελεγχθούν κατά έναν αντικειμενικό τρόπο από όσους έχουν εμπειρία στη γενική μεθοδολογία του στρουκτουραλισμού ή/και μεταμοντερνισμού. Συνεπώς μια κυβέρνηση τεχνοκρατών δεν έχει δημοκρατικό νόημα, αν και ασφαλώς έχει τεράστια πολιτική σημασία για την εξέλιξη, όχι απλώς του κυβερνητικού μοντέλου στην Ελλάδα, αλλά γενικότερα του πολιτικού συστήματος. Οι τεχνοκράτες δεν μπορούν να λύσουν πολιτικά προβλήματα σαν και αυτό που έχουμε μπροστά μας στην πατρίδα μας. Μπορούν όμως, αν διαθέτουν συναφή πολιτική συγκρότηση, να συμβάλουν στην διαμόρφωση των πλέον αποτελεσματικών αποφάσεων που θα απαντούν στην κρίση με οικονομικούς, τεχνολογικούς και διοικητικούς όρους, αφού όμως πρώτα απαντηθεί πολιτικά το πρόβλημα που παρήγαγε την κρίση.
Το πρόβλημα μας δεν είναι να βρούμε δυο ντουζίνες «σοφούς», αλλά την κοινωνική και πολιτική αρετή να επανιδρύσουμε την πολιτεία και τους επιμέρους θεσμούς με κανόνα την μέγιστη δυνατή ισότητα μεταξύ των μελών της ελληνικής κοινωνίας σε συνθήκες καπιταλισμού, δίχως αποκλεισμούς και με απόφαση να απασχολήσουμε την πλέον σύγχρονη τεχνολογία στον κόσμο για να υπηρετήσει την κοινωνία, το περιβάλλον και την οικονομική οργάνωση. Αν διαθέταμε αυτή την τεχνολογία, πολλοί νόμοι θα ήταν άχρηστοι και η κυβέρνηση δεν θα έκανε τον καραγκιόζη προσπαθώντας δήθεν να ορθολογικοποιήσει τις οικονομικές σχέσεις και να περιστείλει την φοροδιαφυγή και φοροκλοπή. Αλλά και αυτή η άτιμη η τεχνολογία δημοκρατική πολιτική βούληση απαιτεί, που απουσίαζε και δυστυχώς ούτε τώρα καλλιεργείται.
Αυξάνονται τα δημοσιεύματα που προπαγανδίζουν υπέρ της συγκρότησης μιας «κυβέρνησης σοφών», η οποία θα αναλάβει να διαχειριστεί το επόμενο στάδιο της ελληνικής κρίσης που περιλαμβάνει ασφαλώς και κάποια μορφή αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους. Οι απόψεις αυτές είτε εκκινούν από την προβαλλόμενη αδυναμία του πολιτικού συστήματος να ολοκληρώσει μια νέα μεταπολίτευση, που πλέον θεωρείται αναγκαία, είτε εστιάζουν στην δήθεν αντικειμενικότητα των προβλημάτων της οικονομίας και της διοίκησης, που απαιτούν ικανούς τεχνοκράτες για να βρεθεί η πλέον επωφελής λύση για όλους, είτε είναι ένα μίγμα αυτών τονίζοντας ότι οι πολιτικοί δεν έχουν το ηθικό ανάστημα να κυβερνήσουν, απολαμβάνοντας υψηλή νομιμοποίηση.
Αυτά τα επιχειρήματα και κυρίως η λογική που τα διέπει είναι γνωστά και αντιπροσωπευτικά της πολικής κουλτούρας λογής-λογής αντιδημοκρατικών μορφωμάτων την εποχή της νεωτερικότητας. Η επιστήμη κυρίως μετά το 1980 έχει καταναλώσει πολύ ενέργεια και πόρους για να καταλήξει ότι τέτοιες απόψεις έρχονται να διαστρέψουν το δημοκρατικό αίτημα, εκεί όπου η πολιτική κρίση εμφανίζεται ως επακόλουθο της οικονομικής κρίσης. Προδήλως πρόκειται είτε για μια νεοφασιστικού ή νεοναζιστικού τύπου προσέγγιση, που διατυπώνεται ως εθνική ανάγκη, η οποία δήθεν υπηρετεί την οικονομική αποτελεσματικότητα μέσω μιας απολιτικής εθνικής ενότητας, είτε για μια αμιγώς νεοφιλελεύθερη διαλεκτική, η οποία υποστηρίζει ότι τα οικονομικά προβλήματα πρέπει να αντιμετωπίζονται με οικονομικά μέσα και αρχές, που δήθεν είναι αντικειμενικές και πρέπει να είναι απαλλαγμένα/απαλλαγμένες από πολιτικές σκοπιμότητες ή/και πολιτικούς ανταγωνισμούς.
Με δύο λόγια και οι δύο παραπάνω προσεγγίσεις τείνουν να αναπαριστούν το οικονομικό και διοικητικό φαινόμενο ουδέτερα και να υπαινίσσονται ότι ο πολιτικός ανταγωνισμός και το πολιτικό κόστος των κυβερνήσεων που προκύπτει από τον κοινοβουλευτισμό, είναι η αιτία της διαφθοράς, της διαπλοκής, της κακοδιοίκησης, της παραοικονομίας και του εκχυδαϊσμού των κοινωνικών σχέσεων στην πατρίδα μας.
Από την άλλη, μια μερίδα δημοκρατών πιστεύει ακριβώς το αντίθετο, έχοντας με το μέρος της την ιστορική εμπειρία της ανθρωπότητας και την επιστήμη. Εμείς λέμε ότι όλα αυτά τα νοσηρά και καταστροφικά για την κοινωνία και την οικονομία φαινόμενα, οφείλονται ακριβώς στην αντιδημοκρατική μορφή του (δήθεν) πολιτικού ανταγωνισμού στην Ελλάδα και στην εκτροπή του κοινοβουλευτισμού, μέσω ενός απαράδεκτου πρωθυπουργοκεντρικού συστήματος πελατειακών δομών σε όλα τα επίπεδα της αντιπροσώπευσης, οικογενειοκρατίας, αδιαφάνειας, μαφιόζικου αποκλεισμού και ασφαλώς καλπονοθευτικών εκλογικών διαδικασιών. Οι δημοκράτες συμφωνούμε, μάλλον, στο ότι η εσωτερική διάσταση της σημερινής κρίσης οφείλεται στην σοβαρή νόθευση του πολιτικού ανταγωνισμού - καί μετά την μεταπολίτευση του 1974 - και ασφαλώς στην αναδιοργάνωση και επέκταση του κράτους πατρωνίας μετά την χούντα, καθώς και στην διαπλοκή που αποτέλεσε το επισφράγισμα του δικομματικού συστήματος διακυβέρνησης μιας πελατειακού τύπου «δημοκρατίας».
Από εκεί και έπειτα οι δημοκράτες διαφωνούμε ως προς επιμέρους ιδεολογικές και πολιτικές πτυχές της δημοκρατικής μεταρρύθμισης. Δεν διαφωνούμε όμως στο ότι η καλλιέργεια του πλουραλισμού και της ισότητας στο πλαίσιο της πολιτείας, η ανάπτυξη του γνήσιου και έντιμου ιδεολογικά και πολιτικά «αγωνισμού» και της ελευθερίας στην κοινωνία είναι αδιαπραγμάτευτα αγαθά. Έτσι θεωρούμε οι δημοκράτες ότι παλεύεται η καπιταλιστική βαρβαρότητα, ενώ κάποιοι από εμάς πάμε μακρύτερα οραματιζόμενοι μια σοσιαλιστική κοινωνία, που θα προκύψει μέσω της ριζοσπαστικοποίησης του δημοκρατικού φαινομένου.
Με άλλα λόγια, μια μερίδα τουλάχιστον δημοκρατών πιστεύουμε ότι η οικονομική κρίση είναι έκφραση της κρίσης εκδημοκρατισμού της χώρας και ότι για να δώσουμε «λύση» θα πρέπει να κάνουμε ένα ή και περισσότερα σταθερά βήματα δημοκρατικής προόδου, ενώ οι «άλλοι» μαζί με τον πρωθυπουργό (υπάρχουν σχετικές δηλώσεις) πιστεύουν ότι πρέπει να κάνουμε σήμερα ένα βήμα πίσω στη δημοκρατία, ώστε αυτή να σταθεροποιηθεί για να υπάρξει ελπίδα προόδου και ευημερίας στο μέλλον. Στο πλαίσιο αυτής της διαλεκτικής των «άλλων» αναπτύσσεται και η πρόταση για «κυβέρνηση σοφών», ενώ από εκεί και έπειτα αρχίζει η παραφιλολογία και η χυδαία διαστρέβλωση θέσεων και απόψεων των δημοκρατών που δεν συνήθισαν να πηγαίνουν πίσω-μπρος.
Ας δοκιμάσω να ξεκαθαρίσω ορισμένα πράγματα περί κυβέρνησης-πολιτικής , έστω και αναγκαστικά αποφθεγματικά:
- Δεν υπάρχουν σοφοί, ούτε καν «σοφοί» σήμερα αν και δεν λείπει η σοφία στον κόσμο μας, ως πολιτισμικό και κοινωνικό και όχι ατομικό αγαθό.
- Υπάρχουν ικανοί και θαυμάσιοι Έλληνες επιστήμονες που διακρίνονται από γνώση και εμπειρία στην ιδιαίτερη μεθοδολογία που χειρίζονται και διαπραγματεύονται.
- Με την επιστημονική μεθοδολογία είναι πρόστυχο να ισχυριστείς ότι μπορείς να αντικαταστήσεις την πολιτική, ή να δοκιμάσεις να κάνεις πολιτική.
- Η μεθοδολογία της επιστήμης υποστηρίζει ενδεχομένως πολιτικές, δεν γεννά όμως πολιτική πρακτική.
- Πολιτική είναι η γενική μέθοδος διαμόρφωσης εξουσιαστικών σχέσεων και άσκησης εξουσίας και ισχύος, ενώ κάθε ιδιαίτερη μεθοδολογία διαφόρων επιστημών έρχεται να εκλογικεύσει την συγκεκριμένη πολιτική και να της προσδώσει στοιχεία νομιμοποίησης, ώστε αυτή να αναπαραχθεί πάντοτε μεταλλαγμένη, εξαιτίας της επιστημονικής, διοικητικής και γενικότερα τεχνοκρατικής (νέας) εμπειρίας.
- Είναι τραγωδία ο πολιτικός να προφασίζεται ότι λειτουργεί ως επιστήμονας και ο επιστήμονας να νομίζει ότι, μια και χειρίζεται την μεθοδολογία ή τις μεθοδολογίες του κλάδου του, μπορεί να καταστεί ιδανικός πολιτικός.
- Η κυβέρνηση είναι πολιτικό φαινόμενο και δεν μπορεί να διασκεδαστεί η φύση της συγχεόμενη με την λειτουργία της, που είναι τεχνοκρατικό φαινόμενο. Αυτό όταν και όπου συμβαίνει αποτελεί πολιτική απάτη.
- Η κυβέρνηση κάνει πολιτική, δεν ασκεί ουδέτερα διοίκηση στον κοινοβουλευτισμό, ή αν προτιμάτε με όρους της αγοράς, κάνει πολιτικό μάνατζμεντ, που είναι διαφορετικό πράγμα από το διοικητικό μάνατζμεντ, το οποίο απαιτεί την εφαρμογή συγκεκριμένων επιστημονικών αρχών και την απασχόληση της αντίστοιχης τεχνολογίας. Το πολιτικό μάνατζμεντ δεν είναι δουλειά τεχνοκρατών, αλλά πολιτικών, που ασφαλώς θα πρέπει να διαθέτουν βαθιά φιλοσοφική κατάρτιση, και αναγνωρισμένη κοινωνική και επιστημονική εμπειρία, πέραν του ξεκάθαρου ιδεολογικού προσανατολισμού τους.
- Τέλος, σημειώστε ότι και οι επιστήμες παράγωγο της συγκεκριμένης εξέλιξης του πολιτικού φαινομένου είναι. Ευτυχείς είναι οι επιστήμονες εκείνοι που συνειδητοποιούν και γνωρίζουν την πολιτική καταγωγή της μεθοδολογίας τους και την συσχέτισή της με επιμέρους πολιτικές και «κοινές λογικές».
Κάθε ιδιαίτερη επιστημονική μεθοδολογία, λοιπόν, μπορεί να υπηρετήσει, να ενισχύσει, να νομιμοποιήσει και ίσως να καλλιεργήσει συγκεκριμένες μορφές εξουσιαστικών σχέσεων. Ανάλογα πώς βλέπεις τις σχέσεις και πώς τις μελετάς, σε οδηγεί να εντάσσεσαι και να αναπαράγεις σε κάποιο βαθμό την πολιτική δομή που τις ορίζει. Η κυβέρνηση είναι μια ολοκληρωμένη πολιτική (μικρο)δομή, που εσωτερικεύει τεχνολογία για να λειτουργεί. Δεν είναι όμως αυτή η τεχνολογία που την ορίζει οντολογικά. Αν παρόλα αυτά θεωρήσεις ότι είναι, την παθαίνεις σαν τον Γιώργο Παπανδρέου και όλους τους απολιτικούς πολιτικούς, που η κακιά τύχη των λαών τους έφερε στα κυβερνητικά πράγματα! Ας διακρίνουμε λοιπόν την πολιτική οντολογία μιας κυβέρνησης από την επιστημολογία που ορίζει την λειτουργία της, αν και θα πρέπει να υπάρχει συνάφεια μεταξύ των δύο για να υφίσταται αποτελεσματικότητα.
Άρα, μια «κυβέρνηση σοφών» θα ήταν μια ακόμη πολιτική απατεωνιά του καθεστώτος στην Ελλάδα. Άλλο πράγμα φυσικά θα ήταν μια κυβέρνηση αντικαθεστωτικής ενότητας που θα αναδείκνυε ένα υπουργικό συμβούλιο, το οποίο θα απαρτιζόταν από βαθιά καταρτισμένα μέλη στο ιδιαίτερο αντικείμενό τους και που θα εμφανίζονταν ικανά να εναρμονίζουν την επιστημονική μεθοδολογία στην πολιτική στρατηγική των δυνάμεων και των συμφερόντων των κοινωνικών στρωμάτων που θα υπηρετούσαν. Δεν υπάρχει ουδέτερη πολιτικά επιστήμη, υπάρχει όμως αντικειμενική επιστημολογία. Αυτά που σημείωσα μέχρι εδώ, για παράδειγμα, δεν είναι αντικειμενικά, μπορούν όμως να ελεγχθούν κατά έναν αντικειμενικό τρόπο από όσους έχουν εμπειρία στη γενική μεθοδολογία του στρουκτουραλισμού ή/και μεταμοντερνισμού. Συνεπώς μια κυβέρνηση τεχνοκρατών δεν έχει δημοκρατικό νόημα, αν και ασφαλώς έχει τεράστια πολιτική σημασία για την εξέλιξη, όχι απλώς του κυβερνητικού μοντέλου στην Ελλάδα, αλλά γενικότερα του πολιτικού συστήματος. Οι τεχνοκράτες δεν μπορούν να λύσουν πολιτικά προβλήματα σαν και αυτό που έχουμε μπροστά μας στην πατρίδα μας. Μπορούν όμως, αν διαθέτουν συναφή πολιτική συγκρότηση, να συμβάλουν στην διαμόρφωση των πλέον αποτελεσματικών αποφάσεων που θα απαντούν στην κρίση με οικονομικούς, τεχνολογικούς και διοικητικούς όρους, αφού όμως πρώτα απαντηθεί πολιτικά το πρόβλημα που παρήγαγε την κρίση.
Το πρόβλημα μας δεν είναι να βρούμε δυο ντουζίνες «σοφούς», αλλά την κοινωνική και πολιτική αρετή να επανιδρύσουμε την πολιτεία και τους επιμέρους θεσμούς με κανόνα την μέγιστη δυνατή ισότητα μεταξύ των μελών της ελληνικής κοινωνίας σε συνθήκες καπιταλισμού, δίχως αποκλεισμούς και με απόφαση να απασχολήσουμε την πλέον σύγχρονη τεχνολογία στον κόσμο για να υπηρετήσει την κοινωνία, το περιβάλλον και την οικονομική οργάνωση. Αν διαθέταμε αυτή την τεχνολογία, πολλοί νόμοι θα ήταν άχρηστοι και η κυβέρνηση δεν θα έκανε τον καραγκιόζη προσπαθώντας δήθεν να ορθολογικοποιήσει τις οικονομικές σχέσεις και να περιστείλει την φοροδιαφυγή και φοροκλοπή. Αλλά και αυτή η άτιμη η τεχνολογία δημοκρατική πολιτική βούληση απαιτεί, που απουσίαζε και δυστυχώς ούτε τώρα καλλιεργείται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου